Κάποιες φευγαλέες σκέψεις για την «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης»
της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη
Γράφει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Βάσος Η. Βογιατζόγλου
Βουτηγμένη ως τον λαιμό στη ματαιότητα των πραγμάτων που
σφίγγουν ασφυκτικά τη ζωή αλλά δεν καταφέρνουν τελικά να την καταβάλουν, «ζωή
που διαρκεί» ξεκινώντας από την άχρονη αιωνιότητα, καταργώντας τον χρόνο,
υπερβαίνοντας τη σύμβαση του μέλλοντος υπάρχοντας στο ΠΑΡΟΝ καθώς «όλο
προδίδεται από την ίδια της τη φύση».
Ετούτες οι σκέψεις και μόνο θα αρκούσαν να προσδιορίσουν
το φυσικό ιδεόγραμμα μιας απέραντης αισθηματικής θάλασσας που καταθέτει η
ποίηση της Ελένης Γκίκα, ώριμης, ακέραιης αισθητικά, άψογης τεχνικά, σ’ ένα
κλίμα δεξιοτεχνικής λιτότητας, όπου η αίσθηση της λεκτικής και φραστικής οικονομίας
υπερβαίνει την δυναστική αναγκαιότητα να ξεχειλίσουν οι συγκινήσεις και να
κατακλύσουν τον κόσμο.
Η Ελένη Γκίκα επιχειρεί μια κατάδυση στα μύχια του
βιωματικού κόσμου των παιδικών της – και όχι μόνο- ονείρων, αναμνήσεων, ταυτίσεων,
προσδοκιών και ελπίδων, πιασμένη χέρι- χέρι με την θεϊκή σκιά του πατέρα,
περιδιαβάζοντας σ’ έναν κόσμο που πέρασε, που δεν πέρασε, που αντέχει στο βάρος
των εικόνων, των γεγονότων, της θεάς ανάγκης, βαδίζοντας – η ίδια- «σαν την Οφηλία,
λευκή και αμόλυντη, τρελή στους πέντε δρόμους», κουβαλώντας τα όλα «δεμάτι για
τη δική της πυρά, ως το τέλος».
Η Ελένη Γκίκα συνθέτει μια ποίηση αυστηρή, λιγόλογη,
ουσιαστική με απόλυτη γνώση του περιττού, χωρίς ψιμύθια, χωρίς αισθηματικές
φιοριτούρες, μ’ έναν λόγο απλό πεντακάθαρο, καίριο, ώριμο. Αποπνέοντας μιαν
ειλικρίνεια σπάνια και μιαν αυτοπεποίθηση, κατακτημένη με φοβερούς αγώνες στα
Γράμματα και με μιαν επίμοχθη και άκαμπτη επιμονή στην άσκηση του Ελληνικού
Λόγου, οικοδομεί ένα απαράμιλλο προσωπικό ύφος, διαρκές, άλλωστε, ζητούμενο για
κάθε ενσυνείδητο δημιουργό. Και σ’ αυτή την οικοδόμηση δεν διστάζει να κινηθεί
από την έξοχη ρυθμική- και ιδεολογική- οικονομία της σελίδας 38 («Δωμάτιο ίδιο»)
ως τις πεζές, άχαρες και άχρωμες λέξεις (μπλαβής, άφτερ σέιβ, χλωρίνη κλπ) της σελ.
13.
Θέλω να σημειώσω κάποιες σκέψεις που, αναπόφευκτα,
ανασύρει η θέαση του Κόσμου που επιχειρεί η ποίηση της Ελένης Γκίκα. Δύσκολα
μπορώ να απομακρυνθώ από κάποιες Καβαφικές απηχήσεις που, τουλάχιστον στο «Δωμάτιο
δύο¨, μοιάζουν ιδιαίτερα επίμονες. Το παιχνίδι ανάμεσα στο όνειρο και την
πραγματικότητα, την προσδοκία και την απογοήτευση, την ποθούμενη «αλλαγή και το
απραγματοποίητο» θυμίζουν απλά, τους «Βαρβάρους» και την «Πόλιν» του μεγάλου
Αλεξανδρινού ποιητή. Η καταθλιπτική αύρα του ανέφικτου πλανάται σαν ίσκιος
αμάχητος, αναπόφευκτος πάνω απ’ όλη την λεπταίσθητη, εκτυφλωτικά ειλικρινή
ποίηση της Ελένης Γκίκα, όμως με τόση μαστοριά υφασμένη, με τόση χαρμολύπη
επεξεργασμένη, με τόση εξομολογητική προσέγγιση της Αλήθειας που, εν τέλει,
απεργάζεται μια καθαρά- θα το ξαναπώ- προσωπική πορεία στη Ζωή και στο θάνατο-
που τόσο έντεχνα κρύβει την απειλή του παντού.
Θαρρώ πως στις τόσο στείρες ημέρες του πνευματικού μας ορίζοντα
η «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα μπορεί ανεπιφύλακτα – και αναπόφευκτα-
να αποτελέσει ένα δείγμα γραφής όχι μόνο για την κατάκτηση ενός σεμνού, έντιμου
και έντεχνου προσωπικού ύφους αλλά και μιας σπάνιας και σθεναρής αντιμετώπισης τους
διαρκώς επερχόμενου και πάντοτε αναπόφευκτου γεγονότος (;) του θανάτου, όπου
καμιά φυγή στο παρελθόν, καμιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, κανένα όνειρο
δεν μπορεί να υπερακοντίσει την μοίρα μας, σύμφυτη με την ίδια την τραγικότητα της
ύπαρξης, «δεμάτι που κουβαλάμε για την δική μας πυρά, ως το τέλος» καθώς τόσο
εύστοχα γράφει στο ποίημα της σελίδας 41.
Βάσος Ηλίας Βογιατζόγλου
Πάσχα, 12 Απριλίου 2015