Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Για την Αρασέλη και της μουσικές της

Γράφει η Ελένη Μπετεινάκη στο Cretalive
Οι μουσικές της Αρασέλης, Ελένη Γκίκα, εικ: Σάντρα Ελευθερίου, εκδ. Καλέντης
Πάντα συμβαίνει όταν γεννιέται μια καινούργια ζωή. Πάντα ακούγεται μια μουσική που προετοιμάζει το δρόμο , άλλοτε δυνατή, άλλοτε γρήγορη, άλλοτε απαλή και σε κάποιους δεν σταματάει ποτέ. Έτσι και στη ζωή της Αρασέλης, που από εκείνη την πρώτη στιγμή είχε το χάρισμα. Το χάρισμα της μελωδίας του βιολιού που θα την συντρόφευε σε όλη της τη ζωή. Κάθε κίνηση, κάθε σκέψη, κάθε τι που περνούσε και χάνονταν στο χρόνο ήταν δεμένο με τη μουσική από αυτό το βιολί. Ώσπου κάποια στιγμή, σαν μεγάλωσε,το κορίτσι, ένοιωσε πως τούτο το θείο δώρο είχε αρχίσει να την πνίγει. Θέλησε να φύγει μακριά, να ψάξει και να βρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και πάνω από όλα να βρει τον εαυτό της. Το ΄πε και το ΄κανε η Αρασέλη και χάθηκε ανάμεσα στον …κόσμο κι έγινε ένα με τη βουή των ανθρώπων μήπως και καταφέρει να σωπάσει εκείνη η μουσική που υπήρχε πάντα στα αυτιά, στην ψυχή , στο μυαλό της. Να ξεφύγει από τη μοίρα της…
Και συνάντησε άλλους ανθρώπους, απλούς, καθημερινούς μα και παράξενους. Κι άκουσε, είδε, ένοιωσε και τις δικές τους ζωές. Κι αναρωτήθηκε, κι έψαξε να δει τι έκρυβαν μέσα τους, πίσω από τις λέξεις, τις πράξεις, τις ζωές τους. Θαύμασε έναν ζωγράφο που της μίλησε για τη μαγεία της δικής του ζωγραφιάς, έναν σοφό που της χάρισε μια σελίδα από τα αμέτρητα βιβλία που είχε διαβάσει. Κι η Αρασέλη είδε πάλι τον εαυτό της μέσα από αυτούς… Κι ένας παραμυθάς της θύμισε το δικό της παραμύθι κι ένα ακόμα για κάποιο παιδί που άρχισε πια να γίνεται σκοπός της δικής της ζωής. Θέλησε τότε να φτάσει ίσαμε τα πέρατα του κόσμου για να βρει τούτο το παιδί…
Και το ταξίδι ως το μαγικό βουνό ήταν μακρύ, δύσκολο και παράξενο , γεμάτο εμπειρίες, αλλόκοτα πλάσματα της φύσης και της φαντασίας. Και κάποια στιγμή το βρήκε, εκεί στην κοιλάδα με τα Μυστικά… Ένα παράξενο παιδί μα τόσο οικείο σε όλους μας…
Μια θαυμαστή ιστορία ενός κοριτσιού, του κάθε κοριτσιού που αναζητά τον εαυτό του, τις απαντήσεις στα ερωτήματα της ζωής . Μια μοναδική ιστορία της Ελένης Γκίκα… Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε τούτο το βιβλίο; Κείμενο ή εικόνα; Το κείμενο ταξιδιάρικο, μαγικό, γεμάτο από μόνο του εικόνες, γεμάτο αλήθειες και τροφή για σκέψη.
Μια ιστορία για την μουσική, για την ίδια τη ζωή με όλες τις περιπέτειες και τα ταξίδια της. Μια αιώνια αναζήτηση που όλοι μας κάνουμε για να καταλάβουμε που ανήκουμε, ποιος είναι ο σκοπός και προορισμός της ζωής μας… Μια ιστορία για μεγάλους και παιδιά με υπέροχη εικονογράφηση από την Σάντρα Ελευθερίου. Χρώματα,εικόνες και μορφές που σε ταξιδεύουν πραγματικά και φανταστικά σε ένα παραμύθι σαν εκείνα τα παλιά, γεμάτο έμπνευση, ιδέες και πολύ σημαντικά μηνύματα.
Ένα ταξίδι σε μονοπάτια δύσκολο αλλά και οικεία για τους μεγάλους και ανεξερεύνητα μα μαγικά για τους μικρούς φίλους των …παραμυθιών!
Για παιδιά από 6 χρονών!


Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

"δεμάτι που κουβαλάμε για την δική μας πυρά"

Κάποιες φευγαλέες σκέψεις για την «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη

Γράφει ο ποιητής και δοκιμιογράφος Βάσος Η. Βογιατζόγλου

Βουτηγμένη ως τον λαιμό στη ματαιότητα των πραγμάτων που σφίγγουν ασφυκτικά τη ζωή αλλά δεν καταφέρνουν τελικά να την καταβάλουν, «ζωή που διαρκεί» ξεκινώντας από την άχρονη αιωνιότητα, καταργώντας τον χρόνο, υπερβαίνοντας τη σύμβαση του μέλλοντος υπάρχοντας στο ΠΑΡΟΝ καθώς «όλο προδίδεται από την ίδια της τη φύση».
Ετούτες οι σκέψεις και μόνο θα αρκούσαν να προσδιορίσουν το φυσικό ιδεόγραμμα μιας απέραντης αισθηματικής θάλασσας που καταθέτει η ποίηση της Ελένης Γκίκα, ώριμης, ακέραιης αισθητικά, άψογης τεχνικά, σ’ ένα κλίμα δεξιοτεχνικής λιτότητας, όπου η αίσθηση της λεκτικής και φραστικής οικονομίας υπερβαίνει την δυναστική αναγκαιότητα να ξεχειλίσουν οι συγκινήσεις και να κατακλύσουν τον κόσμο.
Η Ελένη Γκίκα επιχειρεί μια κατάδυση στα μύχια του βιωματικού κόσμου των παιδικών της – και όχι μόνο- ονείρων, αναμνήσεων, ταυτίσεων, προσδοκιών και ελπίδων, πιασμένη χέρι- χέρι με την θεϊκή σκιά του πατέρα, περιδιαβάζοντας σ’ έναν κόσμο που πέρασε, που δεν πέρασε, που αντέχει στο βάρος των εικόνων, των γεγονότων, της θεάς ανάγκης, βαδίζοντας – η ίδια- «σαν την Οφηλία, λευκή και αμόλυντη, τρελή στους πέντε δρόμους», κουβαλώντας τα όλα «δεμάτι για τη δική της πυρά, ως το τέλος».
Η Ελένη Γκίκα συνθέτει μια ποίηση αυστηρή, λιγόλογη, ουσιαστική με απόλυτη γνώση του περιττού, χωρίς ψιμύθια, χωρίς αισθηματικές φιοριτούρες, μ’ έναν λόγο απλό πεντακάθαρο, καίριο, ώριμο. Αποπνέοντας μιαν ειλικρίνεια σπάνια και μιαν αυτοπεποίθηση, κατακτημένη με φοβερούς αγώνες στα Γράμματα και με μιαν επίμοχθη και άκαμπτη επιμονή στην άσκηση του Ελληνικού Λόγου, οικοδομεί ένα απαράμιλλο προσωπικό ύφος, διαρκές, άλλωστε, ζητούμενο για κάθε ενσυνείδητο δημιουργό. Και σ’ αυτή την οικοδόμηση δεν διστάζει να κινηθεί από την έξοχη ρυθμική- και ιδεολογική- οικονομία της σελίδας 38 («Δωμάτιο ίδιο») ως τις πεζές, άχαρες και άχρωμες λέξεις (μπλαβής, άφτερ σέιβ, χλωρίνη κλπ) της σελ. 13.
Θέλω να σημειώσω κάποιες σκέψεις που, αναπόφευκτα, ανασύρει η θέαση του Κόσμου που επιχειρεί η ποίηση της Ελένης Γκίκα. Δύσκολα μπορώ να απομακρυνθώ από κάποιες Καβαφικές απηχήσεις που, τουλάχιστον στο «Δωμάτιο δύο¨, μοιάζουν ιδιαίτερα επίμονες. Το παιχνίδι ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την προσδοκία και την απογοήτευση, την ποθούμενη «αλλαγή και το απραγματοποίητο» θυμίζουν απλά, τους «Βαρβάρους» και την «Πόλιν» του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή. Η καταθλιπτική αύρα του ανέφικτου πλανάται σαν ίσκιος αμάχητος, αναπόφευκτος πάνω απ’ όλη την λεπταίσθητη, εκτυφλωτικά ειλικρινή ποίηση της Ελένης Γκίκα, όμως με τόση μαστοριά υφασμένη, με τόση χαρμολύπη επεξεργασμένη, με τόση εξομολογητική προσέγγιση της Αλήθειας που, εν τέλει, απεργάζεται μια καθαρά- θα το ξαναπώ- προσωπική πορεία στη Ζωή και στο θάνατο- που τόσο έντεχνα κρύβει την απειλή του παντού.
Θαρρώ πως στις τόσο στείρες ημέρες του πνευματικού μας ορίζοντα η «Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα μπορεί ανεπιφύλακτα – και αναπόφευκτα- να αποτελέσει ένα δείγμα γραφής όχι μόνο για την κατάκτηση ενός σεμνού, έντιμου και έντεχνου προσωπικού ύφους αλλά και μιας σπάνιας και σθεναρής αντιμετώπισης τους διαρκώς επερχόμενου και πάντοτε αναπόφευκτου γεγονότος (;) του θανάτου, όπου καμιά φυγή στο παρελθόν, καμιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων, κανένα όνειρο δεν μπορεί να υπερακοντίσει την μοίρα μας, σύμφυτη με την ίδια την τραγικότητα της ύπαρξης, «δεμάτι που κουβαλάμε για την δική μας πυρά, ως το τέλος» καθώς τόσο εύστοχα γράφει στο ποίημα της σελίδας 41.

Βάσος Ηλίας Βογιατζόγλου
Πάσχα, 12 Απριλίου 2015 


Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Για την "Αρχιτεκτονική της ύπαρξης" γράφει η Πέρσα Κουμούτση

Τα «Άδεια δωμάτια» που μετονομάστηκαν σε «Αρχιτεκτονική της ύπαρξης» – 44 ποιήματα της Ελένης Γκίκα

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

δημοσιεύθηκε στο fractal

arxitektoniki«Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα, εκδ. «Καλέντη», σελ. 80

«Η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη».
Ο χρόνος και πάλι ο χρόνος. Αιώνιος και σύντομος ταυτοχρόνως, τετελεσμένος και άπειρος, πρωταγωνιστεί και σε τούτα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα μαζί με τη μνήμη, την επιστροφή δηλαδή στο παρελθόν και στο ασίγαστο πόθο της ‘αναβίωσης’ των προσώπων που άφησαν το αποτύπωμα τους σ’ αυτόν και έπειτα χάθηκαν, μέσα από ένα ποίημα, μέσα από την τέχνη. Γιατί, ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ακόμα κι όταν δεν τον ομολογεί; την ακατανίκητη αυτή κι απανταχού παρούσα επιθυμία που συχνά μεταφράζεται ως νοσταλγία;
Αλλά ο άυλος αυτός και μεγαλοπρεπής, όσο και τυραννικός δυνάστης, που καθορίζει τις ζωές μας, χωρίζει, απομακρύνει, που μεταβάλει, που φθείρει και ξεγελά, αλλά και λυτρώνει (ίσως μόνο όταν συγκατατεθείς μαζί του), μετενσαρκώνεται αυτή τη φορά σε χώρους, σε άδεια δωμάτια , γαλάζια, λευκά και μπλε δωμάτια, ιδίως μπλε, βαμμένα στο «μπλε των Βερβέρων, το μπλε του Κοβαλτίου», αλλά και σε πρεβάζια και κάδρα παραθύρων που πλαισιώνουν άδεια σκηνικά, ζωές που τέλειωσαν ή άδειασαν, θολές ή ακόμα και διαυγείς, διαυγέστατες αναμνήσεις, θάλασσες του νου και της ψυχής, φουρτούνες που παρήλθαν, αφήνοντας μας ωστόσο, συνθλιμμένους, μισοπνιγμένους ναυαγούς σε κάποια περιθώρια της ζωής- πολύ συχνά στην ίδια τη συναισθηματική μας απομόνωση, την ανυπαρξία που ενεδρεύει μετά από κάθε μεγάλη απώλεια. Και είναι μια βαριά αβασταγή αυτή που κρατά ο καθένας μέσα του, ένα φορτίο που πολύ συχνά την κουβαλά ως το τέλος του βίου, ή όπως μας λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια. «Δεμάτι που κουβαλά/ για τη δική του πυρά/ ως το τέλος.»
Και εν μέσω όλων αυτών δυο κυρίαρχες, δυο πρωταγωνιστικές μορφές, παρότι σχεδόν απρόσωπες : ένας πατέρας και ένας εραστής-σύντροφος- αγαπημένος. Κυριαρχούν σε όλο το φάσμα της ποιητικής διαδρομής, και αποτελούν τους κεντρικούς πυλώνες της ποιητικής της έμπνευσης. Δυο πρόσωπα που ‘εξαπάτησαν’ μέσω της ανέκκλητης φυγής, της απώλειας που επέρχεται με το τέλος, που συμβαίνει με το θάνατο. Η παρουσία-απουσία τους διατρέχει τους στίχους από την αρχή ως το τέλος, αποτελεί την κινητήρια δύναμη που κινεί τους μοχλούς της ποίησης της, ενώ οι ίδιοι σα δυο θολές-παρότι όχι σκοτεινές- φιγούρες, φορώντας εκείνα τα ανοιχτόχρωμα ρούχα με τα οποία τους αναγνώριζε, στέκονται σιωπηρές, μακριά ή κάπου στο βάθος του μυαλού της, μοιάζουν να δέχονται καρτερικά το παράπονο της, για την παθητικότητα και τη σιωπή τους για την προδοτική αν και όχι ηθελημένη άρνησή τους. Όλα εκείνα που δίνουν τροφή σε αυτή την έμμεση έκκληση της για τη δική τους επιστροφή, μια επίκληση σχεδόν που παραμονεύει πίσω από τους στίχους και συχνά γίνεται άηχη κραυγή που δυναμώνει. Άλλοτε πάλι τη συγχώρεση, την κατανόηση και την στωικότητά της απέναντι σε αυτή την ανέκκλητη συνθήκη. Αλλά εκείνη, παρόλα αυτά είναι φανερό ότι σε ένα βαθύτερο μέρος του εαυτού της συνεχίζει να τους αναζητεί στα λευκά γαλάζια και μπλε δωμάτια, στα λευκά κελιά της ψυχικής της μοναξιάς.
Η συγκλονιστική αυτή ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα, εκτός από την πανανθρώπινη διάσταση της – γιατί ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ποιος από εμάς δεν έχει αρθρώσει μια τέτοια σιωπηρή κραυγή,- μου θύμισε σε αρκετά σημεία της την ποίηση της Σύλβια Πλαθ, όχι μόνο ως προς την ευθραυστότητα και τη μελαγχολία που διατρέχει όλο το φάσμα του έργου, ή τα θέματα που πραγματεύεται και που κυριαρχούν και στη δική της ποίηση: όπως είναι η προδοσία ή απρόοπτη φυγή ενός αγαπημένου γονιού ή ενός αγαπημένου συντρόφου, αλλά συχνά ως προς το ύφος και τη φόρμα των ποιημάτων, απαλλαγμένη ωστόσο από την «αγριότητα» των εκφράσεων της αμερικανίδας ποιήτριας, τη σκοτεινότητα και τη εσωστρέφεια που κυριαρχεί στην ποίηση της, καθώς η προσηνής Ελένη, ακόμα κι αν δε θα μπορούσε ποτέ να συγχωρέσει τη μη επιστροφή των αγαπημένων της, τη διαχειρίζεται με μεγαλοσύνη, εγκαρτέρηση , κατανόηση και εν τέλει αποδοχή, εφόσον μπορεί να τη μεταπλάσει, τελικά, σε τέχνη.
Έτσι, αντικαθιστώντας το σκοτάδι της Πλαθ με το φως και χρώματα φωτεινά, και επιστρατεύοντας το τρίτο πρόσωπο στα περισσότερα, σαν να είναι και εκείνη «θεατής», κάνει αυτό το παράδοξο ταξίδι αποτίμηση ζωής, επανόδου, κάθαρσης και εν τέλει παραδοχής. Άλλωστε, όπως η ίδια αναφέρει σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής της «Οι λέξεις μας πρόδωσαν,/ ας διασωθούν τουλάχιστον τα χρώματα/ Κι ετούτο το δωμάτιο το γαλάζιο,/ σχεδία ας γίνει / αντέξει δεν αντέξει στον ωκεανό».
Αλλά στα αλήθεια ποιος από εμάς αποδέχεται, τελικά, το τετελεσμένο, ποιος αντέχει τη φωτιά της νοσταλγίας;
Με την ποιητική αυτή συλλογή η Ελένη Γκίκα επιστρέφει, όχι όμως για να μείνει στο παρελθόν, επιστρέφει μόνο για να το επισκεφτεί, να το μνημονεύσει, να το αφηγηθεί, να του αποδώσει φόρο τιμής. Να σπλαχνιστεί την αδυναμία του ‘φυγά’ ,να τον συγχωρέσει κι ας έχει αφήσει πίσω του τα ‘σπλάχνα ανοικτά’: « Φουρτούνα το πάθος/ φεύγει/ και σ” αφήνει/ μ” ανοιχτά σπλάχνα/ κι ούτε μαργαριτάρι ούτε κοράλλι/ μονάχα/ξεχασμένος/ θηλυκός αχινός./ Στα βράχια».

eleni_gika

Ελεγεία και ύμνος την ίδια στιγμή στην αγάπη, την αγάπη που αποχώρησε, αλλά που παραμένει να τροφοδοτεί τη μνήμη, την επιθυμία, τη χαρμολύπη και που φορά πάντα δυο πρόσωπα, εκείνη του πάθους, της λαχτάρας και εκείνη της αποδοχής και της συμφιλίωσης με την αποστέρηση των αγαπημένων προσώπων. Της πατρικής αγάπης που χάνεται, αλλά και του πρόωρα χαμένου συντρόφου. Και κυρίως της συνειδητοποίησης της ματαιότητας των πάντων, μπροστά σε μια τέτοια αλήθεια. Κι όλα αυτά έχουν αποδοθεί σε μια γλώσσα απλή, απέριττη, καθημερινή με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, χρωμάτων, εικόνων που, όπως με τους λεπτούς χειρισμούς τη ποιήτριας, τον ευαίσθητο και διακριτικό τρόπο με το οποίο αφήνει να αποκαλυφθεί η θλίψη της, γίνεται γλώσσα λυρική, στοχαστική, βιωματική και συνεπώς διεισδυτική και πανανθρώπινη. Ταυτίζεται κανείς με την ποίηση της Ελένης Γκίκα, βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στους στίχους της, συνδιαλέγεται μαζί τους αβίαστα, φυσικά γιατί, όπως υποστηρίζει και η ίδια, η ποίηση είναι σχέση. Σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη του.
Ας απολαύσουμε, λοιπόν, κάποια δείγματα της συλλογής της:
“O πατέρας μου, μια γερασμένη βελανιδιά”.
Ακούει τα βήματά του,
εκείνο το χαρακτηριστικό σούρσιμο
πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δωμάτιο
Σε λίγο, την ανάσα του
κοιμήθηκε, σκέφτεται,
βαριά.
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι
τα πάντα.
Εκείνος, ο πατέρας της,
μια γερασμένη βελανιδιά.
Κι αυτή,
η κόρη του,
ν” ακούει τα βήματα να θροίζουν
την ανάσα
στο δάσος του πουθενά
βαριά.
(από το «Στο δάσος του Πουθενά»)
Μαζί δεν θα ‘ρθουμε ποτέ
σε τούτο το ξενοδοχείο
Μόνη μου θα ’ρχομαι
τάχα μου στο δωμάτιο
το θεραπευτικό
Να βλέπω την ανατολή πίσω απ”
το βράχο
τον ήλιο να καίει
τ” αρχαία σπαρτά
μπλαβής να δύει
μ” εμένα
στην ίδια καρέκλα ακριβώς
σταυρωμένη.
(«Δωμάτιο ίδιο»)
Η αρχική λύση
Ξύπνησα κι ήταν χθες*
πώς γίνεται;
όλοι βαδίζουν μπροστά
κι εγώ πίσω.
Αν φτάσω στην αρχή,
όλα τα έμαθα,
από παιδί επέμενες
πώς η δική μου εξίσωση
βρίσκεται στην αρχή,
γι” αυτό και όλο επιστρέφω
από νύχτα σε νύχτα.
Να σε φτάσω, θες.
Άδεια παράθυρα
Φορά εκείνο το γαλάζιο*
μ” αυτό τον γνώρισε
μ” αυτό αποφοίτησε
όσα όνειρα έκανε
τα έκανε μ” αυτό
Κοιτάζει ακόμα το βουνό της
στις πιο μεγάλες αντάρες
γίνεται θάλασσα
στα ίδια παράθυρα
καρφωμένη από παιδί,
δεν μπορεί,
αυτό από μόνο του
είναι μια σιγουριά
η σιγουριά της.
(περιμένοντας την Πέρσα)
Μάτια γαλάζια, καθαρά
Μόνο τα μάτια σου μού λείψανε
μάτια γαλάζια, καθαρά
Δεν είπαν ψέματα ποτέ
την ίδια ώρα που
όλος ένα ψέμα ήσουν.
Ένα κομμάτι θάλασσας.
Τώρα
καταδικάστηκα
στη στεριά
Κι ούτε μια φέτα ουρανός
Σε μια γενιά αντιπαροχής
δίνω γαλάζιο
για ένα τετραγωνικό τσιμεντένιας σιγουριάς
Αλλά τα μάτια σου
μου είπαν την αλήθεια,
ούτε λόγος!
Κι είμαι ακόμα
νοτισμένη
απ” την πλημμύρα τους.
Νομίζεις πώς αντέχω
σ” άνυδρη ξηρά;
Ύπνος στο μπλε δωμάτιο
Μετράει τον χρόνο
και δεν της βγαίνει
πότε γεννήθηκε
πότε γονάτισε
πότε αγάπησε
για πότε θρήνησε
σε ποιο δωμάτιο
ποια μέρα
μήνα
ποια χρονιά
Σεντόνι
και τα σκεπάζει όλα*
το μούχρωμα
μόνο να γίνει νύχτα
στο μπλε δωμάτιο
Επιτέλους
να πέσει, θέλει,
να κοιμηθεί.
Είπε «κοιμήθηκε»*
Από ύπνο σε ύπνο*
αυτό την έσωσε.
Είπε «κοιμήθηκε»
κι ύστερα ακούμπησε το
κεφάλι της στο μαξιλάρι
που ακουμπούσε το κεφάλι του.
Στον τοίχο
τα δαχτυλικά του αποτυπώματα
αόρατα
για τους πολλούς
σαν την ανάσα του*
«νεκρή» στο μαξιλάρι
Όμως εκείνη την ακούει*
αεράκι
τα μεσημέρια
και την αισθάνεται
στο πρόσωπο.
Στην άκρη του χρόνου
Μι” άδεια καρέκλα
η καρέκλα του
κι η ίδια ξαπλωμένη τώρα
στο ντιβάνι
Στο μπλε του χαλιού
στον τοίχο
στο ταβάνι
η ανάσα του
Ψίθυρος- όνειρο
κάθε βράδυ
στο ίδιο μαξιλάρι
«πάντα ο μπαμπάς μου θα είσαι;»
τον ρωτά
«ναι» της γνέφει
καθησυχαστικά
από την άλλη άκρη του χρόνου.
Ονειρεύεται τη ζωή της
Ολόκληρος
μια πλάτη που
χάνεται στη στροφή
Κι ούτε η αφή της
ούτε η ανάμνηση
θα τον γυρίσει
Φεύγει και χάνεται
αλλ” όμως κάποτε
υπήρξε ζωή
«η ζωή της»
Ακόμα και τώρα
έτσι όταν τον σκέφτεται
τον αποκαλεί
Τον υπόλοιπο χρόνο εκείνη
απλώς ονειρεύεται πως ζει.
Δωμάτιο- Τέλος
και τώρα;
εκείνη κι η ιστορία της
έξω και μέσα 
ταυτοχρόνως
απ” το ποίημα
Το καλάθι της ματαιότητας
Άγχη και φόβοι
δισταγμοί και θυμοί
διλήμματα, επιθυμίες
γέλια και κλάματα,
φασαρία και μέριμνα
καθημερινή
στο καλάθι της ματαιότητας
πάντα
Στην ύστατη ώρα
όταν το τίποτα
γίνεται το αντίθετο*
τα πάντα
το τέλος
και η αρχή*
γίνεται
όλα.
μουσικό κουτί
δερβίσης και
χάθηκα
στην τελευταία περιστροφή
Πρίμα μπαλαρίνα
Δεν υπάρχω, είπα
και έγινα
αιώνια επιστροφή
Στον κήπο του παντός
και στο δωμάτιο που
επιτέλους ξύπνησα
ο Κανένας

Για την Αρχιτεκτονική της ύπαρξης, γράφει η Κατερίνα Καριζώνη

Η Κατερίνα Καριζώνη γράφει για την ποίηση της Ελένης Γκίκα,

 «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης», Εκδόσεις Καλέντη, 2014 By Literature 

Με αρχιτεκτονική διάθεση και λόγο ποιητικό ανιχνεύει η Ελένη Γκίκα τον εσωτερικό χώρο της ύπαρξης στην καινούργια ποιητική της συλλογή, η οποία ήδη απ’ τον τίτλο προδιαθέτει τον αναγνώστη για την ιδιαίτερη αισθητική της. 
 Ποίηση, αρχιτεκτονική, μουσική, μαθηματικά, αλλά και παραμύθι είναι τα στοιχεία που εμπλέκονται στην πρωτότυπη αυτή τεχνική και της δίνουν μια ξεχωριστή ταυτότητα. Πρόκειται για ένα ποιητικό ιδίωμα «δομημένο» με κοφτές φράσεις-υλικά και εσωτερικό ρυθμό, μια αυστηρή αριθμητική των λέξεων που αναπτύσσεται πάνω σε κρυφούς μουσικούς και μαθηματικούς κανόνες. Αν και πεζογράφος η Ελένη Γκίκα και μάλιστα με πλούσια –ενίοτε χειμαρρώδη- αφηγηματική γραφή, διακρίνεται για την οικονομία του λόγου της, όταν γράφει ποίηση. Άλλωστε η ποίηση είναι ελλειπτικός λόγος και χάρη σ’ αυτή την ιδιότητά της, υπερβαίνει τα όρια της συμβατικής γλώσσας και μετουσιώνεται σε τέχνη. 
 Από λέξη σε λέξη λοιπόν και από συμβολισμό σε συμβολισμό, μας ταξιδεύει η Ελένη Γκίκα στην ενδέκατη ποιητική της συλλογή μέσα στα αχανή δωμάτια της ύπαρξης και τα μυστικά τους: στο αυριοδωμάτιο, στο σώμα-δωμάτιο, στο άσπρο δωμάτιο, στο δωμάτιο-alef, στο δωμάτιο-τέλος, στο δωμάτιο-αρχή…. 
Μας ξεναγεί στην αρχιτεκτονική ενός δικού της ποιητικού κόσμου, σε μια προσωπική χωροταξία των λέξεων- για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο της- όπου κυριαρχούν μυθικές μορφές : ιππότες -ναίτες, μωρά σε κούνιες, άνθρωποι-δέντρα, ο πατέρας-γερασμένη βελανιδιά, κούκλες που μιλούν, αλλά και ονειρικά σκηνικά και υλικά όπως το δάσος του πουθενά, οι εκατό χουρμαδιές όπου φτάνει η σιωπή, το σεντονάκι –καθρέφτης- γυαλί, το σπαθάκι –μολύβι- φτερό, οι-Κυριακές-του-μπαμπά, το αγριομυστήριο.   Ο χρόνος στα ποιήματα είναι ρευστός, αξεδιάλυτος , το τώρα είναι αιώνιο, το αύριο επτά αιώνες πριν,- «ξύπνησα και ήταν χθες» γράφει κάπου η ποιήτρια-, η αρχή αέναη, το τέλος διαρκές. Τα πρόσωπα υπάρχουν μέσα στην απουσία , συνεπώς στη μνήμη. Τα πράγματα χάνονται και επιστρέφουν μέσα από μια συνεχή περιδίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στο θάνατο και τη ζωή. Οι λέξεις μετατρέπονται σε κώδικες της προσωπικής μυθολογίας , η οποία συντίθεται από τραύματα και θραύσματα που η ποιήτρια αποκαλύπτει και αποκρύπτει συνεχώς, προκαλώντας έτσι τον αναγνώστη. Το ποιητικό σύμπαν που δημιουργεί η Ελένη Γκίκα είναι αινιγματικό, αλλά όχι σκοτεινό. Οι γρίφοι της φωτίζονται απ’ το συναίσθημα, που όμως χρησιμοποιείται με οικονομία και εκφράζεται μέσα απ’ την ελλειπτική γραφή. Καμιά λέξη δεν περισσεύει. Πίσω απ’ την ποιήτρια βέβαια κινείται πάντα η αφηγήτρια, κάτι που γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Ίπταται και πεζοπορεί ταυτόχρονα. Με λόγο αφαιρετικό, όπως αυτός της ποίησης, επιχειρεί να ανασυνθέσει κομμάτια από κατακερματισμένες ιστορίες ή να επινοήσει καινούργιες. Έτσι κάθε λέξη είναι φορτωμένη και φορτισμένη από βιώματα. Ποίηση βιωματική, λοιπόν και ταυτόχρονα ερωτική, προσανατολισμένη στη μνήμη και στους μύθους της, ποίηση –ξόρκι απέναντι στην απώλεια και στην απουσία των αγαπημένων προσώπων, στο κενό και στον θάνατο. Ποίηση υπαρξιακή. Ξεχωρίζω ένα απόσπασμα απ’ το ποίημα:  

 Δεμάτι για τη δική μου πυρά 
Έτσι κι αλλιώς, κουβαλά ο καθένας μας
Το δεμάτι για τη δική του πυρά 
Όπως κι αν το βαφτίζει
Πέπλα πρώτα, κουνουπιέρα, 
Η κούκλα μου Μάνια που μιλά,
Χωράφι μου, αμάξι μου, 
γοβάκι Σταχτοπούτας, χρέος
Και η μεγαλύτερη δυναστεία
Δεν ζει όσο τρεις βελανιδιές
Ακόμα κι ο χρόνος γερνά 
Στο ίδιο δωμάτιο…  

Τα ποιήματα κλείνουν στο τέλος με ημερομηνίες, ώρες και τόπους, όπου γράφτηκαν που λειτουργούν ως υποσημειώσεις στο ποιητικό σώμα. Κάπου δεσπόζει η θρυλική Μάνη και οι ιστορίες της, αλλού η Ρόδος των Ιπποτών, η Βιέννη των κατόπτρων με το τυπογραφείο του Ρήγα και τα γκρίζα νερά του Δούναβη. Διηγήσεις σκόρπιες κρυμμένες μέσα στις ποιητικές εικόνες, που πάνε πίσω μπρος στο χρόνο, δημιουργώντας μια εξόχως μαγική ατμόσφαιρα. Εντύπωση μου έκανε η προσεγμένη γραφή των ποιημάτων με σιωπές, διαστήματα, ρυθμική παράθεση λέξεων, ερωτηματικά, κενά και σχήματα που ενισχύουν την εικαστική πλευρά της γραφής. 
Πάντα πίστευα ότι η ποίηση είναι χορός των λέξεων πάνω στο χαρτί . Μοιάζει με το χορό των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, με το στροβίλισμα των ουράνιων σωμάτων στο σύμπαν. Κάπως έτσι το συλλαμβάνει και η ποιήτρια και το καταγράφει σ’ ένα ποίημά της με τον τίτλο «μουσικό κουτί», με το οποίο κλείνει την συλλογή της:

 Δερβίσης και Χάθηκα Στην τελευταία περιστροφή. 

Μόνο που τίποτα δεν χάνεται στην ποίηση και ειδικά στην καλή ποίηση που αποτελεί κιβωτό μέσα στη γλώσσα, ύψιστη τέχνη και άνθος της γραφής. «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» λοιπόν, το νέο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Γκίκα, μας συγκινεί με τον καίριο ποιητικό λόγο του, την πρωτότυπη αισθητική του και το πηγαίο –αν και διακριτικό συναίσθημα που φέρουν οι στίχοι του. Μας υπενθυμίζει το αξεδιάλυτο της ζωής και του θανάτου, του χρόνου και του ονείρου, το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας.  

 Οι Κυριακές του μπαμπά 

Οι-Κυριακές-του-μπαμπά Θα το πω 
Και θα’ ναι η ζωή μας 
Από κυριακάτικο σε Κυριακάτικο ξύπνημα 
Τώρα που το νήμα Κόπηκε σε μένα 
Κι εκείνος έγινε αστεράκι 
Αστρική σκόνη και φως 
Ασημένια κλωστή 
Κι εγώ μαριονέτα 
Που ν’ αρχίζω πάλι 
Και να χορεύω 
Που αγνοώ τον 
Καινούργιο ρυθμό 
Τώρα που δίχως 
Εκείνον είμαι ξανά 
Τίποτα. 
Από τις Κυριακές θα πιαστώ 
Να ξαναβρώ την αρχή 
Θα μου δώσεις το βήμα; 
Λοιπόν, μπαμπά, 
πάμε Ξανά Κυριακή…   

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Read more at: http://www.literature.gr/

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

από την "Γυναίκα της Βορινής κουζίνας"


 

 

Δεν ξέραμε ότι το μέλλον μάς επιφύλασσε τον κεραυνό!

 

 

 

 

 

 

Η Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο

 

 

«Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη».

 

 

Άδειοι δρόμοι, άδεια βλέμματα· άδειες ζωές. Πάει να σκεφτεί: Μα τελευταία πώς γίναμε έτσι;  Το μετρό δε φτάνει στο Σύνταγμα, λέει· έχει φασαρίες, φωτιές.

         «Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη

          κι η τίγρη είναι ακόμη μια από τις μορφές που επιστρέφουν».

         Μέσα στα σπλάχνα της κάτι απαγγέλλει αυτό που μέλλει να γίνει, ρυθμικά.

         «Θα κατέβαινε στους δρόμους,

         η ιστορία, η αγανάκτηση, η αγάπη».

         Κατεβαίνει − είναι σίγουρη πως κάποιος την περιμένει μες στη φωτιά.    

         Κατεβαίνει με τα πόδια, δίχως ίχνος οργής. Με μεγάλα βιαστικά βήματα, για κάτι που επείγει· που είναι δικό της και την περιμένει εκεί.

         Εκεί πού;

         «Όταν η αδικία γίνεται νόμος, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον» −

άθελά της θυμάται αυτό το παιδί.

         Δεκαπέντε χρονών, χτυπημένο από γκλοπ, δακρυσμένο από δακρυγόνο.

         «Κλαίμε και μόνοι μας!» − το βρήκε τόσο σπαρακτικό!

         «Η χαμένη Γενιά της Κρίσης» − και ποιος το αποφασίζει;

         Και η δική μας γενιά; Η κερδισμένη γενιά; Η πλανημένη; Η αδηφάγα;

         Ο Κρόνος που κινδυνεύει, ηθελημένα ή αθέλητα, να φάει τα ίδια του τα παιδιά.

         «Το τραγικό στερέωμα, το σύμπαν, δε βρίσκονταν εδώ

         κι έπρεπε να το ψάξουμε στα περασμένα».

 

 

Το πρώτο που βλέπει είναι η λάμψη απ’ τις κροτίδες εδάφους. Αμέσως μετά θα ακούσει φωνές. Στη συνέχεια καπνοί, και τα Ματ σαν τους πήλινους στρατιώτες στην Κίνα − τόσο ψεύτικοι όλοι, και τόσο μοναδικά αληθινοί! Από το υλικό των ονείρων πλασμένοι, που κάνουν θρύψαλα τα όνειρα.

         Στο πλευρό της ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι − κάποτε, αυτή. Ένα αγόρι τρέχει δίπλα της χτυπημένο − κάποιος τον κυνηγά. Ένα κορίτσι φωνάζει: «Πίσω, πίσω!»

         Ένας κύριος της προσφέρει, για τα δακρυγόνα, λεμόνι.

         «Φύγετε, κυρία μου! Δε βλέπετε τι χάος επικρατεί;» ένας αστυνομικός την προειδοποιεί, αλλά είναι σαν να τη σπρώχνει.

         Μια ομάδα παιδιών θυμάται το δολοφονημένο παιδί.

         Βαδίζει στητή − το παιδί που ήταν κάποτε την καλεί.

         «Πιστεύουμε πως είμαστε εξόριστοι

         σ’ έναν καιρό εξαντλημένο.

         σ’ έναν καιρό όπου τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί».

         Και ξαφνικά, αυτό το τίποτε γίνεται κάτι-που-συνέβη.

         Κάποιος την πιάνει απ’ το χέρι. «Μας την πέφτουνε, τρέχα!» − το αγόρι που την κοιτούσε στο μετρό σαν να την ήξερε!

         «Δίχως ίχνος οργής, τα σπαθιά των ηρώων συμπλέκει ο χρόνος»   

         «Τρέξε, σου λέω! Διψούν για αίμα, δεν τους βλέπεις; Έχουν πάρει εντολή, μας χτυπούν!»

         Τον ακολουθεί σαν σε όνειρο, δίχως να ξέρει.

         «Τα πλήθη σαν την άμμο της θαλάσσης,

         η αίσθηση του απίστευτου γεγονότος, ο τρόμος, η δόξα».

         Στο πλάι της η φωνή: «Από δω! Θα χτυπήσουν εκεί!»

         Ένα καδρόνι δεξιά της που φεύγει.

         Μια κροτίδα που σκάει τρία μέτρα μπροστά, στο πλευρό της «ο Ρήγας που πέθανε στη μυστική ερημιά / και παίρνει όρκο πως δεν έχει πεθάνει». Και εντελώς ξαφνικά, κάτι άλικο και ζεστό, κάτι σαν κόκκινο χιόνι. 

 

 

Άλικο χιόνι στο μέτωπο του αγοριού!

          «Αριάδνη» τώρα εκείνη, και τον σπρώχνει, σε λαβύρινθο που ούτε ξέρει· θα βγει, δε θα βγει; Δε γνωρίζει καν αν βραδιάζει ή ξημερώνει. Τον κρατά και πιέζει στους κροτάφους τη σχισμένη της μπλούζα, ακριβώς στην πληγή. Κι ούτε ξέρει τι έγινε. Τον κρατά, και τώρα είναι αυτή που τον σπρώχνει.

         Δέκα βήματα μόνο! Έλα! Είναι η Εκδοτική. Δέκα βήματα, και τελειώνει!

         Ο Γεράσιμος στην είσοδο απορεί.

         «Κυρία Αρσινόη!»

         Κάνει χώρο, τρέχει… Το αγόρι αιμορραγεί.

         «Ποιος είν’ εδώ; Έφυγαν όλοι;»

         Οξυζενέ και γαζούλα θεραπευτική.

         «Δεν είναι τίποτε! Τίποτε! Μη φοβάσαι, τ’ ακούς;» Κι ύστερα: «Μην αφεθείς! Θα καλέσω γιατρό, μ’ ακούς;» Κι ύστερα η ώρα που κυλά, ο χρόνος που δεν ξέρει αν τρέχει ή αν μένει στατικός για τον Θεό και τους σοφούς. Κι ύστερα η νύχτα, ο Πέτρος που είναι γιατρός, κι ύστερα «πού να σας πάω, δε γίνεται στο νοσοκομείο, θα γίνουν συλλήψεις», κι ύστερα το σπίτι της μες στο σκοτάδι, που θ’ ανάψει τα φώτα για να το κάνει φωτεινό και ζεστό, κι ύστερα εκείνο το αγόρι που συνέρχεται σιγά-σιγά και όλοι λένε πως είναι η χαμένη γενιά.

         Κι ύστερα,

         «η πορεία των άστρων που, είναι ή δεν είναι αέναη;» − ακόμη ρωτά...

         Κι ύστερα, τίποτε.

         Κοιμήσου!

         Αύριο, όλα!

         Κι ύστερα, αυτός: «Μα δεν υπάρχει αύριο! Δεν το γνωρίζετε αυτό κυρία; Όλα είναι σήμερα, όλα είναι τώρα, όλα είναι εδώ!»

 

 

 

 

 

 

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας

 

 

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

 

Υπνοβάτης, φτάνει στο σταθμό του μετρό. Δυο ζωές έχουν περάσει μέσα σε τέσσερα χρόνια από εκείνη τη μέρα.

         Το τηλέφωνο, πρώτα: «Κάτι συνέβη στον Άγγελο!»

         Κι εκείνη: «Ο Ορφέας; Ο Ορφέας μου; Ζει ο Ορφέας;»

         Πόσες ζωές θα της πάρει να ντραπεί και γι’ αυτό: Ο Άγγελος, ναι, αλλά όχι ο δικός μου Ορφέας!

         Πόσες φορές μπορείς να θρηνήσεις το ίδιο παιδί; Έμβρυο στην κοιλιά; Μια σταλιά σε κάποια θερμοκοιτίδα νοσοκομείου;

 

 

Είναι πέντε χρονών. Όλα τα άλλα παιδιά παίζουν έξω στο χιόνι. Φορά πιτζαμάκια μπλε, κρατά ένα άδειο παιδικό πιστόλι. Στην ανατολική τζαμαρία, όπως πάντα, με τη ροζ μυτίτσα κολλημένη στο τζάμι.

         «Μαμά, ένας χιονάνθρωπος, στη πλατεία! Μαμά! Έχουν βγει τα παιδιά. Μαμά; Μανούλα; Να πάω;»

         Αναγκάστηκε να εξασκηθεί στο «όχι» πάνω σ’ αυτό το παιδί − η Ράνια, η καταφατική Ράνια, που το «όχι» αγνοεί μια ζωή.

        «Έλα, στα δικά μας παιχνίδια εμείς! Τα βιβλία μας είναι εδώ. Να σου διαβάσω για έναν διάσημο χιονάνθρωπο που κλαίει;»

         «Ο χιονάνθρωπος που κλαίει είμαι εγώ!»

        Ακολουθεί τα γαλάζια του μάτια η Ράνια, τώρα, και κλαίει.

         «Τον σκότωσαν, μάνα, τ’ ακούς; Τον είδα να πυροβολεί εν ψυχρώ! Πώς θα αντέξω να ζήσω μ’ αυτό; Θα μπορούσα να ήμουν εγώ − μακάρι να ήμουν εγώ!  Εγώ φώναζα: ‘‘Γιατί, σας κάναμε κάτι;’’ Και τώρα εκείνος είναι νεκρός! Πώς θα αντέξω να ζω και να το ξέρω, μου λες;»

         Πεντάχρονο στο τζάμι, σχεδόν χθες − δεκάξι χρονών, στην αμήχανη αγκαλιά της να σπαράζει.

         «Δε φταις εσύ… δε φταις εσύ…»

         Από ένστικτο σχεδόν του το επαναλαμβάνει αυτό διαρκώς −  ολόσωστο μητρικό ένστικτο, θα της πει η ειδικός.

         Και τώρα, πού φταίει αυτή; Κι ο Ορφέας; Πού φταίει ο Ορφέας;

 

 

Ήταν φίλοι. Από μωρά παιδιά. Με τον Άγγελο είχαν μεγαλώσει μαζί. Παιχνίδι, σχολείο, όνειρα, μαζί στην εκδρομή, και κοινό μέλλον κάπου στο Λονδίνο. Κι αυτό το Σαββατοκύριακο, για ένα τουμπερλέκι, ο ένας νεκρός!

         «Κυρία Ράνια, Ρανιούλα, και γαμώ τα σουφλέ! Αλλά σαν τις μαντλέν σου...»

         «Ρε χάνο, σε εξαγοράζει με μία μαντλέν!»

         «Θα σας φτιάξω τώρα και μπισκοτάκια με μέλι, μπισκοτάκια βουτύρου!»

         Στα δεκαπέντε τους, κάνουν μαζί και το πρώτο ταξίδι στην Αστυπάλαια.

         «Τρώτε τίποτε;»

         «Καλά, δε βαρέθηκες ακόμη εσύ;»

         «Είναι καλός ο καιρός; Δεν πιστεύω να κολυμπάτε με κύμα!»

         «Ρανιούλα, δεν πάμε καλά!»

         «Να κοιμάστε, τ’ ακούς; Άγγελε, εσύ! Και να μην ξενυχτάτε πολύ!»

         «Κυρία Ρανιούλα, μεγαλώσαμε, δεν είμαστε πια παιδιά!»

         «Κυρά μου, όλα κι όλα, φιρί-φιρί το πας, δε θα σε ξαναπάρω!»

         Αλλά την έπαιρνε ο Άγγελος. Όπου κι αν ήταν! Έστω, κρυφά: «Ρανιούλα, όλα οκέι, ναι; Άντε τώρα, φιλιά!»

         Και τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια, σιωπή! Και ο Άγγελος, πουθενά! Από εκείνο το Σάββατο, ένας Άγγελος πια που σωπαίνει.

 

 

Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! Θα τον ψάξει μέσα στο πλήθος − ξεχωρίζει από μίλια το δικό της παιδί: το ’χει θρηνήσει νεκρό, το ’χει δει να  γεννιέται σαν σκουληκάκι μικρό, του ’χει ανοίξει τα δαχτυλάκια με το μπαμπάκι, και του ’χει διαβάσει δεκάδες φορές για εκείνον το χιονάνθρωπο που κλαίει.

         Που λιώνει και κλαίει όπως αυτή.

         «Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

         Τριγύρω της εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά.

         Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί… πόσα χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο ενός άλλου παιδιού… πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ τη δολοφονία του Καλτεζά;

         Δεκαοχτάχρονη έξω από το Πολυτεχνείο, και τα ποδήλατα να σκάνε πάνω και πλάι της· τα δακρυγόνα-σύννεφο μαύρο − «βάλε λεμόνι», «τρέξε, τώρα, τ’ ακούς;»
          Πόσα χρόνια από τότε που ήταν κι ο Φώτης μαζί −«χαζούλα, τρέξε και μας την πέσανε!»− και τώρα αυτή στην πλημμυρισμένη Αθήνα με πέντε μαντλέν… τόσο μόνη!

          «Σου φέρονται σαν σκουπίδι μέχρι να πεθάνεις» − πού το ’χει ακούσει αυτό;

         «Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει» − πόσες φορές δεν το επικαλέστηκε αυτό…

         «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και, εντούτοις, είναι ικανός για τα πάντα» − πόσες φορές δεν πιάστηκε απ’ αυτό…

         «Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ» − πόσες φορές; για πόσο αυτό;

         «Ξέρεις τι θα ήθελα να είμαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε! Ξέρεις, εκείνο το τραγούδι που λέει "Όταν πιάνεις κάποιον που ’ρχεται μέσα στη σίκαλη;”»

          Χριστούγεννα ήταν· κι ήταν αυτή που του το χάρισε αυτό. Και τώρα, ο δικός της Ορφέας σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο, φύλακας σε χιλιάδες πιτσιρίκια στο χείλος ενός γκρεμού.

         «Θέλω να πω, άμα τρέχουν και δεν βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θέλω να κάνω όλη μέρα. Θα ’μαι ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα.

Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα ’θελα να ’μαι στ’ αλήθεια».

          Της το ’πε! Πώς και δεν το πρόσεξε αυτό!

«Ήταν πέντε νέοι, κι όλοι τους περνούσαν την άσχημη ηλικία. Το μέλλον τους διαγραφόταν θολό, σαν μια έρημος γεμάτη αντικατοπτρισμούς, παγίδες και απέραντη μοναξιά».

Η επιστροφή του Νετσάγιεφ

Πώς δεν το πρόσεξε αυτό!

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

να διώξουμε τον τρόμο».

Δεν έχει τι άλλο να κάνει.

Η Ράνια ψάχνει…

 

 

 

 

 

 

Η Γυναίκα στον Δυτικό Καθρέφτη

 

 

Από άλλη αφετηρία, αλλά απ’ τον ίδιο σταθμό, χωρίς να το ξέρουν και δίχως να το καλοθυμούνται ότι έχουν και πάλι όλο και κάπου διασταυρωθεί, ξεκινάνε κι οι δυο. Επείγονται με τον ίδιο αγχωμένο τρόπο να φτάσουν εκεί που κάτι τις περιμένει, αλλά αγνοούν τι.

          Η πρώτη, παρακινούμενη από μια εσωτερική φωνή που την άκουσε τις προάλλες στο δρόμο από τα χείλη των παιδιών: «Στο δρόμο, στο δρόμο/ να διώξουμε τον τρόμο».

         Μόνο το φόβο του φόβου φοβάται, και τον ξορκίζει με κάθε τρόπο, σε κάθε λεπτό.

          Η άλλη, έχει στόχο συγκεκριμένο: Να βρει το γιο της. Στις κροτίδες, στο νέφος, σ’ αυτό τον κοπετό. Ακολουθεί τις φωνές κρατώντας σαν κομποσκοίνι στην τσάντα της πέντε μαντλέν.

          Περπατά και επαναλαμβάνει τα υλικά: Αυγά, βούτυρο, τυρί, αλεύρι… Δε θα ’ναι δύσκολο, σκέφτεται, να τον βρει.

         «Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία,

         εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία».

         Επείγεται να τον βρει. Θα πρέπει να του το πει ότι έχουν όλα πια ξεπουληθεί.

         Στο μυαλό της, καρφί, η τελευταία κραυγή: «Ο καναπές σου κλουβί!»

         Η εξώπορτα που κλείνει με κρότο. Εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο μπουφάν. Με τα μανίκια λειψά − πόσο μεγάλωσε τους δυο τελευταίους μήνες.

Λίπασμα λες ο θάνατος, σε μεγαλώνει θες δε θες!

         Ακίνητη σαν το άγαλμα, ή τη γυναίκα του Λωτ, είτε κοιτά μπρος, είτε πίσω εκείνη. Δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα ήταν η τελευταία φορά.

         Θα κάνω ταλιατέλες με σολομό που σ’ αρέσει, τ’ ακούς;

         Το τελευταίο που παίρνει τ’ αυτί της είναι κάτι σε «φυλακή».

         Εκείνο το βράδυ η Ράνια τις έκανε τις ταλιατέλες. Άναψε όλα τα φώτα, έβαλε τα σερβίτσια, έκανε κρέμα καραμελέ που του αρέσει και τον περίμενε μέχρι το πρωί.

         Η Βεατρίκη της το ’πε: «Δε θα ξανάρθει, δεν την μπορεί τη ζωή στο κλουβί».

         Της τηλεφώνησε μόνο μια φορά. Καλοκαίρι, ανήμερα του Αϊ-Λια − «άμα κλαις, θα κλείσω!» την απειλούσε· κι όλο: «Είμαι καλά, είμαι καλά…»

         «Τρως καθόλου; Κοιμάσαι;»

         «Θα πάψεις, επιτέλους, να φέρεσαι σαν μαμά;»

         Με ποιον τρόπο, θα ’θελε να του πει, μπορεί μια μαμά να μην είναι μαμά; Δεν πρόφτασε. Κι εκείνος, δυο χρόνια τώρα, δεν της ματάδωσε πια την ευκαιρία. Αλλά τώρα που θα τον βρει όλα θα του τα πει.

         Όμως, η Αρσινόη είναι εκείνη που απόψε θα τραβήξει τον κλήρο.

         Η Ράνια, μόλις δυο στενά παρακάτω, φωνάζει και ψάχνει, αλλά δε θα τους βρει.