Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Για την "Αρχιτεκτονική της ύπαρξης" γράφει η Πέρσα Κουμούτση

Τα «Άδεια δωμάτια» που μετονομάστηκαν σε «Αρχιτεκτονική της ύπαρξης» – 44 ποιήματα της Ελένης Γκίκα

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

δημοσιεύθηκε στο fractal

arxitektoniki«Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα, εκδ. «Καλέντη», σελ. 80

«Η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη».
Ο χρόνος και πάλι ο χρόνος. Αιώνιος και σύντομος ταυτοχρόνως, τετελεσμένος και άπειρος, πρωταγωνιστεί και σε τούτα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα μαζί με τη μνήμη, την επιστροφή δηλαδή στο παρελθόν και στο ασίγαστο πόθο της ‘αναβίωσης’ των προσώπων που άφησαν το αποτύπωμα τους σ’ αυτόν και έπειτα χάθηκαν, μέσα από ένα ποίημα, μέσα από την τέχνη. Γιατί, ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ακόμα κι όταν δεν τον ομολογεί; την ακατανίκητη αυτή κι απανταχού παρούσα επιθυμία που συχνά μεταφράζεται ως νοσταλγία;
Αλλά ο άυλος αυτός και μεγαλοπρεπής, όσο και τυραννικός δυνάστης, που καθορίζει τις ζωές μας, χωρίζει, απομακρύνει, που μεταβάλει, που φθείρει και ξεγελά, αλλά και λυτρώνει (ίσως μόνο όταν συγκατατεθείς μαζί του), μετενσαρκώνεται αυτή τη φορά σε χώρους, σε άδεια δωμάτια , γαλάζια, λευκά και μπλε δωμάτια, ιδίως μπλε, βαμμένα στο «μπλε των Βερβέρων, το μπλε του Κοβαλτίου», αλλά και σε πρεβάζια και κάδρα παραθύρων που πλαισιώνουν άδεια σκηνικά, ζωές που τέλειωσαν ή άδειασαν, θολές ή ακόμα και διαυγείς, διαυγέστατες αναμνήσεις, θάλασσες του νου και της ψυχής, φουρτούνες που παρήλθαν, αφήνοντας μας ωστόσο, συνθλιμμένους, μισοπνιγμένους ναυαγούς σε κάποια περιθώρια της ζωής- πολύ συχνά στην ίδια τη συναισθηματική μας απομόνωση, την ανυπαρξία που ενεδρεύει μετά από κάθε μεγάλη απώλεια. Και είναι μια βαριά αβασταγή αυτή που κρατά ο καθένας μέσα του, ένα φορτίο που πολύ συχνά την κουβαλά ως το τέλος του βίου, ή όπως μας λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια. «Δεμάτι που κουβαλά/ για τη δική του πυρά/ ως το τέλος.»
Και εν μέσω όλων αυτών δυο κυρίαρχες, δυο πρωταγωνιστικές μορφές, παρότι σχεδόν απρόσωπες : ένας πατέρας και ένας εραστής-σύντροφος- αγαπημένος. Κυριαρχούν σε όλο το φάσμα της ποιητικής διαδρομής, και αποτελούν τους κεντρικούς πυλώνες της ποιητικής της έμπνευσης. Δυο πρόσωπα που ‘εξαπάτησαν’ μέσω της ανέκκλητης φυγής, της απώλειας που επέρχεται με το τέλος, που συμβαίνει με το θάνατο. Η παρουσία-απουσία τους διατρέχει τους στίχους από την αρχή ως το τέλος, αποτελεί την κινητήρια δύναμη που κινεί τους μοχλούς της ποίησης της, ενώ οι ίδιοι σα δυο θολές-παρότι όχι σκοτεινές- φιγούρες, φορώντας εκείνα τα ανοιχτόχρωμα ρούχα με τα οποία τους αναγνώριζε, στέκονται σιωπηρές, μακριά ή κάπου στο βάθος του μυαλού της, μοιάζουν να δέχονται καρτερικά το παράπονο της, για την παθητικότητα και τη σιωπή τους για την προδοτική αν και όχι ηθελημένη άρνησή τους. Όλα εκείνα που δίνουν τροφή σε αυτή την έμμεση έκκληση της για τη δική τους επιστροφή, μια επίκληση σχεδόν που παραμονεύει πίσω από τους στίχους και συχνά γίνεται άηχη κραυγή που δυναμώνει. Άλλοτε πάλι τη συγχώρεση, την κατανόηση και την στωικότητά της απέναντι σε αυτή την ανέκκλητη συνθήκη. Αλλά εκείνη, παρόλα αυτά είναι φανερό ότι σε ένα βαθύτερο μέρος του εαυτού της συνεχίζει να τους αναζητεί στα λευκά γαλάζια και μπλε δωμάτια, στα λευκά κελιά της ψυχικής της μοναξιάς.
Η συγκλονιστική αυτή ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα, εκτός από την πανανθρώπινη διάσταση της – γιατί ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ποιος από εμάς δεν έχει αρθρώσει μια τέτοια σιωπηρή κραυγή,- μου θύμισε σε αρκετά σημεία της την ποίηση της Σύλβια Πλαθ, όχι μόνο ως προς την ευθραυστότητα και τη μελαγχολία που διατρέχει όλο το φάσμα του έργου, ή τα θέματα που πραγματεύεται και που κυριαρχούν και στη δική της ποίηση: όπως είναι η προδοσία ή απρόοπτη φυγή ενός αγαπημένου γονιού ή ενός αγαπημένου συντρόφου, αλλά συχνά ως προς το ύφος και τη φόρμα των ποιημάτων, απαλλαγμένη ωστόσο από την «αγριότητα» των εκφράσεων της αμερικανίδας ποιήτριας, τη σκοτεινότητα και τη εσωστρέφεια που κυριαρχεί στην ποίηση της, καθώς η προσηνής Ελένη, ακόμα κι αν δε θα μπορούσε ποτέ να συγχωρέσει τη μη επιστροφή των αγαπημένων της, τη διαχειρίζεται με μεγαλοσύνη, εγκαρτέρηση , κατανόηση και εν τέλει αποδοχή, εφόσον μπορεί να τη μεταπλάσει, τελικά, σε τέχνη.
Έτσι, αντικαθιστώντας το σκοτάδι της Πλαθ με το φως και χρώματα φωτεινά, και επιστρατεύοντας το τρίτο πρόσωπο στα περισσότερα, σαν να είναι και εκείνη «θεατής», κάνει αυτό το παράδοξο ταξίδι αποτίμηση ζωής, επανόδου, κάθαρσης και εν τέλει παραδοχής. Άλλωστε, όπως η ίδια αναφέρει σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής της «Οι λέξεις μας πρόδωσαν,/ ας διασωθούν τουλάχιστον τα χρώματα/ Κι ετούτο το δωμάτιο το γαλάζιο,/ σχεδία ας γίνει / αντέξει δεν αντέξει στον ωκεανό».
Αλλά στα αλήθεια ποιος από εμάς αποδέχεται, τελικά, το τετελεσμένο, ποιος αντέχει τη φωτιά της νοσταλγίας;
Με την ποιητική αυτή συλλογή η Ελένη Γκίκα επιστρέφει, όχι όμως για να μείνει στο παρελθόν, επιστρέφει μόνο για να το επισκεφτεί, να το μνημονεύσει, να το αφηγηθεί, να του αποδώσει φόρο τιμής. Να σπλαχνιστεί την αδυναμία του ‘φυγά’ ,να τον συγχωρέσει κι ας έχει αφήσει πίσω του τα ‘σπλάχνα ανοικτά’: « Φουρτούνα το πάθος/ φεύγει/ και σ” αφήνει/ μ” ανοιχτά σπλάχνα/ κι ούτε μαργαριτάρι ούτε κοράλλι/ μονάχα/ξεχασμένος/ θηλυκός αχινός./ Στα βράχια».

eleni_gika

Ελεγεία και ύμνος την ίδια στιγμή στην αγάπη, την αγάπη που αποχώρησε, αλλά που παραμένει να τροφοδοτεί τη μνήμη, την επιθυμία, τη χαρμολύπη και που φορά πάντα δυο πρόσωπα, εκείνη του πάθους, της λαχτάρας και εκείνη της αποδοχής και της συμφιλίωσης με την αποστέρηση των αγαπημένων προσώπων. Της πατρικής αγάπης που χάνεται, αλλά και του πρόωρα χαμένου συντρόφου. Και κυρίως της συνειδητοποίησης της ματαιότητας των πάντων, μπροστά σε μια τέτοια αλήθεια. Κι όλα αυτά έχουν αποδοθεί σε μια γλώσσα απλή, απέριττη, καθημερινή με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, χρωμάτων, εικόνων που, όπως με τους λεπτούς χειρισμούς τη ποιήτριας, τον ευαίσθητο και διακριτικό τρόπο με το οποίο αφήνει να αποκαλυφθεί η θλίψη της, γίνεται γλώσσα λυρική, στοχαστική, βιωματική και συνεπώς διεισδυτική και πανανθρώπινη. Ταυτίζεται κανείς με την ποίηση της Ελένης Γκίκα, βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στους στίχους της, συνδιαλέγεται μαζί τους αβίαστα, φυσικά γιατί, όπως υποστηρίζει και η ίδια, η ποίηση είναι σχέση. Σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη του.
Ας απολαύσουμε, λοιπόν, κάποια δείγματα της συλλογής της:
“O πατέρας μου, μια γερασμένη βελανιδιά”.
Ακούει τα βήματά του,
εκείνο το χαρακτηριστικό σούρσιμο
πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δωμάτιο
Σε λίγο, την ανάσα του
κοιμήθηκε, σκέφτεται,
βαριά.
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι
τα πάντα.
Εκείνος, ο πατέρας της,
μια γερασμένη βελανιδιά.
Κι αυτή,
η κόρη του,
ν” ακούει τα βήματα να θροίζουν
την ανάσα
στο δάσος του πουθενά
βαριά.
(από το «Στο δάσος του Πουθενά»)
Μαζί δεν θα ‘ρθουμε ποτέ
σε τούτο το ξενοδοχείο
Μόνη μου θα ’ρχομαι
τάχα μου στο δωμάτιο
το θεραπευτικό
Να βλέπω την ανατολή πίσω απ”
το βράχο
τον ήλιο να καίει
τ” αρχαία σπαρτά
μπλαβής να δύει
μ” εμένα
στην ίδια καρέκλα ακριβώς
σταυρωμένη.
(«Δωμάτιο ίδιο»)
Η αρχική λύση
Ξύπνησα κι ήταν χθες*
πώς γίνεται;
όλοι βαδίζουν μπροστά
κι εγώ πίσω.
Αν φτάσω στην αρχή,
όλα τα έμαθα,
από παιδί επέμενες
πώς η δική μου εξίσωση
βρίσκεται στην αρχή,
γι” αυτό και όλο επιστρέφω
από νύχτα σε νύχτα.
Να σε φτάσω, θες.
Άδεια παράθυρα
Φορά εκείνο το γαλάζιο*
μ” αυτό τον γνώρισε
μ” αυτό αποφοίτησε
όσα όνειρα έκανε
τα έκανε μ” αυτό
Κοιτάζει ακόμα το βουνό της
στις πιο μεγάλες αντάρες
γίνεται θάλασσα
στα ίδια παράθυρα
καρφωμένη από παιδί,
δεν μπορεί,
αυτό από μόνο του
είναι μια σιγουριά
η σιγουριά της.
(περιμένοντας την Πέρσα)
Μάτια γαλάζια, καθαρά
Μόνο τα μάτια σου μού λείψανε
μάτια γαλάζια, καθαρά
Δεν είπαν ψέματα ποτέ
την ίδια ώρα που
όλος ένα ψέμα ήσουν.
Ένα κομμάτι θάλασσας.
Τώρα
καταδικάστηκα
στη στεριά
Κι ούτε μια φέτα ουρανός
Σε μια γενιά αντιπαροχής
δίνω γαλάζιο
για ένα τετραγωνικό τσιμεντένιας σιγουριάς
Αλλά τα μάτια σου
μου είπαν την αλήθεια,
ούτε λόγος!
Κι είμαι ακόμα
νοτισμένη
απ” την πλημμύρα τους.
Νομίζεις πώς αντέχω
σ” άνυδρη ξηρά;
Ύπνος στο μπλε δωμάτιο
Μετράει τον χρόνο
και δεν της βγαίνει
πότε γεννήθηκε
πότε γονάτισε
πότε αγάπησε
για πότε θρήνησε
σε ποιο δωμάτιο
ποια μέρα
μήνα
ποια χρονιά
Σεντόνι
και τα σκεπάζει όλα*
το μούχρωμα
μόνο να γίνει νύχτα
στο μπλε δωμάτιο
Επιτέλους
να πέσει, θέλει,
να κοιμηθεί.
Είπε «κοιμήθηκε»*
Από ύπνο σε ύπνο*
αυτό την έσωσε.
Είπε «κοιμήθηκε»
κι ύστερα ακούμπησε το
κεφάλι της στο μαξιλάρι
που ακουμπούσε το κεφάλι του.
Στον τοίχο
τα δαχτυλικά του αποτυπώματα
αόρατα
για τους πολλούς
σαν την ανάσα του*
«νεκρή» στο μαξιλάρι
Όμως εκείνη την ακούει*
αεράκι
τα μεσημέρια
και την αισθάνεται
στο πρόσωπο.
Στην άκρη του χρόνου
Μι” άδεια καρέκλα
η καρέκλα του
κι η ίδια ξαπλωμένη τώρα
στο ντιβάνι
Στο μπλε του χαλιού
στον τοίχο
στο ταβάνι
η ανάσα του
Ψίθυρος- όνειρο
κάθε βράδυ
στο ίδιο μαξιλάρι
«πάντα ο μπαμπάς μου θα είσαι;»
τον ρωτά
«ναι» της γνέφει
καθησυχαστικά
από την άλλη άκρη του χρόνου.
Ονειρεύεται τη ζωή της
Ολόκληρος
μια πλάτη που
χάνεται στη στροφή
Κι ούτε η αφή της
ούτε η ανάμνηση
θα τον γυρίσει
Φεύγει και χάνεται
αλλ” όμως κάποτε
υπήρξε ζωή
«η ζωή της»
Ακόμα και τώρα
έτσι όταν τον σκέφτεται
τον αποκαλεί
Τον υπόλοιπο χρόνο εκείνη
απλώς ονειρεύεται πως ζει.
Δωμάτιο- Τέλος
και τώρα;
εκείνη κι η ιστορία της
έξω και μέσα 
ταυτοχρόνως
απ” το ποίημα
Το καλάθι της ματαιότητας
Άγχη και φόβοι
δισταγμοί και θυμοί
διλήμματα, επιθυμίες
γέλια και κλάματα,
φασαρία και μέριμνα
καθημερινή
στο καλάθι της ματαιότητας
πάντα
Στην ύστατη ώρα
όταν το τίποτα
γίνεται το αντίθετο*
τα πάντα
το τέλος
και η αρχή*
γίνεται
όλα.
μουσικό κουτί
δερβίσης και
χάθηκα
στην τελευταία περιστροφή
Πρίμα μπαλαρίνα
Δεν υπάρχω, είπα
και έγινα
αιώνια επιστροφή
Στον κήπο του παντός
και στο δωμάτιο που
επιτέλους ξύπνησα
ο Κανένας