PROUST QUESTIONNAIRE
Ελένη Γκίκα
H συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ λίγο μετά την κυκλοφορία του δωδέκατου μυθιστορήματός της.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΑΝΔΡΙΚΑΚΗ (Lifo)
Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης;
Εκείνος που κάνει ένα βιβλίο να αναπνέει. Αναγνωρίζει τη δική του εκδοχή, αντικρίζει ολόκληρη Σαχάρα σε έναν κόκκο άμμου κι εκείνο που θέλεις να πεις σε κάθε σου γραμμή.
Τι κάνετε τα βιβλία που δεν σας αρέσουν;
Μπορεί να μ' αρέσουν αύριο. Τα σέβομαι τα βιβλία (και τον κόπο του άλλου).
Έχετε μια συγκεκριμένη ρουτίνα στη συγγραφή κειμένων;
Η ρουτίνα, προς Θεού, μακριά από τη δική μου ζωή! Θέλω να με εκπλήσσουν όλα τα κείμενα, και τα δικά μου ακόμα πιο πολύ.
Έχετε μια ιεροτελεστία όταν γράφετε;
Πρώτη γραφή, πάντοτε σε ωραία τετράδια με συγκεκριμένο μολύβι, και πάντοτε με το χέρι. Τα πάντα παίζονται στην πρώτη γραμμή, σαν να ακολουθείς τη μουσική ή να τραβάς την κλωστή του κειμένου. Κι ύστερα, η κάθε ιστορία θέλει τη θέση της. Συγκεκριμένη πολυθρόνα (παλιότερα, πάντα, δωμάτια ξενοδοχείου), το ίδιο παράθυρο με θέα εκείνο τον δρόμο στο βουνό.
Πίνετε ή τρώτε καθώς γράφετε;
Ούτε καν ακούω μουσική. Κάποιες φορές με πιάνω να... μιλώ μόνη μου.
Ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη;
Ευλογία. Λυγμός. (Κάνει δύο;)
Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε στο τελευταίο σας βιβλίο;
Υπήρξε από κάθε άποψη μεγάλη έκπληξη για μένα και από εκδοτική άποψη, και πολύ τυχερό. Δεν μου ανήκει πια για να το αλλάξω. Αν αρχίσω κάτι τέτοιο, χάθηκα. Στο μεταξύ, έχω αλλάξει κι εγώ.
Πώς προκύπτουν τα ονόματα των ηρώων σας;
Τα διεκδικεί η ιστορία (και ο ήρωας).
Ποιες είναι οι λογοτεχνικές επιρροές σας;
Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι και ξερό ψωμί.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας, τι θα ήσασταν;
Μουσικός ή ζωγράφος. Προδίδεται η αλήθεια λιγότερο, είναι πιο κοντά στον Θεό.
Τι θα αλλάζατε στον τρόπο γραφή σας;
Θα ήθελα να φτάσει εκείνη η στιγμή που να τα πω τόσο απλά και κρυστάλλινα, σαν παιδί.
Τι θα αλλάζατε στον εαυτό σας;
Την απόγνωση. Είμαι φύσει, αλλά όχι θέσει, μελαγχολική. Και το βρίσκω αυτό σκανδαλώδες για το διαρκές θαύμα της ζωής.
Πώς χαλαρώνετε;
Διαβάζοντας και γράφοντας. Κάνοντας περιπά- τους στο βουνό που είναι δίπλα μου. Όπως αντιλαμβάνεστε, μάλλον είμαι διαρκώς... χαλαρή.
Με ποιον θα θέλατε να παγιδευτείτε σε ένα ασανσέρ;
Με τον φύλακα- αγγέλό μου, αλλά να μπορώ να τον δω.
Ποιο βιβλίο θα θέλατε να διαβάσετε;
Όσα αγάπησα (το κάνω συχνά) και όσα δεν διάβασα σωστά γιατί δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.
Ποιο βιβλίο έχετε πει ψέματα πως έχετε διαβάσει;
Της Γεωγραφίας στο σχολείο (γιατί η μαμά μου ήξερε απ' έξω πόλεις, ποτάμια και βουνά). Τώρα, βεβαίως, μετανιώνω οικτρά. Προσπαθώ να επανορθώσω στα ταξίδια.
Πώς προέκυψε η ιδέα του τελευταίου σας βιβλίου.
Από τη Θυσία του Ταρκόφσκι. Με τον βουβό καθηγητή που θέλει να σώσει τον κόσμο και τον Όττο, τον ταχυδρόμο, να μιλά τόσο παρηγορητικά για την Αιώνια Επιστροφή. Και από μια υπόνοια πως ό,τι αξίζει και αγαπήσαμε πολύ δεν γίνεται παρά να βρίσκει κάποιον τρόπο, κάποτε, και να επιστρέφει.
Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011
Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011
Στενεύει η αγάπη, άραγε?
ΕΡΑΣΤΗΣ ΣΚΥΛΟΣ
Ήταν γραπωμένος στη φούστα της
διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία
μάτια πιστά, εξαρτημένα
μ' όλη την πίκρα της ανάγκης του.
Αυτή το Φως,
Αυτή, Νερό
Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του'
μια λαιμαργία υπαρξιακή
γι' αυτό το πεταμένο κόκαλό της
για ένα της κόκαλο
δαντέλα έγινε στη φούστα της
κι αυτή να επιμένει
“στενός κορσές” πως είναι.
Στενεύει η αγάπη, άραγε;
Τη σκέψη της να φύγει
την κατάλαβε από τον κυματισμό
τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα
σαν να σφύριξε ούριος άνεμος
τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί
να βολοδέρνει.
Και αυτή γυμνή
ούτε το ύφασμα
ούτε και το παράσιτο,
αυτά τα πιστά μαύρα
αναγκεμένα μάτια
σαν του δαρμένου σκύλου.
Το γράμμα που λείπει, “Άγκυρα”
Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Τα ποιήματα του 2009” της Κοινωνίας των (δε)κάτων, σε επιλογή- επιμέλεια της Μαρίας Κυρτζάκη και της Παυλίνας Παμπούδη, εξαιρετικές ποιήτριες και με τιμά η επιλογή τους η οποία ήταν και ένα ξάφνιασμα για μένα. Το ποίημα ήταν από ποιητική συλλογή στα προσεχώς, και το έβαλα στο Γράμμα που λείπει, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή. Μόνο σε μένα αρέσει, και μ' αρέσει πολύ. Ήταν ένα ποίημα από τις... “Σοκολάτες”, έτσι την έλεγα την συλλογή για να παρηγορηθώ όταν έπρεπε να κόψω τις σοκολάτες, αλλά ούτε τις σοκολάτες έκοψα ούτε και τον τίτλο κράτησα, επικρατέστερος για την ώρα “Η γυναίκα με τις μάσκες” (εντάξει και... Σοκολάτες). Και μάλλον αυτός θα είναι, δεν αλλάζω τίτλο εύκολα, στους τίτλους είμαι λιγάκι... εμμονική. (Και όχι μόνον).
ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Το γράμμα που λείπει
γεύση από λύπη
αφή που χάθηκε
αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν
κι ούτε δαχτυλικό αποτύπωμα πια
στη ζωή μου απ' το κορμί σου
μονάχα μια εξορία- ξενιτιά
κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη
Κι όμως κάποτε πέρασε απ' τη ζωή μου η ηδονή
κι είχε το πρόσωπό σου
Κάποτε είχα σώμα, ψυχή
πέρασες και το πήρες φεύγοντας
κι εκεί που ήταν κάποτε
χέρια, πόδια και στήθη
τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι.
Αλήθεια αν ξαναρχόσουν
πώς θα σε γνωρίσω;
Δημοσιεύθηκε στο “Ποιητικό ημερολόγιο 2011” (Εκδ. Ιωλκός) για το Σάββατο 14ης Μαίου). Επίσης, από το “Γράμμα που λείπει”). Και ευχαριστώ τον Γιάννη Κορίδη και τον Γιάννη Πλαχούρη θερμά.
Ήταν γραπωμένος στη φούστα της
διέκρινε στα μαύρα μάτια του όλη την αγωνία
μάτια πιστά, εξαρτημένα
μ' όλη την πίκρα της ανάγκης του.
Αυτή το Φως,
Αυτή, Νερό
Αυτή, η αρχέγονη Πείνα του'
μια λαιμαργία υπαρξιακή
γι' αυτό το πεταμένο κόκαλό της
για ένα της κόκαλο
δαντέλα έγινε στη φούστα της
κι αυτή να επιμένει
“στενός κορσές” πως είναι.
Στενεύει η αγάπη, άραγε;
Τη σκέψη της να φύγει
την κατάλαβε από τον κυματισμό
τη μύρισε στην μπροστινή της πιέτα
σαν να σφύριξε ούριος άνεμος
τώρα θα τον αφήσει με τη φούστα σαν πανί
να βολοδέρνει.
Και αυτή γυμνή
ούτε το ύφασμα
ούτε και το παράσιτο,
αυτά τα πιστά μαύρα
αναγκεμένα μάτια
σαν του δαρμένου σκύλου.
Το γράμμα που λείπει, “Άγκυρα”
Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Τα ποιήματα του 2009” της Κοινωνίας των (δε)κάτων, σε επιλογή- επιμέλεια της Μαρίας Κυρτζάκη και της Παυλίνας Παμπούδη, εξαιρετικές ποιήτριες και με τιμά η επιλογή τους η οποία ήταν και ένα ξάφνιασμα για μένα. Το ποίημα ήταν από ποιητική συλλογή στα προσεχώς, και το έβαλα στο Γράμμα που λείπει, κυριολεκτικά, την τελευταία στιγμή. Μόνο σε μένα αρέσει, και μ' αρέσει πολύ. Ήταν ένα ποίημα από τις... “Σοκολάτες”, έτσι την έλεγα την συλλογή για να παρηγορηθώ όταν έπρεπε να κόψω τις σοκολάτες, αλλά ούτε τις σοκολάτες έκοψα ούτε και τον τίτλο κράτησα, επικρατέστερος για την ώρα “Η γυναίκα με τις μάσκες” (εντάξει και... Σοκολάτες). Και μάλλον αυτός θα είναι, δεν αλλάζω τίτλο εύκολα, στους τίτλους είμαι λιγάκι... εμμονική. (Και όχι μόνον).
ΡΩΓΜΕΣ ΣΕ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ
Το γράμμα που λείπει
γεύση από λύπη
αφή που χάθηκε
αφού οι ρώγες στα δάχτυλα κάηκαν
κι ούτε δαχτυλικό αποτύπωμα πια
στη ζωή μου απ' το κορμί σου
μονάχα μια εξορία- ξενιτιά
κι ο πόνος, ακαθόριστη οδύνη
Κι όμως κάποτε πέρασε απ' τη ζωή μου η ηδονή
κι είχε το πρόσωπό σου
Κάποτε είχα σώμα, ψυχή
πέρασες και το πήρες φεύγοντας
κι εκεί που ήταν κάποτε
χέρια, πόδια και στήθη
τώρα μόνον ρωγμές πια και μυικοί πόνοι.
Αλήθεια αν ξαναρχόσουν
πώς θα σε γνωρίσω;
Δημοσιεύθηκε στο “Ποιητικό ημερολόγιο 2011” (Εκδ. Ιωλκός) για το Σάββατο 14ης Μαίου). Επίσης, από το “Γράμμα που λείπει”). Και ευχαριστώ τον Γιάννη Κορίδη και τον Γιάννη Πλαχούρη θερμά.
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011
Το αιώνιο της στιγμής
Από τη συνέντευξη στην κυρία Αγγελική Μπομπούλα (Ελεύθερος Τύπος)
Ποια είναι για σας η υπέρβαση στον λογοτεχνία στο σήμερα; Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας εμμονές και η πρόταση που καταθέτετε μέσα από το έργο σας;
Η ίδια υπέρβαση που καλούμαστε να κάνουμε και στη ζωή. Να επαναφέρουμε στην τέχνη και στην καθημερινότητά μας, τα βασικά και τα ουσιαστικά που χάσαμε και ξεχάσαμε, και πάλι στο προσκήνιο. Να επανεξετάσουμε τα δεδομένα και αυτονόητα, να ξαναβρούν οι λέξεις τη σάρκα και το αίμα τους. Στα μεγάλα λόγια έχει το παν ξοδευτεί.
Εμμονές μου ήταν και παραμένουν οι ενοχές και η επιθυμία. Ο κρυφός μηχανισμός της γλώσσας και της ζωής. Το ανείπωτο και το ανίδωτο που μας καθορίζει.
Τι πραγματεύεται το νέο σας βιβλίο “Αιώνια επιστροφή”;
Το αιώνιο που εμπεριέχει η στιγμή. Αν μου ζητούσατε να σας το πω με μια φράση. Μια γυναίκα που είναι κυριολεκτικά χτισμένη μεσ' στα βιβλία, συναντά κάποια στιγμή ένα νεαρό ζευγάρι που ούτε καν το προσέχει στο σινεμά. Συγκεκριμένα στον “Στάλκερ” του Ταρκόφσκι που μας μιλά για τη Ζώνη των Επιθυμιών. Οι τρεις ήρωες θα ξαναβρεθούν, θέλουν δεν θέλουν, πάλι και πάλι, θα αλλάξουν με το παρόν τους και με τη στάση τους, αυτό που θεωρούσαν παρελθόν, την ίδια την αντίληψη της ζωής. Καθοριστικό ρόλο παίζουν και πάλι οι συγγραφείς και τα βιβλία (εκδότρια η βασική ηρωίδα), και η “Θυσία” του Ταρκόφσκι, με τον βουβό Καθηγητή που θυσιάζει τον Λόγο για να σώσει τον κόσμο, τον Όττο τον ταχυδρόμο που μας μιλά για την νιτσεική “αιώνια επιστροφή”.
Η ζωή με το νόημά της, ο έρωτας και το σώμα, ο θάνατος και το αεί υπάρχον, στο κόκκινο. Εάν δεν αγγίξεις τα όρια, αρνείται να σου αποκαλυφτεί ο μέγας άγνωστος εαυτός σου και ο βασικός πυρήνας της ζωής. Αβρόχοις ποσί, όχι... ψάρι δεν πιάνεις, αλλά αγνοείς και την ίδια την θάλασσα, στη τελική.
Γράφτηκε για το βιβλίο σας πως “η εγκεφαλικότητα της γραφής έχει υποχωρήσει μπροστά στην ωμότητα του ερωτικού πάθους”, Ποιο είναι το σημείο συνάντησης ζωής και λογοτεχνίας;
Γεγονός είναι ότι είμαι λιγάκι της... εσωτερικής μουρμούρας, αλλά έτσι έχω μεγαλώσει και ίσως θα πρέπει και να το αποδεχτώ, έτσι έχω φτιαχτεί. Λογοτεχνία και ζωή ήταν για μένα από παιδάκι το ίδιο πράγμα, συγγενής μου η... Καρένινα και ο Μίσκιν, και η Αλίκη μαζί μου στην... τρύπα του κουνελιού. Αλλά ό,τι έχω γράψει διαθέτει και την αλήθεια μου. Και από δικής μου πλευράς, νομίζω, πάντοτε σωματικά, σχεδόν... ωμά. Εξάλλου αυτό είναι και η βασική μου επιδίωξη: μια γλώσσα σωματική, όλα τα άλλα, πάει, ξοδεύτηκαν! Μακάρι να μπορούσα να τα πω με σύμβολα, με γεύση και πάνω απ' όλα με.. αφή. Αυτό και προσπάθησα. Μια ιστορία δια της... αφής. Που άλλοτε τραυματίζει κι άλλοτε χαιδεύει. Μπα, θαρρώ πάντα παραήμουν... σωματική.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Οι απαντήσεις μου στη συνέντευξη της Κυρίας Αγγελικής Μπομπούλα, στον Ελεύθερο Τύπο, την οποία και ολόθερμα ευχαριστώ
Ποια είναι για σας η υπέρβαση στον λογοτεχνία στο σήμερα; Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας εμμονές και η πρόταση που καταθέτετε μέσα από το έργο σας;
Η ίδια υπέρβαση που καλούμαστε να κάνουμε και στη ζωή. Να επαναφέρουμε στην τέχνη και στην καθημερινότητά μας, τα βασικά και τα ουσιαστικά που χάσαμε και ξεχάσαμε, και πάλι στο προσκήνιο. Να επανεξετάσουμε τα δεδομένα και αυτονόητα, να ξαναβρούν οι λέξεις τη σάρκα και το αίμα τους. Στα μεγάλα λόγια έχει το παν ξοδευτεί.
Εμμονές μου ήταν και παραμένουν οι ενοχές και η επιθυμία. Ο κρυφός μηχανισμός της γλώσσας και της ζωής. Το ανείπωτο και το ανίδωτο που μας καθορίζει.
Τι πραγματεύεται το νέο σας βιβλίο “Αιώνια επιστροφή”;
Το αιώνιο που εμπεριέχει η στιγμή. Αν μου ζητούσατε να σας το πω με μια φράση. Μια γυναίκα που είναι κυριολεκτικά χτισμένη μεσ' στα βιβλία, συναντά κάποια στιγμή ένα νεαρό ζευγάρι που ούτε καν το προσέχει στο σινεμά. Συγκεκριμένα στον “Στάλκερ” του Ταρκόφσκι που μας μιλά για τη Ζώνη των Επιθυμιών. Οι τρεις ήρωες θα ξαναβρεθούν, θέλουν δεν θέλουν, πάλι και πάλι, θα αλλάξουν με το παρόν τους και με τη στάση τους, αυτό που θεωρούσαν παρελθόν, την ίδια την αντίληψη της ζωής. Καθοριστικό ρόλο παίζουν και πάλι οι συγγραφείς και τα βιβλία (εκδότρια η βασική ηρωίδα), και η “Θυσία” του Ταρκόφσκι, με τον βουβό Καθηγητή που θυσιάζει τον Λόγο για να σώσει τον κόσμο, τον Όττο τον ταχυδρόμο που μας μιλά για την νιτσεική “αιώνια επιστροφή”.
Η ζωή με το νόημά της, ο έρωτας και το σώμα, ο θάνατος και το αεί υπάρχον, στο κόκκινο. Εάν δεν αγγίξεις τα όρια, αρνείται να σου αποκαλυφτεί ο μέγας άγνωστος εαυτός σου και ο βασικός πυρήνας της ζωής. Αβρόχοις ποσί, όχι... ψάρι δεν πιάνεις, αλλά αγνοείς και την ίδια την θάλασσα, στη τελική.
Γράφτηκε για το βιβλίο σας πως “η εγκεφαλικότητα της γραφής έχει υποχωρήσει μπροστά στην ωμότητα του ερωτικού πάθους”, Ποιο είναι το σημείο συνάντησης ζωής και λογοτεχνίας;
Γεγονός είναι ότι είμαι λιγάκι της... εσωτερικής μουρμούρας, αλλά έτσι έχω μεγαλώσει και ίσως θα πρέπει και να το αποδεχτώ, έτσι έχω φτιαχτεί. Λογοτεχνία και ζωή ήταν για μένα από παιδάκι το ίδιο πράγμα, συγγενής μου η... Καρένινα και ο Μίσκιν, και η Αλίκη μαζί μου στην... τρύπα του κουνελιού. Αλλά ό,τι έχω γράψει διαθέτει και την αλήθεια μου. Και από δικής μου πλευράς, νομίζω, πάντοτε σωματικά, σχεδόν... ωμά. Εξάλλου αυτό είναι και η βασική μου επιδίωξη: μια γλώσσα σωματική, όλα τα άλλα, πάει, ξοδεύτηκαν! Μακάρι να μπορούσα να τα πω με σύμβολα, με γεύση και πάνω απ' όλα με.. αφή. Αυτό και προσπάθησα. Μια ιστορία δια της... αφής. Που άλλοτε τραυματίζει κι άλλοτε χαιδεύει. Μπα, θαρρώ πάντα παραήμουν... σωματική.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Οι απαντήσεις μου στη συνέντευξη της Κυρίας Αγγελικής Μπομπούλα, στον Ελεύθερο Τύπο, την οποία και ολόθερμα ευχαριστώ
Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011
Τα πρόσωπα - μάσκες ή οι μάσκες πίσω από τα πρόσωπα...
Για την “Αιώνια Επιστροφή” από τον Δημήτρη Καρύδα
Η ’’Αιώνια επιστροφή’’, το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, θα μπορούσε κάλλιστα για εντελώς διαφορετικούς λόγους να τιτλοφορείται μονολεκτικά: Μεταστροφή. Για όσους έχουν εντρυφήσει στις δουλειές της Ελένης Γκίκα (όσο και αν αυτό είναι πρακτικά δύσκολο λόγω του όγκου δημιουργίας της) η Αιώνια Επιστροφή αποτελεί μια μικρή αλλά εντυπωσιακή έκπληξη. Είναι ουσιαστικά το πρώτο ’’εξωστρεφές’’ βιβλίο της δημιουργού με θέμα την τρομοκρατία. Θέμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα της Γκίκα που καταπιάνεται με την τρομοκρατία, όχι μόνο με τη μορφή που τη γνωρίζουμε από τα δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά κυρίως με τη συναισθηματική-ερωτική τρομοκρατία. Με σχέσεις που ακροβατούν στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάνε σε πολλές περιπτώσεις) η Γκίκα ασυνήθιστα τολμηρή για την θεματολογία της μοιάζει να εγκαινιάζει μια καινούργια περίοδο δημιουργίας, χωρίς παράλληλα να διστάζει μπροστά στο συγγραφικό μονοπάτι που επέλεξε αυτή τη φορά. Οι φόβοι, τα άγχη, τα πρόσωπα ’’μάσκες’’ ή οι μάσκες πίσω από τα πρόσωπα, ο εντός μας κόσμος ήταν πάντοτε η αγαπημένη θεματολογία της Ελένης. Δεν την προδίδει ούτε αυτή τη φορά μόνο που αλλάζει εντυπωσιακά τη μανιέρα του κειμένου της. Ακόμη και το όχι πρωτότυπο αλλά εξαιρετικά επιτυχημένο στη χρήση του εύρημα της αντίστροφης αφήγησης, με τη γραμμή του χρόνου και των γεγονότων να μετράει αντίστροφα. Οι απόντες που γίνονται παρόντες, ζουν σε ενεστώτα χρόνο, μέσα από σημάδια και μύχιες επιθυμίες. Η Γκίκα παίζει ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια αφού προσδοκίες και ημιτελείς σχέσεις αποτελούν ουσιαστικά την αφορμή για να διηγηθεί μια διαφορετική ιστορία, να αναδομήσει τους ήρωες της αλλά και να μας παρουσιάσει ένα τέλειο ψυχογράφημα. Διότι σε κάθε περίπτωση όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση ενός τρομοκρατικού υποσυνείδητου. Και τούτη τη φορά στη γραφή της Ελένης όλα είναι εκεί, φανερά, ηχηρά και όχι υποδόρια, χαμηλόφωνα. Τουλάχιστον για όσους διαβάσουν μια φορά το βιβλίο. Εκείνοι που θα αποκτήσουν την πολυτέλεια της δεύτερης ανάγνωσης θα δουν ένα νέο κόσμο να ξεπετάγεται επιμελώς κρυμμένο σε όσους απλά διαβάζουν και δεν εμβαθύνουν. Η Γκίκα δεν ήταν ποτέ εύκολη ’’μασημένη τροφή’’ για τον αναγνώστη της. Είναι εδώ πάντως και αυτή τη φορά και τα συναντάμε όπως σε κάθε ένα από τα προηγούμενα βιβλία της: Ο ποιητικός λόγος και οι λογοτεχνικές επιρροές είναι πάντοτε στην πρώτη γραμμή μόνο που αυτή τη φορά δένουν αρμονικά και με την πλοκή ενός βιβλίου που χρειάζεται σίγουρα πάνω από μια ανάγνωση. Συστήνεται σε αφοσιωμένους αναγνώστες που έχουν μάθει να μελετάνε και να διαβάζουν και πίσω από τις γραμμές. Στη σκοτεινή πλευρά των ηρώων της Ελένης που καραδοκούν φόβοι, ερωτικά πάθη και φοβίες. Σαν ένα μουσικό κουτί που το ανοίγεις όχι για να καταλήξεις στο απόλυτο κενό αλλά στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Δημήτρης Καρύδας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας και φίλος μου. Όλα αυτά στο εξαιρετικό και το... υπερθετικό.
Η ’’Αιώνια επιστροφή’’, το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, θα μπορούσε κάλλιστα για εντελώς διαφορετικούς λόγους να τιτλοφορείται μονολεκτικά: Μεταστροφή. Για όσους έχουν εντρυφήσει στις δουλειές της Ελένης Γκίκα (όσο και αν αυτό είναι πρακτικά δύσκολο λόγω του όγκου δημιουργίας της) η Αιώνια Επιστροφή αποτελεί μια μικρή αλλά εντυπωσιακή έκπληξη. Είναι ουσιαστικά το πρώτο ’’εξωστρεφές’’ βιβλίο της δημιουργού με θέμα την τρομοκρατία. Θέμα ασυνήθιστο για τα δεδομένα της Γκίκα που καταπιάνεται με την τρομοκρατία, όχι μόνο με τη μορφή που τη γνωρίζουμε από τα δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά κυρίως με τη συναισθηματική-ερωτική τρομοκρατία. Με σχέσεις που ακροβατούν στα όρια (αν δεν τα ξεπερνάνε σε πολλές περιπτώσεις) η Γκίκα ασυνήθιστα τολμηρή για την θεματολογία της μοιάζει να εγκαινιάζει μια καινούργια περίοδο δημιουργίας, χωρίς παράλληλα να διστάζει μπροστά στο συγγραφικό μονοπάτι που επέλεξε αυτή τη φορά. Οι φόβοι, τα άγχη, τα πρόσωπα ’’μάσκες’’ ή οι μάσκες πίσω από τα πρόσωπα, ο εντός μας κόσμος ήταν πάντοτε η αγαπημένη θεματολογία της Ελένης. Δεν την προδίδει ούτε αυτή τη φορά μόνο που αλλάζει εντυπωσιακά τη μανιέρα του κειμένου της. Ακόμη και το όχι πρωτότυπο αλλά εξαιρετικά επιτυχημένο στη χρήση του εύρημα της αντίστροφης αφήγησης, με τη γραμμή του χρόνου και των γεγονότων να μετράει αντίστροφα. Οι απόντες που γίνονται παρόντες, ζουν σε ενεστώτα χρόνο, μέσα από σημάδια και μύχιες επιθυμίες. Η Γκίκα παίζει ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια αφού προσδοκίες και ημιτελείς σχέσεις αποτελούν ουσιαστικά την αφορμή για να διηγηθεί μια διαφορετική ιστορία, να αναδομήσει τους ήρωες της αλλά και να μας παρουσιάσει ένα τέλειο ψυχογράφημα. Διότι σε κάθε περίπτωση όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση ενός τρομοκρατικού υποσυνείδητου. Και τούτη τη φορά στη γραφή της Ελένης όλα είναι εκεί, φανερά, ηχηρά και όχι υποδόρια, χαμηλόφωνα. Τουλάχιστον για όσους διαβάσουν μια φορά το βιβλίο. Εκείνοι που θα αποκτήσουν την πολυτέλεια της δεύτερης ανάγνωσης θα δουν ένα νέο κόσμο να ξεπετάγεται επιμελώς κρυμμένο σε όσους απλά διαβάζουν και δεν εμβαθύνουν. Η Γκίκα δεν ήταν ποτέ εύκολη ’’μασημένη τροφή’’ για τον αναγνώστη της. Είναι εδώ πάντως και αυτή τη φορά και τα συναντάμε όπως σε κάθε ένα από τα προηγούμενα βιβλία της: Ο ποιητικός λόγος και οι λογοτεχνικές επιρροές είναι πάντοτε στην πρώτη γραμμή μόνο που αυτή τη φορά δένουν αρμονικά και με την πλοκή ενός βιβλίου που χρειάζεται σίγουρα πάνω από μια ανάγνωση. Συστήνεται σε αφοσιωμένους αναγνώστες που έχουν μάθει να μελετάνε και να διαβάζουν και πίσω από τις γραμμές. Στη σκοτεινή πλευρά των ηρώων της Ελένης που καραδοκούν φόβοι, ερωτικά πάθη και φοβίες. Σαν ένα μουσικό κουτί που το ανοίγεις όχι για να καταλήξεις στο απόλυτο κενό αλλά στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Δημήτρης Καρύδας είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας και φίλος μου. Όλα αυτά στο εξαιρετικό και το... υπερθετικό.
Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011
Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο.
Μια ιστορία είναι μόνο. Η ιστορία σου. Η ιστορία μου.
«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι»
«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντζ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Άσια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του.- Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα Γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ» (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι:
«Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας./ Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω/ την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε,/ την έκπληκτη χαρά σου…»
Κι εκείνος, απ’ ότι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.
ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Ο ποιητής γεννιέται στην κωμόπολη Μύθολμροιντ του Γιορκσάιρ, από τον Γουίλιαμ Χέντρι και την Ιντιθ Χιουζ.
Το 1945 γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1946 δημοσιεύει το πρώτο ποίημα στο σχολικό περιοδικό.
Το 1950 εισάγεται στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Το 1953 στρέφεται στην Ανθρωπολογία και την Αρχαιολογία.
Το 1956 συναντά την Σύλβια Πλαθ, με την οποία θα συνδέσει εφόρου ζωής, τη ζωή του. Το 1962 γνωρίζει την Άσια, τη γυναίκα του ποιητή Ντέιβιντ Γουέβιλ, χωρίζει με την Σύλβια Πλαθ, η οποία ένα χρόνο αργότερα, αυτοκτονεί.
Το 1964 γίνεται λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, το 1965 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Αριελ» της Πλαθ. Το 1969 αυτοκτονεί η ερωμένη του Άσια, το 1972 εγκαθίσταται στην εξοχή και γίνεται αγρότης, το 1974 τιμάται με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο Ποίησης.
Το 1984 ανακηρύσσεται «δαφνοστεφής ποιητής» του Βασιλικού Οίκου της Αγγλίας, το 1997 αποφασίζει την έκδοση του βιβλίου «Γράμματα Γενεθλίων».
Πεθαίνει στις 28 Οκτωβρίου του 1998 από λευχαιμία.
Έχει ξανανέβει στο Golem, συγχωρείστε με αλλά απόψε ήθελα αυτό... Και το ήθελα παντού, διπλό...
«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι»
«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντζ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Άσια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του.- Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα Γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ» (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι:
«Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας./ Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω/ την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε,/ την έκπληκτη χαρά σου…»
Κι εκείνος, απ’ ότι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.
ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Ο ποιητής γεννιέται στην κωμόπολη Μύθολμροιντ του Γιορκσάιρ, από τον Γουίλιαμ Χέντρι και την Ιντιθ Χιουζ.
Το 1945 γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1946 δημοσιεύει το πρώτο ποίημα στο σχολικό περιοδικό.
Το 1950 εισάγεται στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Το 1953 στρέφεται στην Ανθρωπολογία και την Αρχαιολογία.
Το 1956 συναντά την Σύλβια Πλαθ, με την οποία θα συνδέσει εφόρου ζωής, τη ζωή του. Το 1962 γνωρίζει την Άσια, τη γυναίκα του ποιητή Ντέιβιντ Γουέβιλ, χωρίζει με την Σύλβια Πλαθ, η οποία ένα χρόνο αργότερα, αυτοκτονεί.
Το 1964 γίνεται λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, το 1965 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Αριελ» της Πλαθ. Το 1969 αυτοκτονεί η ερωμένη του Άσια, το 1972 εγκαθίσταται στην εξοχή και γίνεται αγρότης, το 1974 τιμάται με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο Ποίησης.
Το 1984 ανακηρύσσεται «δαφνοστεφής ποιητής» του Βασιλικού Οίκου της Αγγλίας, το 1997 αποφασίζει την έκδοση του βιβλίου «Γράμματα Γενεθλίων».
Πεθαίνει στις 28 Οκτωβρίου του 1998 από λευχαιμία.
Έχει ξανανέβει στο Golem, συγχωρείστε με αλλά απόψε ήθελα αυτό... Και το ήθελα παντού, διπλό...
Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011
Ο,τι αξίζει...
“Ο χωματένιος άνθρωπος γίνεται τίποτα και κερδίζει τα πάντα. Στερείται, αγωνίζεται, ασκείται και ζει την πληρότητα των μακαρισμών. Ετοιμάζεται να αναγνωρίσει τον Θεό”...
Αυτή την χρονιά, μπορεί τα λαμπιόνια να ήταν λιγότερα, αλλά γιατί μου φαίνεται τώρα ότι το φως είναι πιο εσωτερικό;
Τα δέντρα ίσως να ήταν εκείνο το παλιό, που ξεθάψαμε απ' την ντουλάπα, αλλά γιατί όλο αυτό μου φαίνεται σαν ένα κομμάτι ζωής που διαρκεί;
Αναζητώντας εξ αρχής πια τα αυτονόητα, που χάθηκαν στο δρόμο, στο άπλετο φως, στο λάιφ στάιλ και στα φο μπιζού, ξαναγυρνάμε σε ό,τι αξίζει, που- ούτε πουλιέται ούτε και αγοράζεται-, δεν γίνεται χρηματιστηριακή φούσκα, ούτε ευρωομόλογιο, δεν κινδυνεύει από καμία υποτίμηση γιατί δεν είναι μετρήσιμο, κι αυτό είναι η ίδια αυτή καθ' αυτή η Ζωή.
“Μ' αυτό έγραψε σε μια πέτρα τη λέξη “Άγριος” και έσβησε το “Ρ”. Στο Άγιον Όρος έρχεται κανείς άγριος και γίνεται άγιος, ενώ στον κόσμο παραμένει το πρώτο. Όλος ο αγώνας μας σ' αυτόν τον κόσμο είναι να διαγράψουμε το “Ρ”.
Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος σε ένα παλιό του βιβλίο φωτεινό σαν άστρο. Κι ας είναι ο αγώνας μας για εκείνο το “Ρ” σε όλο το 2011 που θα 'ρθει! Γιατί ό,τι αξίζει σε εκείνο το “Ρ” κρύβεται, παραμορφωτικό, μεταμορφωτικό.
Καλό κι Ευλογημένο 2011, λοιπόν! Με τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στον Χρόνο.
ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής
Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά σε όλους μας!
Αυτή την χρονιά, μπορεί τα λαμπιόνια να ήταν λιγότερα, αλλά γιατί μου φαίνεται τώρα ότι το φως είναι πιο εσωτερικό;
Τα δέντρα ίσως να ήταν εκείνο το παλιό, που ξεθάψαμε απ' την ντουλάπα, αλλά γιατί όλο αυτό μου φαίνεται σαν ένα κομμάτι ζωής που διαρκεί;
Αναζητώντας εξ αρχής πια τα αυτονόητα, που χάθηκαν στο δρόμο, στο άπλετο φως, στο λάιφ στάιλ και στα φο μπιζού, ξαναγυρνάμε σε ό,τι αξίζει, που- ούτε πουλιέται ούτε και αγοράζεται-, δεν γίνεται χρηματιστηριακή φούσκα, ούτε ευρωομόλογιο, δεν κινδυνεύει από καμία υποτίμηση γιατί δεν είναι μετρήσιμο, κι αυτό είναι η ίδια αυτή καθ' αυτή η Ζωή.
“Μ' αυτό έγραψε σε μια πέτρα τη λέξη “Άγριος” και έσβησε το “Ρ”. Στο Άγιον Όρος έρχεται κανείς άγριος και γίνεται άγιος, ενώ στον κόσμο παραμένει το πρώτο. Όλος ο αγώνας μας σ' αυτόν τον κόσμο είναι να διαγράψουμε το “Ρ”.
Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος σε ένα παλιό του βιβλίο φωτεινό σαν άστρο. Κι ας είναι ο αγώνας μας για εκείνο το “Ρ” σε όλο το 2011 που θα 'ρθει! Γιατί ό,τι αξίζει σε εκείνο το “Ρ” κρύβεται, παραμορφωτικό, μεταμορφωτικό.
Καλό κι Ευλογημένο 2011, λοιπόν! Με τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στον Χρόνο.
ΥΓ. Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής
Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά σε όλους μας!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)