ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ
Αναγνωρίζοντας ότι “το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας”, “υλικό ονείρων”, “κόσμος” αφ' εαυτού του, ο άνθρωπος που έγινε ψυχίατρος από τον Ντοστογιέφσκι και ποιητής από την θάλασσα του Λυβικού που τον ανάθρεψε, δέχθηκε να ξανακάνει μαζί μας τα βασικά βήματα της ζωής του. Ανακαλώντας εικόνες, αρώματα, φράσεις, λησμονημένες εμπειρίες και επιθυμίες που τον έφεραν – μετά από Κρατικά Βραβεία και πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές- στα “Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου”.
Κατόπιν τούτου θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστρέφοντας κάπως τα δεδομένα επιδιώξαμε και τελικά βρέθηκε ένας ψυχίατρος- ποιητής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πρόθυμος να απαντήσει σε όλα. Να αναζητήσει τραύματα και οράματα, εφόσον “Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός”.
Το αποτέλεσμα, ο πιο αποκαλυπτικός, ποιητικός κι ανθρώπινος, μαγεμένος και μαγικός Μανόλης Πρατικάκης.
Τι είναι εκείνο κ. Πρατικάκη που κάνει τελικά ένα ψυχίατρο ποιητή;
Είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί πρωτίστως πρέπει να υπάρχει η συναισθηματική θερμοκρασία, ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και προσπαθούμε να τον ερμηνεύσουμε αξιακά. Εργαλειακά, με νοησιαρχία, ή στο κάθε τι να βλέπουμε πως υπάρχει μια αύρα ενός παράλληλου άλλου. Ένα παλιό ψήγμα ονείρου. Μια ουτοπική νότα που υπονομεύει τα «συντελεσμένα» που αρνείται το Είναι γιατί βλέπει τον κόσμο ως ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ο ποιητής θέλει να βγάλει το φυτίλι από μια πέτρα ή έναν σπινθήρα που είναι το κρυμμένο άστρο του.
Όταν υπάρχει αυτή η υποδομή η ψυχιατρική, καθώς φωτίζει σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, απωθημένους φόβους, ενοχές, λησμονημένες τραυματικές εμπειρίες, ξεχασμένες ματαιώσεις, ένα τέλος πάντων υλικό έντονα φορτισμένο και άγνωστο, που συχνά ανεβάζει ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, άγνωστης προέλευσης, αλλάζει η εικόνα που είχαμε για τον εαυτό μας, απαλλασσόμαστε από συγκαλήψεις και νοσηρές άμυνες και η εικόνα του εαυτού μας γίνεται πιο γνήσια και αυθεντική. Αυτό το ασυνείδητο υλικό που έρχεται στο φως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως ποιητική ύλη. Είναι ένας άγνωστος ορυκτός πλούτος, που, γνωρίζοντάς τον μας μεταμορφώνει και παράλληλα ζητά να μπει σε μια αισθητική τάξη. Να αποκτήσει ρυθμό να μας κάνει να δούμε την έκπληξη ή τον θρίαμβο που κρύβει το ευτελές ή το τετριμμένο. Η ψυχιατρική λοιπόν από μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάποιον ποιητή. Αλλά να δώσει βάθος αποκαλυπτικό και ευρύτητα στην εποπτεία του ορόντος νου.
Γεννηθήκατε στο Μύρτος, χωριό του Λιβυκού πελάγους, ποιόν μήνα; Η πρώτη εικόνα της ζωής.
Το πατρικό μου σπίτι ήταν χτισμένο πάνω στη θάλασσα του Λιβυκού. Η θάλασσα μπαινόβγαινε στο παιδικό μας δωμάτιο και τη μικρή αυλή. Γι’ αυτό αν θυμάστε η Παραλοϊσμένη αρχίζει: «Στο σπίτι πέφτανε τα κύματα. Στο σπίτι μπαίνανε τα φύκια κάτω απ’ το κρεβάτι. Κι ως τον ύπνο. κι ως τα όνειρα μια θάλασσα.» Κάθε πρωΐ η Μητέρα μου έβγαζε τους σωρούς την άμμο και τα φύκια με μια σκούπα από βούρλα του ποταμού. Γεννήθηκα 6 Σεπτεμβρίου. Η πρώτη εικόνα: Ανοίγοντας την πόρτα και παράθυρο να βλέπω τη θάλασσα ν’ αστράφτει σαν αιωνιότητα. Να λαμπυρίζει από χιλιάδες «καθρεφτάκια» κι εκεί να λικνίζονται ψαρόβαρκες και σφουγγαράδικα από την Κάλυμνο με υπέροχα λεπτά σκαριά σαν τριήρεις.
16 ποιητικές συλλογές. Η πρώτη; Πως είναι όταν έρχεται το ποίημα. Το πρώτο
Η πρώτη, πρέπει να σας αποκαλύψω, αν δεν το ξέρετε, είναι σαν πρόωρο παιδί. Ένα πρωτόλειο που παρασιωπώ. Λέγεται «θαλασσινές φωνές». Είναι τα πρώτα άγουρα ποιητικά σκιρτήματα ενός νέου που δεν έχει διαβάσει απολύτως τίποτα. Το πρώτο ποίημα που γράφτηκε λέγεται «το νησί της αβύσσου» Όταν έρχεται το ποίημα πηγαία είναι σαν μια διανοητική αύρα. Σαν αόριστη μουσική που αποκτά υπόσταση, την παρτιτούρα. Σαν πέτρες που ξαφνικά μπαίνουν σε τάξη και χτίζεται ο τοίχος του κειμένου.
Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να πείτε, “εγώ θ’ ακολουθήσω την ψυχιατρική”;
Το ανειρήνευτο πνεύμα μου, από κάποια περίοδο και μετά. Ίσως τα αντιφατικά παιδικά μου βιώματα: παραδείσιος χώρος του Λιβυκού από τη μια και ένας καμένος ερειπωμένος μετακατοχικός κόσμος από την άλλη. Το θαύμα και ο θάνατος. Ίσως μια θεία μου, που «παραληρούσε» από εγκεφαλικό τύφο, και μες στο παραλήρημά της έλεγε φωτεινές ανομολόγητες κουβέντες, χωρίς λογοκρισία, όταν ήμουν 3-4 ετών και έβλεπα με δέος «τις σκηνές» από το παράθυρο, μαζί με πολύ κόσμο. Αλλά περισσότερο η ανάγκη μου να κατέβω κάτω από το φαίνεσθαι. Στους ασυνείδητους μηχανισμούς που μας προσδιορίζουν, και φωτίζουν τις αυταπάτες μας και εξιδανικεύουν ανοήτως την εικόνα μας. Επίσης τα έργα του Ντοστογιέφσκι άσκησαν μια τεράστια γοητεία πάνω μου. Θεωρώ ότι είναι ο πρώτος μεγάλος ψυχαναλυτής.
«Η Συμφωνία της Ίασης», η ποίηση κ. Πρατικάκη, είναι Ιαματική;
Ασφαλώς θα αναφέρεστε στο σημερινό έργο που δημιούργησε ο μεγάλος μας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, πάνω στην ποίησή μου (εναρμονίζοντας Ήχο και Λόγο με εμπνευσμένο μεγαλόπνοο τρόπο) που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής. Ναι, κατά κάποιον τρόπο πιστεύω πως είναι για το μυημένο κοινό. Θα σας αναφέρω μια μικρή εμπειρία. Πριν χρόνια έλαβα ένα βάζο με πέτρες από τη Σάμο, και μια λεία επίπεδη πέτρα, που έγραφε πάνω ένα στίχο μου, με σινική μελάνι, που έλεγε: «Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός».
Όλα αυτά από μια άγνωστη καθηγήτρια, που κάτω από το βάρος τραυματικών οικογενειακών εμπειριών είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει όπως μου έγραψε σε μακροσκελές γράμμα. Και όταν διάβασε τον παραπάνω στίχο άλλαξε γνώμη. Ήθελε από κάπου να πιαστεί. Και βρήκε αυτήν την αισιόδοξη σανίδα. Σήμερα διδάσκει και είναι ευτυχισμένη.
Γενικά η ποίηση, ακόμα και η απαισιόδοξη, όπως και η μουσική, κρούει χορδές και πιστεύω ξυπνάει αρμονία. κάποια χαμένη παιδική αθωότητα. Στερείται ιδιοτέλειας. Είναι γλωσσικά ανυπάκουη. Περνά πράγματα καθημερινά, πληκτικά, σε μια αισθητική τάξη. Ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί ν’ αποκτήσει οικουμενικότητα. Ή χτίζει μια ουτοπική ήπειρο, όπως τα όνειρα, που δεν είναι άσχετα από την πραγματική μας ζωή.
Ο ποιητής, δηλ. ψυχικά σώζεται απριόρι; Γιατί γνωρίζουμε ποιητές που έχουν καταστραφεί; Γιατί υπάρχει αυτοκαταστροφικότητα;
Σε καμιά περίπτωση δεν σώζεται ψυχικά και μάλιστα a priori. Αντιθέτως πιστεύω ότι είναι πιο ευάλωτος από τον κοινό μέσο άνθρωπο, και περισσότερο από τον πρακτικό άνθρωπο τον αφομοιωμένο απόλυτα στο σύστημα, το οποίο υπηρετεί ενσυνείδητα και αποτελεί χωρίς να το ξέρει γρανάζι του. Είναι σαν να έχει πάρει μια χρόνια δόση αναισθητικού, σαν άμυνα από τα τόσα γύρω του δεινά. Αντίθετα ο ποιητής συμμετέχει, έστω και μόνο συναισθηματικά, στα δρώμενα, στα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, στη βαρβαρότητα, τον κυνισμό, την μοναξιά, την απώλειά της επαφής και την αποξένωση. Επίσης διαθέτει πιο αυστηρό Υπερεγώ (συνειδησιακό έλεγχο δηλ.), που σημαίνει τύψεις, ενοχές, αυτομομφές. Έχει μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία για την μηδαμινότητά του, την αδυναμία του. Στέκεται, μπροστά στην ύπαρξη και το εφήμερο, με τρόμο, με δέος, γιατί εκτός των άλλων έχει πολλά ναρκισσιστικά στοιχεία. Είναι πιο τρωτός. Και συχνά είναι πιο έντονη εκείνη η παράδοξη απέχθεια που έχουμε για τον εαυτό μας.
Ένας ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος; Υπάρχουν για σας γρίφοι ζωής, όσον αφορά τη δική σας
Εδώ τα πράγματα μπλέκονται λίγο, κυρία Γκίκα γιατί τυχαίνει να είμαι και ποιητής και ψυχίατρος. Και όλα όσα είπα για τους ποιητές ισχύουν στο ακέραιο και για τη δική μου περίπτωση. Ούτε ο ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος, όταν μάλιστα τυχαίνει να συγκατοικεί με τον ποιητή. Αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί μεγάλη φόρτιση, σπινθήρες, καυτή λάβα που χρειάζεται σωστή διαχείριση και οργάνωση. Εδώ θάλεγα πως η ψυχιατρική συχνά δρα ψυχοθεραπευτικά, στον μεγάλο ασθενή, που είναι ο ποιητής, όπως έχει λεχτεί. Γιατί ερμηνεύει, διαλύει, φωτίζει, αποκαλύπτει π.χ. ότι ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, οφείλεται συχνά σε έναν φανταστικό φόβο. Κάνει πιο οικείο τον φόβο, ελέγχει καλλίτερα τις παρορμήσεις, την άκρατη επιθετικότητα. Ξέρει πως από τις εκατό φορές που θυμώνουμε με κάποιον στην πραγματικότητα θυμώνουμε με τον εαυτό μας. Πως τα συμπλέγματα, τις μικρότητές μας, τις ματαιώσεις και τις αποτυχίες μας τα βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Ξέρει πως όλοι είναι τρωτοί και αδύναμοι, ανεξάρτητα τι παριστάνουν. Ο χρόνος, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου είναι οικουμενικά και πανανθρώπινα. Ίσως ένας έμπειρος ψυχίατρος ξέρει να διαχειρίζεται με μικρότερο κόστος τις αναποδιές και τραυματικές εμπειρίες της ζωής. Αλλά για τα μεγάλα μεταφυσικά ή οντολογικά ζητήματα, θα σας απαντήσω με δύο στίχους του σπουδαίου φίλου ποιητή Ν. Καρούζου: «Τι να σου κάνουν τα βατραχοπέδιλα της επιστήμης όταν ανοίγεσαι στο πέλαγος της μεγάλης Αγωνίας»
Ποια από τις πέντε αισθήσεις θεωρείτε ότι είναι πιο αποκαλυπτική για την ανθρώπινη ψυχή. Πιο κοντά στην ποίηση;
Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η αφαίρεση έστω και μίας θα έμοιαζε σαν ακρωτηριασμός. Θα δημιουργούσε ένα ρήγμα στην επαφή μας με τον κόσμο. Αλλά πιστεύω ότι η όραση είναι η πιο αποκαλυπτική. Χωρίς αυτήν θα μας περιέβαλε το απόλυτο σκοτάδι. Θα μυρίζαμε θ’ ακούγαμε, θα θωπεύαμε, θα οσφριζόμασταν στα σκοτεινά. Και ο οπτικός μας φλοιός θα ήταν κενός από εικόνες. Δεν θα γνωρίζαμε τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα. Δεν θα υπήρχε η θεμελειώδης γνώση του «Ορόντος νου» Ο Ηράκλειτος έλεγε «Αψεδέστεροι μάρτυρες ώτων, οφθαλμοί»
Η έκτη αίσθηση; Υπάρχει για την ποίηση; Για την ψυχιατρική
Θα έλεγα πως είναι μια ακόμα ανεξερεύνητη, ήπειρος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα απέραντο πολύπλοκο σύμπαν που έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Γίνονται σημαντικές έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων έχει πολύ ανεπτυγμένη την έκτη αίσθηση. Θυμάμαι μια καθ’ όλα σοβαρή και αξιόπιστη κυρία που «είδε» ότι καίγεται παραλιακή καφετέρια, κοντά στο εξοχικό τους. Τηλεφώνησε και όντως καιγόταν, και μια άλλη φορά είδε γνωστό της ηλικιωμένο γλύπτη να γέρνει και να πέφτει καταγής. Πήρε αμέσως ταξί και όντως ήταν νεκρός.
Για την ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει έκτη αίσθηση θα σας διηγηθώ όμως παρακάτω ένα περιστατικό και θα βγάλετε εσείς κ. Γκίκα τα συμπεράσματά σας. Όσο για την ψυχιατρική νομίζω ότι η μεγάλη εμπειρία, η ένταση της προσοχής στις λεπτομέρειες και η περιρρέουσα κατάσταση στην όλη εικόνα του ασθενούς, είναι εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν στο γιατρό να βλέπει παραπέρα. Ν’ ακούσει «τον ήχο των πλησιαζόντων γεγονότων (συμπτωμάτων) Είχα έναν τέτοιο δάσκαλο στην Παν/μιακή κλινική του Αιγινητείου.
Και μια και μιλάμε για αισθήσεις. Εικόνα που έχει για πάντα μέσα σας χαραχτεί, ο ήχος, η αφή.
Η ξαφνική εικόνα ενός τεράστιου δελφινιού που είχε ξεβράσει η θάλασσα μακριά από το χωριό, σε ηλικία τριών ετών. Τα μεγάλα τροπικά αποδημητικά πουλιά που έρχονταν κι έφευγαν με τις εποχές σε ένα παιδικό πτυσσόμενο σύμπαν. (Ακόμη φτερουγίζουν μέσα μου) Η αστραφτερή θάλασσα, ο ήλιος γεμάτος σταγόνες ν’ ανατέλλει μέσα από το πέλαγος. Τα φύκια και το αλάτι στο παιδικό δωμάτιο. Η φωνή του πατέρα μου που ανήγγειλε τηλεφωνικά από την Κρήτη, ότι φέρνουν τη Μητέρα μου στην Αθήνα βαριά άρρωστη.
Το άρωμα και ο ήχος: Οι ευωδιές του επιταφίου στον Άγιο Αντώνιο, όταν είμαστε παιδιά (από λεμονανθούς, ρόδα, δυόσμο, μαντζουράνα)
Και ο ήχος: Τα εγκώμια της Θεοτόκου από παιδική χορωδία. Το μητρικό χάδι και το πλατσούρισμα στο κυμοθάλασσο.
Υπάρχουν στίχοι που αποδεικνύονται προφητικοί;
Οι μεγάλοι διαχρονικοί, οικουμενικοί ποιητές έχουν γράψει τέτοιους στίχους, αφού αντέχουν στο χρόνο, εξακολουθούν να μας συγκινούν και τα έργα τους εξακολουθούν να διαβάζονται και να παίζονται μέσα στη σύγχρονη συνθήκη, ανέγγιχτα από τη φθορά. Προσωπικά δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη προφητικοί. Ο Δημόκριτος και ο Ηράκλειτος έγραψαν στίχους που επαλήθευσε η σύγχρονη Φυσική.
Ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται;
Οι μεγάλοι αυθεντικοί ποιητές νομίζω γεννιούνται. Όπως οι μεγάλοι εφευρέτες οι μεγάλοι συνθέτες, ζωγράφοι. Πρέπει μα συνδυάζεις πολλά προσόντα: όραμα, γλωσσικό πλούτο, ευφυΐα, ευαισθησία, ακουστική φαντασία, εκφραστική τόλμη, καινοτόμες συλλήψεις και πηγαία έμπνευση. Μπορεί κανείς να γίνει ποιητής αν συνδυάζει μερικά από τα παραπάνω προσόντα, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει Σολωμός ή Πάουντ. Φυσικά και οι μεγάλοι ποιητές χρειάζονται να διαθέτουν εργατικότητα και άοκνο Πάθος. Αλλά οι ιδιότητες αυτές ενυπάρχουν σ’ αυτούς τους προικισμένους δημιουργούς. Η ίδια η ποιητική ύλη τους σπρώχνει, τους βασανίζει τους παροτρύνει να σκάβουν, ακόμα και στον ύπνο τους. Το αγώϊ κινεί τον αγωγιάτη. Τελευταία η ψυχολογία διατείνεται ότι η θέληση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ευφυΐας. Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ατέλειωτα και με μεγάλο πάθος. Μπορεί να γίνουν μέτριοι ποιητές ποτέ μεγάλοι.
Ποιητής συνεπάγεται αναγκαστικά και ποιητική ζωή;
Όχι απαραίτητα. Γνωρίζω ποιητές που ζουν μια πεζή, τετριμμένη καθημερινή ζωή που δεν τους ξεχωρίζεις από τους άλλους αν δεν ξέρεις πως είναι ποιητές. Εσωτερικά όμως η ποιητική ουσία τους προσδιορίζει. Βασανίζονται για μία λέξη, μια μεταφορά για ένα σύμβολο, τη στιγμή π.χ. που ψωνίζουν από το Super Market ή βάφουν ένα παράθυρο. Υπάρχουν αρκετοί στους οποίους υπάρχει ταύτιση έργου και ζωής. Είναι ποιητές κάθε στιγμή. (Λειβαδίτης, Καρούζος, Σικελιανός, Σαραντάρης, Καζαντζάκης, και τόσοι άλλοι).
Παλιότερα οι ποιητές ξεχώριζαν περισσότερο. Στο ντύσιμο, στους τρόπους στην ομιλία, στα μακριά αχτένιστα μαλλιά. Ο παλιός εκείνος κομφορμισμός τείνει να εκλείψει.
«Το νερό» πανταχού παρόν στην ποίησή σας. Λόγω καταγωγής;
Πιστεύω πως ναι. Το σπίτι μας χτισμένο όπως σας είπα πάνω στο Λιβυκό. Ο ήχος των κυμάτων ήταν οι πρώτοι ρυθμοί. Τα πρώτα μουσικά σύνολα, κάθε ώρα και διαφορετικά. Αυτό το φλοίσβο, σαν απαλό τσέλο έως τα πνευστά με το σιρόκο πάνω στα καμπύλα κύματα και τα κρουστά με τα μεγάλα χαλίκια χτυπώντας το ένα στο άλλο, κατεβαίνοντας στην άμπωτη, και ως την φουρτούνα που με γέμιζε φόβο δέος. Ή Δίπλα η λίμνη ένα απάνεμο κοινόβιο αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης. Μια παραδείσια παιδική χαρά και πιο κει το ποτάμι που πάντα ρει πάντα χωρεί και ουδέν μένει. Αλλά πέρα από αυτά το νερό είναι οντολογικό στοιχείο. Πρωταρχική πηγή ζωής. Σύμβολο αδιάκοπης μεταμόρφωσης. Όλοι από εκεί ερχόμαστε.
Υπάρχουν εμμονές στη γραφή σας;
Πιστεύω πως ναι. Ορισμένα σύμβολα έρχονται κι επανέρχονται: Η μήτρα, η γέννα, η παιδική αμεριμνησία και ο τρόπος που αυτά τα τρυφερά πλάσματα μπαίνουν και χάνονται «μέσα σε σκοτεινούς και κουρασμένους άντρες». Ακόμα η εμμονή μου να κάνω ποίηση με τα φυσικά όντα, με την πρώτη πατημασιά, με κάθε τι αρχέγονο και ανεξερεύνητο. Προσεγγίζω τη γλώσσα ως πνευματικό οικοσύστημα και όχι ως απλό όχημα νοημάτων. Επιμένω να συνδυάζω το λυρισμό με τη στοχαστικότητα. Τους προσωκρατικούς με την ανατολική φιλοσοφία. την ψυχιατρική με το όνειρο και τη διασαλευμένη συμπεριφορά των «ασθενών» σε αντίστιξη με τη ζοφερή και απέραντη υποκρισία των λογικών ανθρώπων, των τόσο αφομοιωμένων στη σύγχρονη θεσμοθετημένη συνθήκη, που σχεδόν «απουσιάζουν δια της παρουσίας τους»
Υπάρχει κάτι που να φοβάται ένας ψυχίατρος;
Δεν υπάρχει κάποια πανοπλία που είναι προνόμιο των ψυχιάτρων. Μπορεί τις απλές καθημερινές νευρώσεις και αντιξοότητες να τις αντιμετωπίζει με μικρότερο κόστος και να τις ελέγχει καλύτερα, ξέροντας π.χ. ότι μια φοβία είναι φανταστική γιατί συχνά γνωρίζει το συμβολισμό που κρύβεται πίσω της. Αλλά στα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, έρωτας, θάνατος, χωρισμός, γηρατειά, αποξένωση, αλλοτρίωση, εικονική πραγματικότητα, κυνισμός, βία, κ.τ.λ. παραμένει το ίδιο ευάλωτος. Εδώ υπάρχει οικουμενική κοινοκτημοσύνη στον φόβο.
Πέντε σταθμοί ζωής;
1.Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας μου
2.Η δικτατορία των συνταγματαρχών
3.Η γέννηση του πρώτου μου παιδιού
4.Η εκπροσώπηση βιβλίου μου για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και το Κρατικό βραβείο ποίησης
5.Η δημιουργία Συμφωνητικού έργου από τον μεγάλο Συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, πάνω σε τρία μου βιβλία, που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με μεγάλη επιτυχία.
Μπορεί ένα βιβλίο να μας αλλάξει τη ζωή; Υπήρξε για σας τέτοιο βιβλίο; Συγγραφέας;
Μέχρι τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, μέσα στο νωχελικό και ηδονικό τοπίο του Λιβυκού, δεν είχα διαβάσει σχεδόν κανένα βιβλίο. Και ξαφνικά πέφτει στα χέρια μου η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη. Ένοιωσα εκμηδενισμένος, κενός, κούφιος, ένα άθυρμα. Με συγκλόνισε τόσο που έκανα μέρες να κοιμηθώ. Αυτή ήταν η αρχή της περιπλάνησης. Αργότερα σε μεγαλύτερο εύρος και βάθος, παρ’ ότι ήμουν υποψιασμένος, με αναστάτωσε ο Ντοστογιέφσκι, και ειδικά το Έγκλημα και Τιμωρία, οι Δαιμονισμένοι και Αδερφοί Καραμαζώφ. Αυτός ο «ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» με άφησε άφωνο, δηλ. με άλλαξε. Επίσης με επηρέασε να γίνω ψυχίατρος.
Ψυχιατρικό περιστατικό;
Μια παρατεταμένη ψυχική τύφλωση μηνών μετά από τραυματικό γεγονός (το περιστατικό αυτό έγινε αφήγημα και περιέχεται στα Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου).Ένα ψυχικό ραιβόκρανο. Μερικά «Αποκαλυπτικά» παραληρήματα με κοσμογονικό περιεχόμενο. Το καταθλιπτικό και το κατατονικό Stupor, με την κηρώδη ευκαμψία και «το κατατονικό προσκεφάλαιο».
Τα Αφηγήματα ή τα ποιήματα θεωρείτε ότι είναι πιο κοντά στην ψυχιατρική;
Τα αφηγήματα προσφέρονται περισσότερο γιατί χρειάζεται ανάλυση, πλοκή, εκτενέστερος αφηγηματικός λόγος, μεγαλύτερη ευκρίνεια για την πρόσληψη, πιο απλή γραφή χωρίς μεγάλες αφαιρέσεις και ελλειπτικότητες. Στην ποίηση συνήθως προσλαμβάνονται οι γενικές αρχές της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Στην πρόζα συνήθως οι συγκεκριμένες με χαλαρότερο αφηγηματικό ιστό.
Κάθε περιστατικό είναι για σας και μία συνάντηση;
Όχι. Εξαρτάται από το περιστατικό. Αν πρόκειται δηλ. για μια απλή κρίση άγχους, μια κλειστοφοβία, μια ελαφριά κατάθλιψη, ή μια αϋπνία. Αυτά είναι περιστατικά ρουτίνας, καθημερινά. Είναι η μεγάλη πλειοψηφία των περιστατικών. Είναι οι προβλεπόμενες καθημερινές συναντήσεις, χωρίς ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο. Αλλά μια ακραία κρίση πανικού με αίσθημα ασφυξίας και θανάτου, μια βαριά κατάθλιψη, μια παρανοϊκή σχιζοφρένεια με διέγερση ένα βαρύ στερητικό σύνδρομο ηρωϊνομανούς, ένα Delirium “tremens” ένα κακόηθες νευρολειωτικό σύνδρομο, ή μια εμβροντησία, είναι πραγματικές συναντήσεις που παρά τις εμπειρίες, μας γεμίζουν δέος, εγρήγορση. Είναι άτομα που βρίσκονται σε ακραία διασάλευση. Πρέπει να τα συγκρατήσουμε από το γκρεμό. Γιατί πέραν των άλλων ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος. κινητοποιείται όλος ο μηχανισμός της ομάδας, σωστή θεραπεία και αντιμετώπιση, περιφρούρηση και επαγρύπνηση. Οι περισσότεροι ψυχίατροι είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι.
Και τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» Τι είναι τελικά; Μια σειρά από τέτοιες συναντήσεις;
Τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» είναι συνέχεια της ποίησής μου. Εξ’ άλλου προηγήθηκαν «Η Παραλοϊσμένη» (1980) και η «Γενεαλογία» (1984) που είναι συνθετικά κείμενα πρόζας και γράφτηκαν σε έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα. Γι’ αυτό και τα εκφραστικά μέσα και το όλο ύφος δεν είναι ενιαία, όπως ήταν φυσικό, αλλά παρουσιάζουν τεράστιες γλωσσικές και υφολογικές διαφορές. Όλα όμως έχουν ένα ενιαίο άξονα: Είναι μια σειρά από τέτοιες «συναντήσεις» όπως λέτε. Είναι βιωμένες εμπειρίες που μεταπλάστηκαν σε αφηγήματα (καμία φορά θεραπεύεις ένα κείμενο όπως θεραπεύεις ένα άνθρωπο). Είναι πρόσωπα ποικίλλων ψυχικών εκτροπών που με τη στάση τους καταγράφουν μια αίρεση βίου, μια ανατροπή των κανόνων, που τα κάνει ελπίζω, ενδιαφέροντα. Μετά από τα συχνά φωτεινά τους παραληρήματα λάμπει ο υπαρξιακός τους πυρήνας, αυθεντικός και ανεπιτήδευτος, αβυσσαλέος ή τρυφερός, σπαρακτικός συχνά και ανθρώπινος μέσα στα πολύπλοκα διανοητικά και άλλα αδιέξοδα που δημιουργούν μια Σχάση. Έναν ανεξέλεγκτο τρόμο. Μπορεί να μοιάζουν παράλογα και εξωπραγματικά. Αλλά συμβαίνουν σε ανθρώπους σαν κι εμάς και ότι έχει συμβεί σ’ εκείνους μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σε εμάς, μια που όλοι είμαστε εν δυνάμει ασθενείς. Όπως στο περίφημο διήγημα του Τσέχωφ «θάλαμος 6», όπου ο αδιάφορος και υπεροπτικός θεράπων δεν φαντάζεται πως υπάρχουν θεμελιώδεις ανατροπές. Καθώς γίνεται αιφνίδια ο ίδιος δεσμώτης – θεραπευόμενος, για να αποκτήσει για πρώτη φορά συνείδηση της μοίρας των ασθενών του και τους κατανοήσει, κάτι που μέχρι τότε φάνταζε αδιανόητο, και γι’ αυτό τους φερόταν με τέτοια αδιαφορία.
Βλέπουμε λοιπόν κ. Πρατικάκη πως υπάρχουν κοινοί δεσμοί και κοινές ευαισθησίες ποίησης και ψυχιατρικής προς όφελος της δημιουργικής γραφής.
Πράγματι υπάρχει συνάφεια δεσμών. Είναι λειτουργίες παράλληλες. Και οι δυο δουλεύουν κυρίως με τα ασυνείδητα περιεχόμενα και τους άγνωστους μηχανισμούς. Παίζουν γλωσσικά ή διανοητικά με την παραδοξότητα. Τα υλικά αυτά μοιάζουν ξεκομμένα από την ανθρώπινη λογική, παρ’ ότι αυτά κυρίως μας προσδιορίζουν. Γιατί ο ανθρώπινος νους είναι υποχείριο του θεσμοθετημένου λόγου και του κυρίαρχου τρόπου σκέψης.. Έχουν στόχο έναν επαναπροσδιορισμό, μια ανανέωση, μια ανατροπή με νέους συνδυασμούς, από μια θεμελιώδη και παγιωμένη καθήλωση. Υπάρχει μια ολόκληρη εποποιΐα προβολών, απωθήσεων, μετουσιώσεων, εξιδανικεύσεων που συσκοτίζει την διάνοια και την όλη μας ύπαρξη. Και η ποίηση και η ψυχιατρική δουλεύουν, εν πολλοίς με τα όνειρα, τους απρόβλεπτους συνειρμούς, τις παραδρομές της γλώσσας, τα λάψους κ.τ.λ. που συχνά εκπέμπουν μια κρυμμένη αλήθεια ή έναν καινοφανή ποιητικό σπινθήρα (σύμφωνα με το «γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει»
Και με ποιο εργαλείο δουλεύουν. Που τέμνονται και που διαφέρουν.
Εργαλείο πρωταρχικό και για τις δυο είναι η γλώσσα που ανεβάζει στο φως της συνείδησης μπερδεμένα συναισθήματα. Και οι δύο λειτουργίες είναι ιαματικές. Η ποίηση βάζει μουσική στον τρόμο. Είναι «εγχειρίδιο ευθανασίας» τρόπος έκφρασης ότι βαθύτερο μας παιδεύει και μας συνιστά. Το ίδιο και η ψυχιατρική. Προσπαθεί να μας απαλλάξει από φοβίες και φανταστικές απειλές, το να αναλύσει με τους πιο πάνω μηχανισμούς άμυνας και μέσω αυτών να βρει τους κρυμμένους συμβολισμούς, απ’ όπου εκπορεύεται το παραλήρημα ή ο τρόμος. Κάπου γράφω: «Γιατί τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων».
Ακούγεται παράξενο κ. Πρατικάκη, πως το εννοείτε;
Το σύμπτωμα είναι μια μεταγλώσσα του σώματος ή της ψυχής. Είναι ένα φυσικό ανθρώπινο ράγισμα, προς τη συνωμοσία της άκαμπτης και αδιάλλακτης «πανοπλίας του «Εγώ». Το σύμπτωμα είναι η κατακραυγή της απονενοημένης μας μέριμνας για εξιδανίκευση. Είναι η «αλήθεια» που διαφεύγει από τους ελεγκτικούς μας μηχανισμούς (εσωτερικούς και εξωτερικούς). Είναι η αποκάλυψη της πλαστογραφίας, του ψεύδους και της υποκρισίας του καθενός μας, για να χτίσουμε το θλιβερό μας πορτρέτο. Αυτά τα μικρά ραγίσματα φωτίζει η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση. Και από το φορτίο τους αυτό εμπνέεται η ποίηση. Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας. Είναι υλικό ονείρων. Εκεί που διαφέρουν οι δύο λειτουργίες είναι ότι η ψυχανάλυση αναλύει, ερμηνεύει, απομαγεύει. Τείνει στην επίγνωση, στην εναισθησία, για να βρει ο ασθενής τη συνοχή του, το βηματισμό του. Δεν την αφορά η αισθητική. Ενώ η ποίηση παραμένει μαγική, αρχέγονη, με πολυσημίες και ελειπτικότητες. Είναι αλλιώς ανατρεπτική. Απευθύνεται σε ολόκληρη την ύπαρξη, στην οντική της διάσταση και προβληματική και όχι μόνο στη γνώση. Προσπαθεί να αποσπάσει ένα μικρό κλαδάκι από το ανέκφραστο. Δεν είναι ενεργούμενο κανενός συστήματος. Δεν προσπαθεί να περιγράψει ή να αναλύσει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμο. Ένα δικό της αισθητικό σύμπαν. Ο ποιητής συχνά από την πέτρα που του εμπιστεύθηκαν προσπαθεί να βγάλει το άστρο της. Από την κάθε δίψα το ποτάμι της. Από μια ανθρώπινη κραυγή τη νύχτα, την οικουμενική μοίρα του Ανθρώπου. Κάθε κραυγή κρύβει τη χαράδρα της..
Δημοσιεύθηκε στο Index
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω
Στο εργαστήρι του συγγραφέα: ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Έγινε συγγραφέας “από ένα στοίχημα” και από “το σύνδρομο διασκεδαστή” που τον κατείχε. Επειδή είχαν πάντα μεταμεσονύκτιους επισκέπτες και επιθυμούσε να γράψει κάτι μεγάλο, για να τους κρατά ξύπνιους, σαν την Χαλιμά.
Ε κάπως έτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα για παιδιά, θέατρο και ταξιδιωτικά.
Το εργαστήρι- διαμέρισμά του στο Κέντρο της Αθήνας, διαθέτει ό,τι αγαπά. Το ιστορικό κέντρο που λάτρεψε όταν ήρθε από την Αλεξανδρούπολη με τη μία, βιβλία, μολύβια, μελάνια, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Τις ιστορίες του βασικά που αιωρούνται κάπου εκεί γύρω, παντού: “Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό”, αποκαλύπτει και μας αφήνει άναυδους όσους γνωρίζουμε εκείνο το-κοκαλάκι-της-νυχτερίδας, που διαθέτει στην επικοινωνία. Την ικανότητά του, κυριολεκτικά, να μαγεύει ως αφηγητής το κοινό.
“Στο μυθιστόρημα – επιμένει- οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση”.
Τα παιδικά του χρόνια, διάσπαρτα, σε όλα του τα βιβλία, αλλά και στο “Μενού των φαντασμάτων” που είναι και το κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικό. Και μια σπαρακτική μνήμη συναισθημάτων, με το γνωστό του ξανθούλειο φλέγμα κι εκείνη την υπέροχη ειρωνεία:
“Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές...”
Κι όσο για εκείνο το “αυτοβιογραφικό”, “Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον ”Θείο Τάκη”.
Γράφει εύκολα, το ύφος του, εκείνο το γνωστό και ιδιαίτερο, περίτεχνο εν τέλει κι ας μοιάζει προφορικό. Αυτοσαρκασμός, ευστροφία και χιούμορ σχεδόν μαύρο κάποιες φορές, της ζωής οι αδιάκοπες φάρσες και ανατροπές, ειδικά στο τελευταίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος”, “Δεσποινίς Πελαγία”:
“Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη, διευκρινίζει. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…”
“Συλλέκτης ενοχών” όπως αναγνωρίζει, “Γράφω – εξομολογείται- για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
“Τα “καλά” βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα. Μου άρεσαν οι Αδελφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ' τον Άντερσεν με συγκινούσε η “βασίλισσα του χιονιού”, που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου “υποδοχής” του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ' τον Ιούλιο Βερν διασκεδάζω με το “Καίσαρ Κασκαμπέλ”. Πάνω απ' όλα ταυτιζόμουν με τους “Άθλιους” του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα “αστραπιαίο” βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. “Η Γιλού”. Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε!... Σκέψου!”
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ
Αναγνωρίζει πως γράφουμε για τις εμμονές μας. Η βαριά σκιά είναι εκείνη που δημιουργεί έργο και καθορίζει την γραφή:
“Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη”, αποκαλύπτει. “Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση”. Γι' αυτό κι εκείνη η φράση “μνήμη μίλησε” που χρησιμοποίησε κατά κόρον: “Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ. Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι”.
Λεζάντες:
1)Μολύβια, κοντύλια, μεγάλη αδυναμία.
2)Ανάπαυλα. Εδώ μέσα, εξάλλου, ο Γιάννης Ξανθούλης περνά ώρες πολλές.
3)Τα χειρόγραφα που λατρεύει.
4)Και οι φωτό, επίσης.
5)Το γραφείο και... πανοραμικά.
Μότο:
“Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής
Έγινε συγγραφέας “από ένα στοίχημα” και από “το σύνδρομο διασκεδαστή” που τον κατείχε. Επειδή είχαν πάντα μεταμεσονύκτιους επισκέπτες και επιθυμούσε να γράψει κάτι μεγάλο, για να τους κρατά ξύπνιους, σαν την Χαλιμά.
Ε κάπως έτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα για παιδιά, θέατρο και ταξιδιωτικά.
Το εργαστήρι- διαμέρισμά του στο Κέντρο της Αθήνας, διαθέτει ό,τι αγαπά. Το ιστορικό κέντρο που λάτρεψε όταν ήρθε από την Αλεξανδρούπολη με τη μία, βιβλία, μολύβια, μελάνια, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Τις ιστορίες του βασικά που αιωρούνται κάπου εκεί γύρω, παντού: “Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό”, αποκαλύπτει και μας αφήνει άναυδους όσους γνωρίζουμε εκείνο το-κοκαλάκι-της-νυχτερίδας, που διαθέτει στην επικοινωνία. Την ικανότητά του, κυριολεκτικά, να μαγεύει ως αφηγητής το κοινό.
“Στο μυθιστόρημα – επιμένει- οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση”.
Τα παιδικά του χρόνια, διάσπαρτα, σε όλα του τα βιβλία, αλλά και στο “Μενού των φαντασμάτων” που είναι και το κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικό. Και μια σπαρακτική μνήμη συναισθημάτων, με το γνωστό του ξανθούλειο φλέγμα κι εκείνη την υπέροχη ειρωνεία:
“Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές...”
Κι όσο για εκείνο το “αυτοβιογραφικό”, “Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον ”Θείο Τάκη”.
Γράφει εύκολα, το ύφος του, εκείνο το γνωστό και ιδιαίτερο, περίτεχνο εν τέλει κι ας μοιάζει προφορικό. Αυτοσαρκασμός, ευστροφία και χιούμορ σχεδόν μαύρο κάποιες φορές, της ζωής οι αδιάκοπες φάρσες και ανατροπές, ειδικά στο τελευταίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος”, “Δεσποινίς Πελαγία”:
“Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη, διευκρινίζει. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…”
“Συλλέκτης ενοχών” όπως αναγνωρίζει, “Γράφω – εξομολογείται- για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
“Τα “καλά” βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα. Μου άρεσαν οι Αδελφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ' τον Άντερσεν με συγκινούσε η “βασίλισσα του χιονιού”, που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου “υποδοχής” του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ' τον Ιούλιο Βερν διασκεδάζω με το “Καίσαρ Κασκαμπέλ”. Πάνω απ' όλα ταυτιζόμουν με τους “Άθλιους” του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα “αστραπιαίο” βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. “Η Γιλού”. Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε!... Σκέψου!”
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ
Αναγνωρίζει πως γράφουμε για τις εμμονές μας. Η βαριά σκιά είναι εκείνη που δημιουργεί έργο και καθορίζει την γραφή:
“Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη”, αποκαλύπτει. “Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση”. Γι' αυτό κι εκείνη η φράση “μνήμη μίλησε” που χρησιμοποίησε κατά κόρον: “Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ. Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι”.
Λεζάντες:
1)Μολύβια, κοντύλια, μεγάλη αδυναμία.
2)Ανάπαυλα. Εδώ μέσα, εξάλλου, ο Γιάννης Ξανθούλης περνά ώρες πολλές.
3)Τα χειρόγραφα που λατρεύει.
4)Και οι φωτό, επίσης.
5)Το γραφείο και... πανοραμικά.
Μότο:
“Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)