Στο εργαστήρι του συγγραφέα: ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ
Έγινε συγγραφέας “από ένα στοίχημα” και από “το σύνδρομο διασκεδαστή” που τον κατείχε. Επειδή είχαν πάντα μεταμεσονύκτιους επισκέπτες και επιθυμούσε να γράψει κάτι μεγάλο, για να τους κρατά ξύπνιους, σαν την Χαλιμά.
Ε κάπως έτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα για παιδιά, θέατρο και ταξιδιωτικά.
Το εργαστήρι- διαμέρισμά του στο Κέντρο της Αθήνας, διαθέτει ό,τι αγαπά. Το ιστορικό κέντρο που λάτρεψε όταν ήρθε από την Αλεξανδρούπολη με τη μία, βιβλία, μολύβια, μελάνια, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Τις ιστορίες του βασικά που αιωρούνται κάπου εκεί γύρω, παντού: “Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό”, αποκαλύπτει και μας αφήνει άναυδους όσους γνωρίζουμε εκείνο το-κοκαλάκι-της-νυχτερίδας, που διαθέτει στην επικοινωνία. Την ικανότητά του, κυριολεκτικά, να μαγεύει ως αφηγητής το κοινό.
“Στο μυθιστόρημα – επιμένει- οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση”.
Τα παιδικά του χρόνια, διάσπαρτα, σε όλα του τα βιβλία, αλλά και στο “Μενού των φαντασμάτων” που είναι και το κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικό. Και μια σπαρακτική μνήμη συναισθημάτων, με το γνωστό του ξανθούλειο φλέγμα κι εκείνη την υπέροχη ειρωνεία:
“Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές...”
Κι όσο για εκείνο το “αυτοβιογραφικό”, “Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον ”Θείο Τάκη”.
Γράφει εύκολα, το ύφος του, εκείνο το γνωστό και ιδιαίτερο, περίτεχνο εν τέλει κι ας μοιάζει προφορικό. Αυτοσαρκασμός, ευστροφία και χιούμορ σχεδόν μαύρο κάποιες φορές, της ζωής οι αδιάκοπες φάρσες και ανατροπές, ειδικά στο τελευταίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος”, “Δεσποινίς Πελαγία”:
“Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη, διευκρινίζει. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…”
“Συλλέκτης ενοχών” όπως αναγνωρίζει, “Γράφω – εξομολογείται- για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
“Τα “καλά” βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα. Μου άρεσαν οι Αδελφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ' τον Άντερσεν με συγκινούσε η “βασίλισσα του χιονιού”, που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου “υποδοχής” του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ' τον Ιούλιο Βερν διασκεδάζω με το “Καίσαρ Κασκαμπέλ”. Πάνω απ' όλα ταυτιζόμουν με τους “Άθλιους” του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα “αστραπιαίο” βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. “Η Γιλού”. Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε!... Σκέψου!”
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ
Αναγνωρίζει πως γράφουμε για τις εμμονές μας. Η βαριά σκιά είναι εκείνη που δημιουργεί έργο και καθορίζει την γραφή:
“Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη”, αποκαλύπτει. “Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση”. Γι' αυτό κι εκείνη η φράση “μνήμη μίλησε” που χρησιμοποίησε κατά κόρον: “Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ. Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι”.
Λεζάντες:
1)Μολύβια, κοντύλια, μεγάλη αδυναμία.
2)Ανάπαυλα. Εδώ μέσα, εξάλλου, ο Γιάννης Ξανθούλης περνά ώρες πολλές.
3)Τα χειρόγραφα που λατρεύει.
4)Και οι φωτό, επίσης.
5)Το γραφείο και... πανοραμικά.
Μότο:
“Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής