ΜΕΡΟΣ 11ο Κεφάλαιο 1ο Η οξείδωση της αμαρτίας το έχει πια σβήσει. Η Λουίζα είναι βαρύθυμη − εάν θα μπορούσε ν’ αποφασίσει, θα έμενε σπίτι. Χρόνια το κάνει αυτό. Έτσι την έμαθε η μάνα της: να βγαίνει στον κόσμο με τον καλό της εαυτό. Βέβαια, η μάνα της, με τον κακό εαυτό που εί...χε, δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ απ’ το σπίτι. Ο Γκρέκορι που ήρθε όμως να τη δει, δε σήκωνε καμιά αναβολή. Εχθές του το υποσχέθηκε: Δωδώνη. Μηχανικά βάζει τα κλειδιά στη μηχανή. Οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Καλοκαίρι της κρίσης, σκέφτεται. Μα πού χάθηκαν όλοι; Στο ξενοδοχείο του, την ώρα ακριβώς που το υποσχέθηκε, σταματά. «Μαντείον», ξαναδιαβάζει το όνομα. Όλα σήμερα είναι μόνο τουριστικά. Ατραξιόν! Φολκλόρ, πώς το λένε. Το παρελθόν και το παρόν μας, το μέλλον, να το χαζεύουν τουρίστες. Ο Γκρέκορι είναι ήδη στην έξοδο. Ο Γκρέκορι δίπλα της στο αμάξι. Ο Γκρέκορι βιάζεται να φτάσει. Ο Γκρέκορι που λείπει χρόνια από την πατρίδα. Ο Γκρέκορι που, όταν αποφάσισε να γυρίσει, για τους δικούς του ήταν ήδη αργά. Ούτε την κηδεία της μάνας του δεν πρόλαβε. Ο μπαμπάς του βυθισμένος ήδη στην άνοια, εξασφαλίζει για πάντα τα οικογενειακά μυστικά. Μαυραγορίτης! Βαριά η κατηγορία του Αλέξη, και ποιον να ρωτήσει; Όσοι ήξεραν, με τον δικό τους τρόπο, έχουν ήδη αναχωρήσει − αυτά σκέφτεται και βιάζεται. Και αφήνοντας τη Λουίζα τρέχει μπροστά. Το μαντείο σιωπηλό στον Ιούλιο, που συνήθως φοβάται σαν μήνα γιατί όλα τ’ αλλάζει. Η βελανιδιά κι οι χάλκινοι λέβητες· τα τρίποδα 2600 χρόνια και βάλε σιωπηλά. Δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε ξέρει τι περιμένει. Αλλά αυτό το ταξίδι το ονειρεύεται μήνες. Και τώρα που ήρθε, ούτε Γαία, σκέφτεται, ούτε Δίας, ούτε Διώνη. Μονάχα λίγοι τουρίστες κι ένας άντρας που κάτι του θυμίζει. Ένας άντρας με τζιν και τι σερτ, καστανός − στον καθένα, σκέφτεται, θα φαινόταν γνωστός. Τον βλέπει που φωτογραφίζει. Ο Γκρέκορι απεχθάνεται τις φωτογραφίες. Βάζει το δεξί χέρι του στο κεφάλι − μάταιο κόπος· ό,τι χρειάζεται είναι εδώ. Τώρα βαδίζει προς το Αρχαίο Θέατρο. Μόνο ρίγος αισθάνεται, ένα αλλόκοτο ρίγος − άραγε να ’ναι το δέος αυτό; Κι ύστερα, ένα τσίμπημα εντόμου αριστερά στα πλευρά. Δε ραντίζουνε πια… Η Λουίζα που τον ακολουθεί τρέχοντας τον βλέπει να πέφτει. Θεέ μου, σκόνταψε, σκέφτεται. Κατρακυλά! Ένας άντρας καστανός με τζιν και άσπρο τι σερτ σκύβει από πάνω του. Η Λουίζα φτάνει επιτέλους – «είναι καλά;» τον ρωτά. Οι φύλακες, οι ελάχιστοι τουρίστες σε λίγο, κι αυτός ο άντρας, που, όσο κι αν ψάχνει τριγύρω, δεν τον βλέπει πια πουθενά. Μονάχα μια παρτιτούρα σαν πανάρχαιη ερώτηση και η απάντηση μαντική πάνω σε έλασμα: Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν και Κοντσέρτο για βιολί και πιάνο σε Λα.