Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Για την "Αρχιτεκτονική της ύπαρξης" γράφει η Πέρσα Κουμούτση

Τα «Άδεια δωμάτια» που μετονομάστηκαν σε «Αρχιτεκτονική της ύπαρξης» – 44 ποιήματα της Ελένης Γκίκα

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

δημοσιεύθηκε στο fractal

arxitektoniki«Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» της Ελένης Γκίκα, εκδ. «Καλέντη», σελ. 80

«Η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη».
Ο χρόνος και πάλι ο χρόνος. Αιώνιος και σύντομος ταυτοχρόνως, τετελεσμένος και άπειρος, πρωταγωνιστεί και σε τούτα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα μαζί με τη μνήμη, την επιστροφή δηλαδή στο παρελθόν και στο ασίγαστο πόθο της ‘αναβίωσης’ των προσώπων που άφησαν το αποτύπωμα τους σ’ αυτόν και έπειτα χάθηκαν, μέσα από ένα ποίημα, μέσα από την τέχνη. Γιατί, ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ακόμα κι όταν δεν τον ομολογεί; την ακατανίκητη αυτή κι απανταχού παρούσα επιθυμία που συχνά μεταφράζεται ως νοσταλγία;
Αλλά ο άυλος αυτός και μεγαλοπρεπής, όσο και τυραννικός δυνάστης, που καθορίζει τις ζωές μας, χωρίζει, απομακρύνει, που μεταβάλει, που φθείρει και ξεγελά, αλλά και λυτρώνει (ίσως μόνο όταν συγκατατεθείς μαζί του), μετενσαρκώνεται αυτή τη φορά σε χώρους, σε άδεια δωμάτια , γαλάζια, λευκά και μπλε δωμάτια, ιδίως μπλε, βαμμένα στο «μπλε των Βερβέρων, το μπλε του Κοβαλτίου», αλλά και σε πρεβάζια και κάδρα παραθύρων που πλαισιώνουν άδεια σκηνικά, ζωές που τέλειωσαν ή άδειασαν, θολές ή ακόμα και διαυγείς, διαυγέστατες αναμνήσεις, θάλασσες του νου και της ψυχής, φουρτούνες που παρήλθαν, αφήνοντας μας ωστόσο, συνθλιμμένους, μισοπνιγμένους ναυαγούς σε κάποια περιθώρια της ζωής- πολύ συχνά στην ίδια τη συναισθηματική μας απομόνωση, την ανυπαρξία που ενεδρεύει μετά από κάθε μεγάλη απώλεια. Και είναι μια βαριά αβασταγή αυτή που κρατά ο καθένας μέσα του, ένα φορτίο που πολύ συχνά την κουβαλά ως το τέλος του βίου, ή όπως μας λέει χαρακτηριστικά η ποιήτρια. «Δεμάτι που κουβαλά/ για τη δική του πυρά/ ως το τέλος.»
Και εν μέσω όλων αυτών δυο κυρίαρχες, δυο πρωταγωνιστικές μορφές, παρότι σχεδόν απρόσωπες : ένας πατέρας και ένας εραστής-σύντροφος- αγαπημένος. Κυριαρχούν σε όλο το φάσμα της ποιητικής διαδρομής, και αποτελούν τους κεντρικούς πυλώνες της ποιητικής της έμπνευσης. Δυο πρόσωπα που ‘εξαπάτησαν’ μέσω της ανέκκλητης φυγής, της απώλειας που επέρχεται με το τέλος, που συμβαίνει με το θάνατο. Η παρουσία-απουσία τους διατρέχει τους στίχους από την αρχή ως το τέλος, αποτελεί την κινητήρια δύναμη που κινεί τους μοχλούς της ποίησης της, ενώ οι ίδιοι σα δυο θολές-παρότι όχι σκοτεινές- φιγούρες, φορώντας εκείνα τα ανοιχτόχρωμα ρούχα με τα οποία τους αναγνώριζε, στέκονται σιωπηρές, μακριά ή κάπου στο βάθος του μυαλού της, μοιάζουν να δέχονται καρτερικά το παράπονο της, για την παθητικότητα και τη σιωπή τους για την προδοτική αν και όχι ηθελημένη άρνησή τους. Όλα εκείνα που δίνουν τροφή σε αυτή την έμμεση έκκληση της για τη δική τους επιστροφή, μια επίκληση σχεδόν που παραμονεύει πίσω από τους στίχους και συχνά γίνεται άηχη κραυγή που δυναμώνει. Άλλοτε πάλι τη συγχώρεση, την κατανόηση και την στωικότητά της απέναντι σε αυτή την ανέκκλητη συνθήκη. Αλλά εκείνη, παρόλα αυτά είναι φανερό ότι σε ένα βαθύτερο μέρος του εαυτού της συνεχίζει να τους αναζητεί στα λευκά γαλάζια και μπλε δωμάτια, στα λευκά κελιά της ψυχικής της μοναξιάς.
Η συγκλονιστική αυτή ποιητική συλλογή της Ελένης Γκίκα, εκτός από την πανανθρώπινη διάσταση της – γιατί ποιος από μας δεν διατηρεί έναν τέτοιο πόθο, ποιος από εμάς δεν έχει αρθρώσει μια τέτοια σιωπηρή κραυγή,- μου θύμισε σε αρκετά σημεία της την ποίηση της Σύλβια Πλαθ, όχι μόνο ως προς την ευθραυστότητα και τη μελαγχολία που διατρέχει όλο το φάσμα του έργου, ή τα θέματα που πραγματεύεται και που κυριαρχούν και στη δική της ποίηση: όπως είναι η προδοσία ή απρόοπτη φυγή ενός αγαπημένου γονιού ή ενός αγαπημένου συντρόφου, αλλά συχνά ως προς το ύφος και τη φόρμα των ποιημάτων, απαλλαγμένη ωστόσο από την «αγριότητα» των εκφράσεων της αμερικανίδας ποιήτριας, τη σκοτεινότητα και τη εσωστρέφεια που κυριαρχεί στην ποίηση της, καθώς η προσηνής Ελένη, ακόμα κι αν δε θα μπορούσε ποτέ να συγχωρέσει τη μη επιστροφή των αγαπημένων της, τη διαχειρίζεται με μεγαλοσύνη, εγκαρτέρηση , κατανόηση και εν τέλει αποδοχή, εφόσον μπορεί να τη μεταπλάσει, τελικά, σε τέχνη.
Έτσι, αντικαθιστώντας το σκοτάδι της Πλαθ με το φως και χρώματα φωτεινά, και επιστρατεύοντας το τρίτο πρόσωπο στα περισσότερα, σαν να είναι και εκείνη «θεατής», κάνει αυτό το παράδοξο ταξίδι αποτίμηση ζωής, επανόδου, κάθαρσης και εν τέλει παραδοχής. Άλλωστε, όπως η ίδια αναφέρει σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής της «Οι λέξεις μας πρόδωσαν,/ ας διασωθούν τουλάχιστον τα χρώματα/ Κι ετούτο το δωμάτιο το γαλάζιο,/ σχεδία ας γίνει / αντέξει δεν αντέξει στον ωκεανό».
Αλλά στα αλήθεια ποιος από εμάς αποδέχεται, τελικά, το τετελεσμένο, ποιος αντέχει τη φωτιά της νοσταλγίας;
Με την ποιητική αυτή συλλογή η Ελένη Γκίκα επιστρέφει, όχι όμως για να μείνει στο παρελθόν, επιστρέφει μόνο για να το επισκεφτεί, να το μνημονεύσει, να το αφηγηθεί, να του αποδώσει φόρο τιμής. Να σπλαχνιστεί την αδυναμία του ‘φυγά’ ,να τον συγχωρέσει κι ας έχει αφήσει πίσω του τα ‘σπλάχνα ανοικτά’: « Φουρτούνα το πάθος/ φεύγει/ και σ” αφήνει/ μ” ανοιχτά σπλάχνα/ κι ούτε μαργαριτάρι ούτε κοράλλι/ μονάχα/ξεχασμένος/ θηλυκός αχινός./ Στα βράχια».

eleni_gika

Ελεγεία και ύμνος την ίδια στιγμή στην αγάπη, την αγάπη που αποχώρησε, αλλά που παραμένει να τροφοδοτεί τη μνήμη, την επιθυμία, τη χαρμολύπη και που φορά πάντα δυο πρόσωπα, εκείνη του πάθους, της λαχτάρας και εκείνη της αποδοχής και της συμφιλίωσης με την αποστέρηση των αγαπημένων προσώπων. Της πατρικής αγάπης που χάνεται, αλλά και του πρόωρα χαμένου συντρόφου. Και κυρίως της συνειδητοποίησης της ματαιότητας των πάντων, μπροστά σε μια τέτοια αλήθεια. Κι όλα αυτά έχουν αποδοθεί σε μια γλώσσα απλή, απέριττη, καθημερινή με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, χρωμάτων, εικόνων που, όπως με τους λεπτούς χειρισμούς τη ποιήτριας, τον ευαίσθητο και διακριτικό τρόπο με το οποίο αφήνει να αποκαλυφθεί η θλίψη της, γίνεται γλώσσα λυρική, στοχαστική, βιωματική και συνεπώς διεισδυτική και πανανθρώπινη. Ταυτίζεται κανείς με την ποίηση της Ελένης Γκίκα, βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται στους στίχους της, συνδιαλέγεται μαζί τους αβίαστα, φυσικά γιατί, όπως υποστηρίζει και η ίδια, η ποίηση είναι σχέση. Σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη του.
Ας απολαύσουμε, λοιπόν, κάποια δείγματα της συλλογής της:
“O πατέρας μου, μια γερασμένη βελανιδιά”.
Ακούει τα βήματά του,
εκείνο το χαρακτηριστικό σούρσιμο
πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δωμάτιο
Σε λίγο, την ανάσα του
κοιμήθηκε, σκέφτεται,
βαριά.
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι
τα πάντα.
Εκείνος, ο πατέρας της,
μια γερασμένη βελανιδιά.
Κι αυτή,
η κόρη του,
ν” ακούει τα βήματα να θροίζουν
την ανάσα
στο δάσος του πουθενά
βαριά.
(από το «Στο δάσος του Πουθενά»)
Μαζί δεν θα ‘ρθουμε ποτέ
σε τούτο το ξενοδοχείο
Μόνη μου θα ’ρχομαι
τάχα μου στο δωμάτιο
το θεραπευτικό
Να βλέπω την ανατολή πίσω απ”
το βράχο
τον ήλιο να καίει
τ” αρχαία σπαρτά
μπλαβής να δύει
μ” εμένα
στην ίδια καρέκλα ακριβώς
σταυρωμένη.
(«Δωμάτιο ίδιο»)
Η αρχική λύση
Ξύπνησα κι ήταν χθες*
πώς γίνεται;
όλοι βαδίζουν μπροστά
κι εγώ πίσω.
Αν φτάσω στην αρχή,
όλα τα έμαθα,
από παιδί επέμενες
πώς η δική μου εξίσωση
βρίσκεται στην αρχή,
γι” αυτό και όλο επιστρέφω
από νύχτα σε νύχτα.
Να σε φτάσω, θες.
Άδεια παράθυρα
Φορά εκείνο το γαλάζιο*
μ” αυτό τον γνώρισε
μ” αυτό αποφοίτησε
όσα όνειρα έκανε
τα έκανε μ” αυτό
Κοιτάζει ακόμα το βουνό της
στις πιο μεγάλες αντάρες
γίνεται θάλασσα
στα ίδια παράθυρα
καρφωμένη από παιδί,
δεν μπορεί,
αυτό από μόνο του
είναι μια σιγουριά
η σιγουριά της.
(περιμένοντας την Πέρσα)
Μάτια γαλάζια, καθαρά
Μόνο τα μάτια σου μού λείψανε
μάτια γαλάζια, καθαρά
Δεν είπαν ψέματα ποτέ
την ίδια ώρα που
όλος ένα ψέμα ήσουν.
Ένα κομμάτι θάλασσας.
Τώρα
καταδικάστηκα
στη στεριά
Κι ούτε μια φέτα ουρανός
Σε μια γενιά αντιπαροχής
δίνω γαλάζιο
για ένα τετραγωνικό τσιμεντένιας σιγουριάς
Αλλά τα μάτια σου
μου είπαν την αλήθεια,
ούτε λόγος!
Κι είμαι ακόμα
νοτισμένη
απ” την πλημμύρα τους.
Νομίζεις πώς αντέχω
σ” άνυδρη ξηρά;
Ύπνος στο μπλε δωμάτιο
Μετράει τον χρόνο
και δεν της βγαίνει
πότε γεννήθηκε
πότε γονάτισε
πότε αγάπησε
για πότε θρήνησε
σε ποιο δωμάτιο
ποια μέρα
μήνα
ποια χρονιά
Σεντόνι
και τα σκεπάζει όλα*
το μούχρωμα
μόνο να γίνει νύχτα
στο μπλε δωμάτιο
Επιτέλους
να πέσει, θέλει,
να κοιμηθεί.
Είπε «κοιμήθηκε»*
Από ύπνο σε ύπνο*
αυτό την έσωσε.
Είπε «κοιμήθηκε»
κι ύστερα ακούμπησε το
κεφάλι της στο μαξιλάρι
που ακουμπούσε το κεφάλι του.
Στον τοίχο
τα δαχτυλικά του αποτυπώματα
αόρατα
για τους πολλούς
σαν την ανάσα του*
«νεκρή» στο μαξιλάρι
Όμως εκείνη την ακούει*
αεράκι
τα μεσημέρια
και την αισθάνεται
στο πρόσωπο.
Στην άκρη του χρόνου
Μι” άδεια καρέκλα
η καρέκλα του
κι η ίδια ξαπλωμένη τώρα
στο ντιβάνι
Στο μπλε του χαλιού
στον τοίχο
στο ταβάνι
η ανάσα του
Ψίθυρος- όνειρο
κάθε βράδυ
στο ίδιο μαξιλάρι
«πάντα ο μπαμπάς μου θα είσαι;»
τον ρωτά
«ναι» της γνέφει
καθησυχαστικά
από την άλλη άκρη του χρόνου.
Ονειρεύεται τη ζωή της
Ολόκληρος
μια πλάτη που
χάνεται στη στροφή
Κι ούτε η αφή της
ούτε η ανάμνηση
θα τον γυρίσει
Φεύγει και χάνεται
αλλ” όμως κάποτε
υπήρξε ζωή
«η ζωή της»
Ακόμα και τώρα
έτσι όταν τον σκέφτεται
τον αποκαλεί
Τον υπόλοιπο χρόνο εκείνη
απλώς ονειρεύεται πως ζει.
Δωμάτιο- Τέλος
και τώρα;
εκείνη κι η ιστορία της
έξω και μέσα 
ταυτοχρόνως
απ” το ποίημα
Το καλάθι της ματαιότητας
Άγχη και φόβοι
δισταγμοί και θυμοί
διλήμματα, επιθυμίες
γέλια και κλάματα,
φασαρία και μέριμνα
καθημερινή
στο καλάθι της ματαιότητας
πάντα
Στην ύστατη ώρα
όταν το τίποτα
γίνεται το αντίθετο*
τα πάντα
το τέλος
και η αρχή*
γίνεται
όλα.
μουσικό κουτί
δερβίσης και
χάθηκα
στην τελευταία περιστροφή
Πρίμα μπαλαρίνα
Δεν υπάρχω, είπα
και έγινα
αιώνια επιστροφή
Στον κήπο του παντός
και στο δωμάτιο που
επιτέλους ξύπνησα
ο Κανένας

Για την Αρχιτεκτονική της ύπαρξης, γράφει η Κατερίνα Καριζώνη

Η Κατερίνα Καριζώνη γράφει για την ποίηση της Ελένης Γκίκα,

 «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης», Εκδόσεις Καλέντη, 2014 By Literature 

Με αρχιτεκτονική διάθεση και λόγο ποιητικό ανιχνεύει η Ελένη Γκίκα τον εσωτερικό χώρο της ύπαρξης στην καινούργια ποιητική της συλλογή, η οποία ήδη απ’ τον τίτλο προδιαθέτει τον αναγνώστη για την ιδιαίτερη αισθητική της. 
 Ποίηση, αρχιτεκτονική, μουσική, μαθηματικά, αλλά και παραμύθι είναι τα στοιχεία που εμπλέκονται στην πρωτότυπη αυτή τεχνική και της δίνουν μια ξεχωριστή ταυτότητα. Πρόκειται για ένα ποιητικό ιδίωμα «δομημένο» με κοφτές φράσεις-υλικά και εσωτερικό ρυθμό, μια αυστηρή αριθμητική των λέξεων που αναπτύσσεται πάνω σε κρυφούς μουσικούς και μαθηματικούς κανόνες. Αν και πεζογράφος η Ελένη Γκίκα και μάλιστα με πλούσια –ενίοτε χειμαρρώδη- αφηγηματική γραφή, διακρίνεται για την οικονομία του λόγου της, όταν γράφει ποίηση. Άλλωστε η ποίηση είναι ελλειπτικός λόγος και χάρη σ’ αυτή την ιδιότητά της, υπερβαίνει τα όρια της συμβατικής γλώσσας και μετουσιώνεται σε τέχνη. 
 Από λέξη σε λέξη λοιπόν και από συμβολισμό σε συμβολισμό, μας ταξιδεύει η Ελένη Γκίκα στην ενδέκατη ποιητική της συλλογή μέσα στα αχανή δωμάτια της ύπαρξης και τα μυστικά τους: στο αυριοδωμάτιο, στο σώμα-δωμάτιο, στο άσπρο δωμάτιο, στο δωμάτιο-alef, στο δωμάτιο-τέλος, στο δωμάτιο-αρχή…. 
Μας ξεναγεί στην αρχιτεκτονική ενός δικού της ποιητικού κόσμου, σε μια προσωπική χωροταξία των λέξεων- για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο της- όπου κυριαρχούν μυθικές μορφές : ιππότες -ναίτες, μωρά σε κούνιες, άνθρωποι-δέντρα, ο πατέρας-γερασμένη βελανιδιά, κούκλες που μιλούν, αλλά και ονειρικά σκηνικά και υλικά όπως το δάσος του πουθενά, οι εκατό χουρμαδιές όπου φτάνει η σιωπή, το σεντονάκι –καθρέφτης- γυαλί, το σπαθάκι –μολύβι- φτερό, οι-Κυριακές-του-μπαμπά, το αγριομυστήριο.   Ο χρόνος στα ποιήματα είναι ρευστός, αξεδιάλυτος , το τώρα είναι αιώνιο, το αύριο επτά αιώνες πριν,- «ξύπνησα και ήταν χθες» γράφει κάπου η ποιήτρια-, η αρχή αέναη, το τέλος διαρκές. Τα πρόσωπα υπάρχουν μέσα στην απουσία , συνεπώς στη μνήμη. Τα πράγματα χάνονται και επιστρέφουν μέσα από μια συνεχή περιδίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στο θάνατο και τη ζωή. Οι λέξεις μετατρέπονται σε κώδικες της προσωπικής μυθολογίας , η οποία συντίθεται από τραύματα και θραύσματα που η ποιήτρια αποκαλύπτει και αποκρύπτει συνεχώς, προκαλώντας έτσι τον αναγνώστη. Το ποιητικό σύμπαν που δημιουργεί η Ελένη Γκίκα είναι αινιγματικό, αλλά όχι σκοτεινό. Οι γρίφοι της φωτίζονται απ’ το συναίσθημα, που όμως χρησιμοποιείται με οικονομία και εκφράζεται μέσα απ’ την ελλειπτική γραφή. Καμιά λέξη δεν περισσεύει. Πίσω απ’ την ποιήτρια βέβαια κινείται πάντα η αφηγήτρια, κάτι που γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Ίπταται και πεζοπορεί ταυτόχρονα. Με λόγο αφαιρετικό, όπως αυτός της ποίησης, επιχειρεί να ανασυνθέσει κομμάτια από κατακερματισμένες ιστορίες ή να επινοήσει καινούργιες. Έτσι κάθε λέξη είναι φορτωμένη και φορτισμένη από βιώματα. Ποίηση βιωματική, λοιπόν και ταυτόχρονα ερωτική, προσανατολισμένη στη μνήμη και στους μύθους της, ποίηση –ξόρκι απέναντι στην απώλεια και στην απουσία των αγαπημένων προσώπων, στο κενό και στον θάνατο. Ποίηση υπαρξιακή. Ξεχωρίζω ένα απόσπασμα απ’ το ποίημα:  

 Δεμάτι για τη δική μου πυρά 
Έτσι κι αλλιώς, κουβαλά ο καθένας μας
Το δεμάτι για τη δική του πυρά 
Όπως κι αν το βαφτίζει
Πέπλα πρώτα, κουνουπιέρα, 
Η κούκλα μου Μάνια που μιλά,
Χωράφι μου, αμάξι μου, 
γοβάκι Σταχτοπούτας, χρέος
Και η μεγαλύτερη δυναστεία
Δεν ζει όσο τρεις βελανιδιές
Ακόμα κι ο χρόνος γερνά 
Στο ίδιο δωμάτιο…  

Τα ποιήματα κλείνουν στο τέλος με ημερομηνίες, ώρες και τόπους, όπου γράφτηκαν που λειτουργούν ως υποσημειώσεις στο ποιητικό σώμα. Κάπου δεσπόζει η θρυλική Μάνη και οι ιστορίες της, αλλού η Ρόδος των Ιπποτών, η Βιέννη των κατόπτρων με το τυπογραφείο του Ρήγα και τα γκρίζα νερά του Δούναβη. Διηγήσεις σκόρπιες κρυμμένες μέσα στις ποιητικές εικόνες, που πάνε πίσω μπρος στο χρόνο, δημιουργώντας μια εξόχως μαγική ατμόσφαιρα. Εντύπωση μου έκανε η προσεγμένη γραφή των ποιημάτων με σιωπές, διαστήματα, ρυθμική παράθεση λέξεων, ερωτηματικά, κενά και σχήματα που ενισχύουν την εικαστική πλευρά της γραφής. 
Πάντα πίστευα ότι η ποίηση είναι χορός των λέξεων πάνω στο χαρτί . Μοιάζει με το χορό των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, με το στροβίλισμα των ουράνιων σωμάτων στο σύμπαν. Κάπως έτσι το συλλαμβάνει και η ποιήτρια και το καταγράφει σ’ ένα ποίημά της με τον τίτλο «μουσικό κουτί», με το οποίο κλείνει την συλλογή της:

 Δερβίσης και Χάθηκα Στην τελευταία περιστροφή. 

Μόνο που τίποτα δεν χάνεται στην ποίηση και ειδικά στην καλή ποίηση που αποτελεί κιβωτό μέσα στη γλώσσα, ύψιστη τέχνη και άνθος της γραφής. «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης» λοιπόν, το νέο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Γκίκα, μας συγκινεί με τον καίριο ποιητικό λόγο του, την πρωτότυπη αισθητική του και το πηγαίο –αν και διακριτικό συναίσθημα που φέρουν οι στίχοι του. Μας υπενθυμίζει το αξεδιάλυτο της ζωής και του θανάτου, του χρόνου και του ονείρου, το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας.  

 Οι Κυριακές του μπαμπά 

Οι-Κυριακές-του-μπαμπά Θα το πω 
Και θα’ ναι η ζωή μας 
Από κυριακάτικο σε Κυριακάτικο ξύπνημα 
Τώρα που το νήμα Κόπηκε σε μένα 
Κι εκείνος έγινε αστεράκι 
Αστρική σκόνη και φως 
Ασημένια κλωστή 
Κι εγώ μαριονέτα 
Που ν’ αρχίζω πάλι 
Και να χορεύω 
Που αγνοώ τον 
Καινούργιο ρυθμό 
Τώρα που δίχως 
Εκείνον είμαι ξανά 
Τίποτα. 
Από τις Κυριακές θα πιαστώ 
Να ξαναβρώ την αρχή 
Θα μου δώσεις το βήμα; 
Λοιπόν, μπαμπά, 
πάμε Ξανά Κυριακή…   

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Read more at: http://www.literature.gr/