Διονύσης
Μαρίνος “Τελευταία Πόλη”, Εκδ.
“Γαβριηλίδη”
επειδή
“άλλος δρόμος δεν υπήρχε”.
“Εσύ
δεν είχες μια γυναίκα και ένα παιδί;
Εγώ;
Πότε;
Κι
όμως, σε θυμάμαι”.
"ήξεραν
βέβαια, με την ισχυρή βεβαιότητα που
έχουν όλοι οι κυνηγημένοι, πως άλλος
δρόμος δεν υπήρχε από αυτόν που έβλεπαν
μπροστά τους".
"ο γέρος είχε δίκιο,
σκέφτηκε ο Νίκολα ασυναίσθητα, η ελπίδα
ήταν ένα παιχνίδι σημαδεμένο από την
αρχή".
Στο
καινούργιο μυθιστόρημα του Διονύση
Μαρίνου “Τελευταία Πόλη” όλα είναι
δρόμος. Αλλά είναι ταυτοχρόνως και μια
πραγματική Κόλαση που μπορεί να συμπέσει
χρονικά και με τη δική μας ζωή.
Αλληγορικός,
ποιητικός, ατμοσφαιρικός, αλλά πάνω απ'
όλα απολύτως υπαρξιακός ο συγγραφέας
στηρίζεται στο παράλογο της εποχής
ρεαλιστικά για φτάσει μέσα απ' αυτό στα
αιώνια διλήμματα της ζωής.
Ο
ήρωάς του, φαίνεται κατ' αρχάς να μάς
είναι γνωστός από την πρώτη σελίδα, μας
συστήνεται με απόλυτη σαφήνεια από την
πρώτη παράγραφο:
“Είμαι
ο Νίκολα Αλίχοβιτς από το Μπίχατς. Γιος
του Ιβάν Αλίχοβιτς από το Βελιγράδι και
της Αλιόνα από το Άμπντιτς. Δεν ξέρω τι
γράφει ακριβώς το δικό μου αίμα. Δεν
πρόλαβα να το διαβάσω. Ο άγραφος μύθος
του έμεινε καλά κρυμμένος από το φευγιό.
Στα
τριάντα τρία μου αναγκάστηκα να φύγω
από τον τόπο μου. Να γίνω πρόσφυγας. Έτσι
μας είπαν οι άλλοι.
Μέχρι
να τους διώξουν κι αυτούς από τις εστίες
τους κάποιοι άλλοι”.
Ο
συγγραφέας σε πρώτο επίπεδο, έχει κάνει
έρευνα, τον αφορούν τα Βαλκάνια, έχει
ήδη δει την έρημη γη.
Αλλ'
όσο προχωρεί στο βιβλίο του το κεντρικό
βάρος μετατοπίζεται. Το προσωπικό
γίνεται οικουμενικό. Το τοπικό, αποκτά
διαστάσεις παγκόσμιες. Ο πόλεμος,
ενδεχομένως με άλλες μεθόδους συντελείται
παντού, και στην ρημαγμένη Αθήνα τον
χειμώνα. Ναι συμβαίνει κι εδώ.
Οι
αρχετυπικοί ήρωές του, ο άνδρας, η γυναίκα
και το παιδί στη συνέχεια χάνουν την
συγκεκριμένη ταυτότητα, η πορεία τους
είναι η Αλίκη στην τρύπα της, ο δρόμος
προς Εμμαούς.
Ένας
δρόμος στην πιο σκληρή εκδοχή του.
Η
Κόλαση συμβαίνει τώρα, αφορά τον καθένα
και είναι εδώ.
Ο
συγγραφέας την συναντά με άφθαρτες
λέξεις, με ποιητική οξυδέρκεια και από
κάποιο σημείο και μετά εντελώς χρησμικά.
Στην
ιστορία του κόσμου εξάλλου έχουν σβήσει
πόλεις εντελώς απ' τον χάρτη, έχουν
αλλάξει σύνορα πατρίδες, και άπειροι
άνθρωποι έχουν βρεθεί στον έρημο δρόμο
υποχρεωμένοι σε προσφυγιά.
Αλλά
ο άνδρας του Διονύση Μαρίνου δεν είναι
πρόσφυγας μόνο, είναι Σίσυφος, είναι ο
Ξένος, είναι εκείνος που πάντα γεννήθηκε
“από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος”
όποια κι αν είναι αυτή.
Και
το βιώνουμε αυτό αναγνωστικά μ' όλους
τους τρόπους. Με τη ζωή του, τον δρόμο,
τα ξέφωτα, το όνειρο. Εξαιρετική στιγμή
αυτή του ονείρου όπου αθέλητα “μαγειρεύει”
τη γυναίκα του και το ίδιο του το παιδί.
Ακόμα
και οι αναλαμπές του παρελθόντος που
σφύζει από ζωή έτσι όπως αναδεικνύονται
κάνουν μεγαλύτερη καταστροφή την
καταστροφή.
Οι
πιπεριές που πια είναι κόκκινες απ' το
αίμα.
Τα
ράφια της βιβλιοθήκης με όλα τα τιμαλφή.
Η
πόρτα του σπιτιού που ανοίγει και δεν
ξανακλείνει.
Αυτή
η βεβαιότητα εξ αρχής, ό,τι αφήνουν το
αφήνουν για πάντα και δεν θα το ξαναβρούν.
Η γυναίκα του Λωτ που είναι οι τρεις
τους με όλη τη γνώση από την αρχή.
Ο
περίκλειστος κόσμος με τον ήχο του φόβου
και με την Θάλασσα ως έσχατη ελπίδα αλλά
οι ήρωες θέλουν δεν θέλουν βρέθηκαν να
ζουν σε “δύο ρυτίδες γης”. Δική του η
έκφραση.
Και
το είπα και στον ίδιο. Εάν σημειώσουμε
φράσεις έχει ήδη έτοιμη μια ποιητική
συλλογή. Ένα απολύτως υπαρξιακό ποιητικό
κύκλο, ο καθένας μας δεν αρκεί που χρωστά
έναν θάνατο σ' αυτή τη ζωή αλλά φαίνεται
να χρωστά και την επίγεια κόλασή του σ'
αυτή τη ζωή.
Γι'
αυτό θα κάνω κατ' εξαίρεση ένα παιχνίδι
να το πω; με όλη τη σοβαρότητα που έχει
το παιχνίδι για ένα παιδί, μια επιλογή.
Θα επιλέξω φράσεις του συγγραφέα από
το βιβλίο του που θα μπορούσε να είναι
η καθεμία ένα κεφάλαιο από μόνη της,
φράσεις που άλλες κλείνουν το μάτι στη
μεταμόρφωση του Κάφκα κι άλλες παίζουν
στα ζάρια την ανθρώπινη ύπαρξη σαν τον
Κόρμακ ΜακΚάρθυ, εξάλλου τα μεγάλα
τραύματα όπως συμβαίνει και στη λογοτεχνία
του Γιώργου Χειμωνά, η ανθρώπινη τραγωδία
είναι πάντοτε εδώ, δλδ. εκεί.
“Μου
μένουν ακόμα τρεις ανάσες δρόμος” λέει
ο μελλοθάνατος του Ντοστογιέφσκι στον
Ηλίθιο, αλλά ο άντρας της “Τελευταίας
Πόλης” το πόσες ανάσες του απομένουν,
χειρότερα ακόμα, απ' την αρχή δείχνει
να τ' αγνοεί.
Στις
φράσεις του τώρα:
“Τώρα
τίποτα. Μόνο αυτή η πεπερασμένη αλήθεια
του κουρασμένου τοπίου, που έτσι ήσυχο
όπως τους αγκάλιαζε έδειχνε να είναι η
τέλεια παγίδα”.
“Τώρα
θα εμφανιστούν και τώρα θα τρέξουμε”.
“Ο
προορισμός τους είναι η θάλασσα. Η κάτι
τέλος πάντων που ονομαζόταν παλιά
θάλασσα”.
“Ο
Νίκολα δεν είχε βγει ποτέ πέρα από το
τετράγωνο που όριζε το σπίτι του και το
άλλο που τον περιχαράκωνε στο εργοστάσιό
του. Πήγαινε και ερχόταν κουβαλώντας
πάντα το βάρος των επιθυμιών του”.
“Σφύριζαν
οι ειδήσεις, και όταν η φωτιά ήρθε μέχρι
τα μπατζάκια του...”
“Να
πάνε πού;”
“Έτρεχε,
κατάπινε το δρόμο έτσι όπως δεν τον είχε
περπατήσει ποτέ”.
“Μπορεί
πάλι και να μην υπήρχε θάλασσα και όλα
αυτά να ήταν ένα ζωτικό ψεύδος”.
“Κοίταζαν
τη θλίψη, τους κοίταγε και αυτή”.
“Τα
πάντα κυκλοφορούσαν στη μαύρη αγορά.
Ακόμα και οι άνθρωποι”.
“Καθημερινά
να ξυπνάς με την ιδέα ότι θα είσαι ο
επόμενος”.
“Γι'
αυτούς που το έκαναν και για όλους εμάς
που το μαθαίναμε”.
“είχαν
διορία μια μέρα”.
“Αυτό
είχαν αποφασίσει να κάνουν. Να κάψουν
την πόλη. Να τη σβήσουν από τον χάρτη”.
“Καλύτερα
μόνος μου”, τους είπε. “Θα σας γίνω
βάρος και θα μου γίνεται και εσείς”.
“Έτσι
ήταν και έτσι θα είναι”.
“Δεν
έκλεισαν καν την πόρτα πίσω τους”.
“Ένα
ανθρώπινο αφρισμένο ποτάμι, στον πάτο
του είχε θαφτεί το μέλλον τους και στην
πλάτη του κολυμπούσε με δυσκολία το
παρόν”.
“πρησμένη
γη”
“τοκογλυφία
του χρόνου”
“Κανείς
δεν αντέχει το διπλανό του, γιατί είναι
σαν να βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό
στον καθρέφτη”.
“Ο
άντρας. Η γυναίκα. Και το παιδί τους.
Χωρίς ονόματα. Μόνο με ιδιότητες”.
Ο
χρόνος δεν είχε πια κανένα νόημα γι'
αυτούς”.
“Προχωρούσαν
προς το τίποτα.... Προορισμός τους ήταν
η θάλασσα”.
“Γιατί
ήταν τα μοναδικά που της ανήκαν σε ένα
κόσμο που κανείς δεν είχε τίποτα και
δεν θα είχε για κάμποσο καιρό”.
“Τα
τιμαλφή είχαν απομείνει στις προθήκες
της βιβλιοθήκης του σαλονιού”.
“Βούρτσα
χτενίσματος” (στη μέση του πουθενά με
αποσκευές το απόλυτο τίποτα μια βούρτσα
χτενίσματος, σε κάνει να σου 'ρχονται
κλάματα, αυτή η μάταιη κοκεταρία είναι
τόσο δραματική!)
“ο
άνθρωπος είναι πλασμένος από τη φύση
του σαν μια αχόρταγη καταβόθρα, που υπό
συνθήκες μπορεί να καταπιεί τα πάντα:
από ροδόνερο μέχρι περιττώματα”.
“Προσπάθησε
να πετάξει από το μυαλό του, σαν ρούχο
περιττό, τις σκέψεις της παλιάς ζωής
στο σπίτι τους”.
“Μόνο
να ζήσει μια μέρα ακόμα. Και μια ακόμα”.
“απεγνωσμένες
μαριονέτες ενός κόσμου που είχε σπάσει
ολότελα σε κομμάτια και κανένα σκοινί
δεν μπορούσε να τον κρατήσει στη θέση
του”.
“Το
κεφάλι του άντρα τραβήχτηκε από το
παράθυρο και με έναν ταχυδακτυλουργικό
τρόπο ξαναενώθηκε με το σώμα του”.
(Εικόνες απίστευτης ποίησης και οδύνης).
“Όπως
η ίδια τους η φύση. Η φύση των ανθρώπων”.
“έβαζε
με το νου της το μέλλον αυτού του παιδιού,
που είχε γεννηθεί στα χρόνια της ταραχής”.
“όχι
δουλικά, δοτικά” (ο απόλυτος ορισμός
του έρωτα σε ένα βιβλίο όπου ο ίδιος ο
συγγραφέας ισχυρίζεται ότι δεν είναι
καθόλου ερωτικό).
“Γίνονταν
ο ένας η εξέλιξη του άλλου, και αυτό τη
φόβιζε”.
“Είδε
το άγαλμα σπασμένο”.
“Γιατί
σε εμάς, Θεέ μου”
“Γιατί
έτσι ήταν και έτσι θα είναι πάντα ο
κόσμος αυτός”.
“Είστε
από εκείνους ή από μας;”
“σαν
περιπλανώμενοι εξωγήινοι”
“εχθρική
χώρα”,
“δεν
είχαν μπει στη διαδικασία να ξεδιαλύνουν
ποια ήταν τα αντίπαλα στρατόπεδα”.
“Μας
έδιωξαν από τα σπίτια μας. Αυτό είμαστε
μόνο”.
“Ήταν
και πάλι μόνοι σε ένα μονάχο κόσμο”.
“Η
τελευταία πόλη στην άκρη της γης”.
“Άνθρωποι
με τον πόνο στο κούτελο”.
“Απλώς
υπάρχει και θυμίζει στον άνθρωπο από
τι σκάρτο υλικό είναι φτιαγμένος”. (Δεν
είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη που είναι
το όνειρο δλδ?)
“Μπορεί
να ήταν δικοί μας, μπορεί να ήταν και
από τους άλλους”.
“Όλοι
το ίδιο κάνουν. Μαχαίρι πάνω στο μαχαίρι.
Αίμα πάνω σε άλλο αίμα. Πώς να ξεδιαλύνεις
σε ποιον ανήκει; Ποιος το έχασε και ποιος
το κέρδισε;”
“Ούτε
Θεός ούτε και αντίζηλός του”.
“Κάθε
μέρα άφηναν και έναν κρίκο βίου να τους
πέσει από τη ζώνη”.
“Ένας
ακατέργαστος αλτρουισμός, που εκδηλωνόταν
κρυφά αλλά δίχως επίφαση και ουμανιστικές
κορόνες”.
“γρήγορα
ξεχνούσαν πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από μελλοθάνατοι”.
“Συνένοχος
σ' αυτή την ακούσια παραπλάνηση”.
“Λένε
πως τα όνειρα είναι ο καθρέφτης μας....
Αν είναι ο δικός του είχε γίνει θρύψαλα”.
“Λίγο
ακόμα και θα σπάσει η μάσκα που φοράει”.
“Η
πόλη έμοιαζε ήδη με έγκαυμα”.
“Ποιος
να επέζησε από το χαμό; Τι να είδαν τα
μάτια τους;”
“Φτύνοντας
τις λέξεις μια προς μια”.
“Είχε
ξεχάσει ότι είχε γυναίκα και παιδί.
Ήταν
εντελώς μόνος.
Μέσα
στον εαυτό του κλεισμένος σαν στρείδι.
Η
μεταμόρφωσή του είχε ολοκληρωθεί”.
“Όλα
είχαν γυρίσει ανάποδα”.
“Πόσα
πράγματα μισά”.
“Το
σπασμένο μαχαίρι του. Το σπασμένο χέρι
του”.
“Εσύ
δεν είχες μια γυναίκα και ένα παιδί;
Εγώ;
Πότε;
Κι
όμως, σε θυμάμαι”.
“Σαν
ηθοποιοί που ξέμειναν στη σκηνή”.
“Μπροστά
τους η θάλασσα να παφλάζει...
Αυτοί
σταμάτησαν να τον ακολουθούν”.
“Κάπου
εδώ ο κόσμος τελείωνε...
Ο
κόσμος τελείωσε”.
“Ο
άντρας προχώρησε...
Στο
πουθενά”.
“η
αναλλοίωτη θλίψη των ανθρώπων”.
Σας
θυμίζουν κάτι όλα αυτά? Πάντα θα μας
θυμίζουν κάτι. Είναι η φύση μας και γι'
αυτό μοίρα μας. Κι αυτό ο Διονύσης Μαρίνος
φαίνεται να το ξέρει καλά.
Ένα
γοητευτικό, σκληρά ευαίσθητο βιβλίο με
πολλαπλές αναγνώσεις και μόλις σας
διάβασα – μέσα από φράσεις του- μόνο
μια απ' αυτές. Τις υπόλοιπες θα τις
αναζητήσετε στο βιβλίο, το έχει αναλάβει
ήδη για όλους μας η ζωή.
Από
την παρουσίαση του βιβλίου στις 11 Οκτ.
2012 στο βιβλιοπωλείο
free
thinking zone