Δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό "Η Ιστορία Σήμερα" (Έθνος 10 Νοε 2012)
“Η
εμπειρία της κατοχής και της αντίστασης
στην Αθήνα” του Μενέλαου Χαραλαμπίδη.
Εκδ. “Αλεξάνδρεια”, σελ. 382, 20 ευρώ.
Ανθρωποκεντρική
μελέτη που αποδεικνύεται άκρως επίκαιρη
έως και ωφέλιμη όσον αφορά την εποχή. Ο
συγγραφέας μέσα από το πρίσμα της
κοινωνικής ιστορίας, αναδεικνύει
ιδιαίτερα την Κατοχική Αθήνα σαν
χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως
αντιδρά μια κοινωνία σε περιόδους
κρίσης: η εγκατάσταση των Μικρασιατών
προσφύγων στις παρυφές, η οικονομική
και κοινωνική τους περιθωριοποίηση, η
πολιτισμική τους συμπεριφορά, τα
γερμανικά κατοχικά στρατεύματα και η
κατάρρευση της οικονομίας, ο κατοχικός
λιμός, το αντιστασιακό κίνημα και οι
προσφυγικές συνοικίες της Καισαριανής,
τα συσσίτια και οι αντιδράσεις, τελικά,
των ανθρώπων, μέσα από εμπειρίες φοιτητών,
δημοσίων υπαλλήλων και εργατών, περνούν
μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και
αποτελούν πολύτιμη εμπειρία και ιστορία.
“Στον
ίδιο συνοικισμό (Δουργούτι, σημερινό,
Νέο Κόσμο) δώσαμε λίγα γραμμάρια λάδι
στην Ε. Σωτηρίου 35 χρονών που ήτανε
κάποτε όμορφη. Αγνώριστη τώρα και
κουρελιασμένη άνοιξε την εξώπορτα.
Αναγκάστηκε να δώσει όλα της τα έπιπλα
στη μαύρη αγορά για λίγα τρόφιμα. Για
να μπορέσει να ζεσταθεί λίγο αναγκάστηκε
να κάψει τα σανίδια του πατώματος. Σε
μια γωνιά στέκουνται κλαίγοντας τα τρία
της παιδιά. Την περασμένη εβδομάδα
πέθαναν ο άνδρας της και ένα παιδί της
που χρειάστηκε να μείνουν αρκετές μέρες
πεθαμένοι μέσα στο σπίτι, ώσπου να
μπορέσουν να τους μεταφέρουν” (ανταπόκριση
δημοσιογράφου του περιοδικού Ρεαλιτέ
που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη).
“Ζω
σε μια πολιτεία που έχει πάθει ένα είδος
αμόκ. Στην περιφέρεια της Αθήνας, κάθε
βράδυ γίνουνται μάχες σωστές ανάμεσα
στο ΕΑΜ και στα σώματα ασφαλείας. Στο
κέντρο της πόλης συνεχώς γίνουνται
δολοφονίες. Είναι κάτι τόσο συνηθισμένο
που κανείς πια δεν το συζητά. Παράξενο
μας φαίνεται όταν δεν ακούγονται
πυροβολισμοί” (γράφει τον Αύγουστο του
1944 ο Γιώργος Θεοτοκάς στο ημερολόγιό
του).
Μία
ιστορική μελέτη... οδηγός επιβίωσης
τελικά, ναι ο κόσμος έχει ζήσει και τα
χειρότερα και δικαιώνονται οι μπαμπάδες
και οι παππούδες για κείνη την απειλή
“ε ρε Κατοχή που σας χρειάζεται!” Αλλά
τρόποι υπάρχουν πολλοί. Κι η Ιστορία
γυρίζει σελίδα κάποια στιγμή. Αλλ' όπως
υποστηρίζουν οι επιζήσαντες “τα γεγονότα
που ζήσαμε κι αυτά που νιώσαμε, με τον
παλμό και τα “πιστεύω” εκείνης της
εποχής αλλά και όπως τα βλέπουμε και τα
εκτιμούμε με την ασφάλεια της απόστασης
των μεταγενέστερων χρόνων” αποτελούν
και διατυπώνουν την υποχρέωσή τους
απέναντι στις επόμενες γενιές, εν τέλει,
απέναντι στην Ιστορία.
Ο
συγγραφέας του βιβλίου που γεννήθηκε
το 1970 στην Αθήνα, σπούδασε Οικονομικά
και στη συνέχεια έκανε τη διδακτορική
του διατριβή στον τομέα της Σύγχρονης
Ελληνικής Ιστορίας στη Φιλοσοφική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολείται
ερευνητικά με την Κατοχή και το πρώτο
μισό του 20ου αιώνα.
“Ένα
κάποιο τέλος” του Τζούλιαν Μπαρνς.
Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης. Εκδ. “Μεταίχμιο”,
σελ. 210, 13.30 ευρώ
“Ένα
τέλειο μυθιστόρημα ευρωπαικής οικονομίας
και δύναμης (απόηχοι Σνίτζλερ, απόηχοι
Καμύ)”, “Ένα ακριβές, διεισδυτικό,
αριστοτεχνικά γραμμένο μυθιστόρημα
για τις ατέλειες και τις σκοτεινές
κόγχες της μνήμης”.
Στο
καινούργιο του μυθιστόρημα ο Τζούλιαν
Μπαρνς, μέσα από την ιστορία τεσσάρων
φίλων και με ιστορικό φόντο την δεκαετία
του '60, αποδεικνύει με τρόπο μαθηματικό,
σαν θεώρημα, την ιστορική δεδομένη από
γεγονότα αλυσίδα. Ο Κόλιν, ο Άλεξ, ο Τόνι
και ο Έντριαν, βιώνουν αντίστροφα (όσοι
τουλάχιστον έχουν απομείνει) αυτό που
συνέβη. Οι αυταπάτες και τα άλλοθι του
καθενός, οι επιλογές και η οπτική του
που μπορεί αναλόγως την εποχή και να
αλλάζει, παραμερίζουν μπροστά στην
απαράβατη και απαραβίαστη ιστορική
αλήθεια τελικά.
Την
αποκαλύπτει ο αυτόχειρας Έντριαν χρόνια
μετά, την υφίσταται εκών άκων ο Τζόνι
εξηντάρης.
Το
ζήτημα της συσσώρευσης, των ορίων της
ευθύνης και του επιμερισμού της ευθύνης
θα τεθούν ως το τέλος ξανά και ξανά. Το
παρελθόν θα γραφτεί με διαφορετικούς
τρόπους πολλές φορές, μέχρι να αποδειχθεί
τελικά ότι όλα – συνέβησαν- μόνον –
έτσι.
Στις
μόλις 210 σελίδες του βιβλίου που σε
αναγκάζει τελειώνοντας να το ξαναπιάσεις
από την αρχή (δεν συμβαίνει αυτό συχνά
με βιβλία) η ιστορική αλυσίδα ξεπροβάλει
ξεκάθαρη στο τέλος και σταθερή, όταν
όλα έχουν ήδη συμβεί και “πού πια καιρός”
και όλα- ήταν- αυτά κι ας θεωρούσαν οι
ήρωες πως ήταν -τελικά- άλλα.
Κι
όσο κι αν επέμεναν νέοι πως “η Ιστορία
δεν είναι τα ψέματα των νικητών αλλά
μάλλον οι αναμνήσεις των επιζώντων”,
η Ιστορία είναι Ιστορία και έχει ήδη
συμβεί, δλδ η Ιστορία είναι αυτή, πέρα
από νικητές και ηττημένους. H
ιστορία
τους, εξάλλου, σε πρώτο επίπεδο, φαινομενικά
καθαρά προσωπική. Είναι μόνον η ιστορία
μιας παρέας, είναι τέσσερις φίλοι. Ένας
αγάπησε μια. Η μία αγάπησε τον άλλον. Ο
άλλος, αν και υπήρξε ο πολλά υποσχόμενος,
αυτοκτόνησε κάποια στιγμή. Τριγύρω τους
μια δεκαετία σαν άγονη επαρχία. Η ζωή
τους, μερικά μικρογεγονότα ικανά να
δημιουργήσουν φράκταλ. Σαν εκείνο το
γνωστό πέταγμα της πεταλούδας στη Νέα
Υόρκη και την θύελλα στο Πεκίνο.
Ένα
μυθιστόρημα για τον χαμένο χρόνο που
είναι πάντοτε πανταχού- παρών και
εκτυλίσσεται κυκλικά:
“Ζούμε
εντός του χρόνου- αυτός μας κρατάει και
μας πλάθει-, εγώ όμως δεν ένιωσα ποτέ να
τον κατανοώ πλήρως, δεν αναφέρομαι στις
θεωρίες για το πώς κάμπτεται και
αναδιπλώνεται ή πώς μπορεί να υπάρχουν
κι αλλού παράλληλες εκδοχές του... αφού
δεν μπορώ πια να είμαι βέβαιος για τα
πραγματικά γεγονότα, ας μείνω πιστός
στην εντύπωση που άφησαν τα συμβάντα
αυτά”, ξεκινά. “Πλησιάζεις στο τέλος
της ζωής- όχι, όχι στο τέλος της ίδιας
της ζωής, αλλά κάποιου άλλου πράγματος:
στο τέλος της όποιας πιθανότητας να
υπάρξει αλλαγή σε αυτή τη ζωή...Υπάρχει
συσσώρευση. Υπάρχει ευθύνη. Και πέρα
από αυτά υπάρχει αναβρασμός. Μεγάλος
αναβρασμός”, για να καταλήξει.
“Τα
περασμένα δεν είναι όνειρο” του Θοδωρή
Καλλιφατίδη, Εκδ. “Γαβριηλίδης”, σελ.
230, 18.11 ευρώ
Απ'
τους Μολάους όπου γεννήθηκε, έφυγε για
την Αθήνα λίγο μετά την Κατοχή. Με τον
παππού του. Είχε αποφυλακιστεί και ο
πατέρας. Απ' την Ελλάδα για την Σουηδία
έφυγε λίγο πριν από την δικτατορία. Με
τα πατρικά βάρη, εξάλλου, δεν μπορούσε
να βρει δουλειά, η Σχολή του Κουν ήταν
περιττή πολυτέλεια.
Ο
Θοδωρής Καλλιφατίδης, γνωστός μας
περισσότερο από τα αστυνομικά, παρ' ότι
θεωρείται σήμερα “μεγάλο συγγραφικό
κεφάλαιο για τον τόπο”, αναγκάστηκε να
φύγει για την Στοκχόλμη το 1964. Εκεί
σπούδασε Φιλοσοφία και εργάστηκε στο
ίδιο πανεπιστήμιο μετά, επί τέσσερα
χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό
Μπόνιερς Λιττερέρα Μαγκαζίν, άρχισε να
γράφει το 1989 στα σουηδικά και από το
1994 γράφει τα βιβλία του και στα ελληνικά.
Έχει εκδώσει ήδη 15 βιβλία. Το καινούργιο
του βιβλίο “Τα περασμένα δεν είναι
όνειρο” είναι πολλά: αυτοβιογραφία
πρώτα απ' όλα, ιστορία και φυσικά
λογοτεχνία.
Ξεκινά
σχεδόν από τις παιδικές αναμνήσεις.
Στους Μολάους την Κατοχή, ο πατέρας του
είναι στη φυλακή κι εκείνος με τον παππού
και τον αδελφό του με Γερμανούς και
μαυραγορίτες στο χωριό, “πεινούσαμε.
Κτήματα πουλιόνταν για να ένα σακί
αλεύρι”, γράφει.
Το
κεντρικό βάρος του βιβλίου πέφτει στην
αθηναική εποχή, στην εφηβεία του και
στην μετέπειτα αγωνία του να σταθεί και
να βρει δουλειά, στον παραλογισμό που
γνωρίζει κατά και μετά την στρατιωτική
του θητεία. Στην υποθηκευμένη ζωή που
αναζητούσε αντίδοτο στη γραφή, στον
παραλογισμό του φασισμού που εξακολουθούσε
και στις αλλεπάλληλες αποτυχίες και
απογοητεύσεις.
Θα
μπορούσε να πει κανείς πως είναι η
μεταναστευτική του διαδρομή, η εσωτερική
μετανάστευση που θα γίνει εξωτερική, η
προσωπική ιστορία που σηματοδοτεί την
Ιστορία μιας εποχής με τον κύκλο
αριστουργηματικά να κλείνει. Επιτυχημένος
πια, με τους πάντες νεκρούς, επιστρέφει
στους Μολάους για να τον βραβεύσουν
εκεί απ' όπου στο παρελθόν τούς είχαν
όλους οικογενειακά εκδιώξει. Για να
μάθει ποιος πρόδωσε τελικά. Ο προδότης
δεν ζει πια αλλά τα περασμένα είναι
ιστορία κι ο συγγραφέας γι' αυτό τα
θυμάται και γράφει.
“Τα
περασμένα ξαναγύρισαν. Τα περασμένα
δεν ήταν όνειρο, αν και μπορούσες πια
να ζήσεις μαζί τους”.
“Η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 6 ΠΙΑΤΑ” του Tom
Standage. Μετάφραση:
Ρούλα Κοκκολιού. Εκδ. “Κέδρος”, σελ.
335, 19 ευρώ
“Υπάρχουν
πολλοί τρόποι να δούμε το παρελθόν: σαν
μια λίστα σημαντικών ημερομηνιών, σαν
κυλιόμενο διάδρομο βασιλιάδων και
βασιλισσών, σαν μια ακολουθία από
αυτοκρατορίες που ακμάζουν και παρακμάζουν
ή σαν μια αφήγηση πολιτικών, φιλοσοφικών
βιβλίων”, ξεκινώντας μ' αυτό τον τρόπο
την εισαγωγή, ο συγγραφέας επιλέγει να
δει από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα
την Ιστορία. Εξετάζοντας τις
κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που
προκάλεσε ή κατέστησε δυνατές η τροφή.
Ή κι αντιστρόφως.
Ο
Tom
Standage, ο
συγγραφέας του βιβλίου “Η ιστορία του
κόσμου σε έξι ποτήρια”, στο καινούργιο
του βιβλίο “Η ιστορία του κόσμου σε έξι
πιάτα” ξαναγράφει την ιστορία. Ξεκινώντας
από “Τα εδώδιμα θεμέλια του πολιτισμού”
(ανακάλυψη της γεωργίας και οι ρίζες
της σύγχρονης εποχής), συνεχίζει με
“Τροφή και κοινωνική δομή” και
αναφερόμενος στις “Παγκόσμιες διαδρομές
της τροφής”, φτάνει ως την “Τροφή, την
ενέργεια και την εκβιομηχάνιση”. Στην
έρευνά του και τα “Πολεμοφόδια” και
οι “Πόλεμοι τροφίμων”. Για να καταλήξει
στα “παράδοξα της αφθονίας” και στα
“υλικά του μέλλοντος”.
Αναφερόμενος
στον Άνταμ Σμιθ και στον “Πλούτο των
εθνών” που κυκλοφόρησε το 1776, ο Tom
Stradage θα
υπενθυμίζει και στους ελάχιστους που
αμφιβάλλουν, “παρομοίασε τις αθέατες
δυνάμεις της αφοράς, που επενεργούν
πάνω στους ανθρώπους χωρίς να γίνονται
αντιληπτές, με μια αόρατη χειρ”, “στο
κάτω κάτω ό,τι έκανε ο κόσμος στη μακραίωνη
ιστορία του, το έκανε για να εξασφαλίσει
την τροφή του”, καταλήγει.
Καλαμπόκι,
Αζτέκοι, η κοσμογονία των Μάγια, τα
παντεσπάνια της Αντουανέτας και οι
πατάτες, η Βιομηχανική επανάσταση, οι
μεγάλοι λιμοί και η πράσινη επανάσταση,
η αναπτυξιακή απογείωση της Βρετανίας
και η ανάκαμψη της Ασίας, έως το άμεσο
μέλλον όπου η γεωργία -σύμφωνα με το πιο
αισιόδοξο σενάριο- θα χρειαστεί να
προσαρμοστεί στις κλιματικές αλλαγές,
όλα περνούν από τις 335 σελίδες αυτού του
βιβλίου. Το αποτέλεσμα “μια αντισυμβατική,
όσο και χορταστική ιστορία της
ανθρωπότητας”. Ένα ευφυές βιβλίο που
“αποκαλύπτει τις αόρατες δυνάμεις –
πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές- που
δρουν στα παρασκήνια όταν καθόμαστε να
φάμε”.
“Η
βιβλιοθήκη του Χίτλερ” του Timothy
W.Ryback, Μετάφραση:
Αλεξάνδρα Κονταξάκη, Εκδ. “Πατάκη”,
σελ. 445, 19.50 ευρώ
Να
καίει τον ξέρουμε. Βιβλιοθήκες επί
βιβλιοθηκών. Και όμως μέχρι τον θάνατό
του σε ηλικία πενήντα έξι χρόνων διέθετε,
σύμφωνα με υπολογισμούς, βιβλιοθήκη
δεκαέξι χιλιάδων τόμων. Όλον τον Σαίξπηρ
(είχε αδυναμία στον Άμλετ, κι επαναλάμβανε
συνεχώς εκείνο το “να ζει κανείς ή να
μη ζει”), βιβλία παλιά και σπάνια με
περίτεχνα μαροκινά δερμάτινα εξώφυλλα
και σπάνιες γκραβούρες, τα απομνημονεύματα
του Μέγερ, τον “Πέερ Γκυντ” του Ίψεν
με αφιέρωση του Ντίτριχ Έκαρντ που
θεωρούσε μέντορά του, και φυσικά όλα τα
βιβλία πολιτικής προπαγάνδας του μέντορά
του. Στα εναπομείναντα βιβλία του στην
Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και οι ιστορίες
περιπλάνησης, η σειρά “Ιστορίες της
δερμάτινης κάλτσας' του Κούπερ, ο
“Ροβινσώνας Κρούσος” του Νταφόε, το
“Ταξίδι στην έρημο” του Μάυ και οι
αυτοβιογραφικές περιπέτειες του Σουηδού
εξερευνητή Σβεν Χεντίν. Είναι γνωστό
ότι κατέτασσε τον “Δον Κιχώτη” μαζί
με τον “Ροβινσώνα Κρούσο”, την “Καλύβα
του μπαρμπα- Θωμά” και τα “Ταξίδια του
Γκάλλιβερ” στα σπουδαιότερα έργα της
παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Διάβαζε
αχόρταγα κι ακατάσταστα, και διατηρούσε
ιδιωτικές βιβλιοθήκες σ' όλες τις
κατοικίες του (Βερολίνο, Μόναχο,
Ομπερζάλιτσμεργκ, καθώς και στο χώρο
ασφαλούς αποθήκευσης στο “Αρχείο
Φίρερ).
Πέρα
από μια μερική απογραφή της βιβλιοθήκης
της Καγκελαρίας του Ράιχ στο Βερολίνο,
η οποία φυλάσσεται στο Ινστιτούτο Χούβερ
στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, δεν διασώζεται
κάποιος κατάλογος της συλλογής βιβλίων
του Χίτλερ. Είναι όμως γνωστό ότι ο
στρατιωτικός τομέας περιείχε 7.000 τόμους,
ο δεύτερος τομέας που περιλαμβάνει
1.500 περίπου βιβλία, καλύπτοντας
καλλιτεχνικά θέματα με προσωπικά του
σχόλια απείρου κάλλους όπως “Η μοντέρνα
τέχνη θα φέρει την επανάσταση στον
κόσμο; Σιγά!”, εξάλλου ο Χίτλερ συνήθιζε
να σημειώνει στο περιθώριο των βιβλίων.
Ο τρίτος τομέας, αφορούσε βιβλία για
την αστρολογία και τον πνευματισμό απ'
όλο τον κόσμο. Υπάρχουν 400 βιβλία για
την Εκκλησία, 800 με 1000 βιβλία με λαικά
μυθιστορήματα, ένα μεγάλο δείγμα
κοινωνιολογικών έργων, φυσικά τα έργα
του Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ ακόμα και το
απαγορευμένο του για τη δημιουργία
Εκκλησίας του Ναζιστικού Ράιχ, το μπεστ
σέλλερ του Χίτλερ “Mein
Kampf” (που
του απέφερε μια περιουσία, υπολογίζεται
από γερμανικούς τραπεζικούς κύκλους
ότι ανέρχεται σε περίπου 50.000.000 μάρκα),
ό,τι εμπεριείχε στο τίτλο ή στις σελίδες
του τη λέξη “Εβραίοι”, καθώς και ένας
τόμος για την σπουδή των χεριών που τον
ενδιέφερε αφάνταστα.
Ο
συγγραφέας της “Βιβλιοθήκης του Χίτλερ”
που μας τα κάνει γνωστά όλα αυτά, Timothy
W.Ryback, είναι
ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου για την
Ιστορική Δικαιοσύνη και Συμφιλίωση που
εδρεύει στη Χάγη. Και η μελέτη του αυτή
θεωρείται “σημαντικός σταθμός στην
έρευνα της εξέλιξης του Τρίτου Ράιχ”.
“Ιστορίες
από την Κολιμά” του Βαρλάμ Σαλάμοφ.
Μετάφραση από τα Ρωσικά- Πρόλογος: Ελένη
Μπακοπούλου, Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 1968,
43
ευρώ.
Χαρακτηρίστηκε
ως εκδοτικό γεγονός που έφτασε στο
ελληνικό αναγνωστικό κοινό με σαράντα
χρόνια, σχεδόν, καθυστέρηση. Οι 145
“Ιστορίες από την Κολιμά” αποτελεί
ταυτοχρόνως ντοκουμέντο, μαρτυρία και
ακριβή λογοτεχνία που καθιέρωσε τον
συγγραφέα σαν ένα από τους σημαντικότερους
συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Οι ήρωές
του, πρόσωπα υπαρκτά, θύτες και θύματα
ενός αλλόκοτου κόσμου. Ο συγγραφέας
τους υπήρξε “τρόφιμος” των στρατοπέδων
στην Κολιμά, αρχικά με πενταετή ποινή
καταναγκαστικών έργων για να περάσει
τελικά εκεί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια.
Όμως, η ποίησή του και τα πεζά δεν έφυγαν
ποτέ από την Κολιμά, κι απέμειναν ωμά
ρεαλιστικά και απίστευτα ζοφερά, σα
μαχαιράκι να ανατέμνουν το σκοτάδι μιας
εποχής, την ανθρώπινη ψυχική άβυσσο σε
ένα τυφλό σχεδόν κόσμο. Η πρόζα του
σύντομη, σαν χαστούκι- αυτή την παρομοίωση
έδωσε ο ίδιος- χωρίς κανένα καλολογικό
στοιχείο, αναγνωστικά σχεδόν γδέρνει.
“Συμμετείχα
κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική
ανανέωση της ζωής” αναγνωρίζει ο Σαλάμοφ
που γεννήθηκε το 1907 στη Βολογκντά, μια
μικρή πόλη που κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε
τόπος εξορίας των πολιτικών αντιπάλων
του τσαρικού καθεστώτος, σπούδασε Νομικά
για να συλληφθεί την πρώτη φορά με την
κατηγορία ότι διακινούσε το “Γράμμα
προς το Συνέδριο”, γνωστότερο ως “Διαθήκη
του Λένιν”. Αποφυλακίζεται, παντρεύεται,
δουλεύει σαν δημοσιογράφος και γίνεται
σπουδαίος ποιητής και αποκτά μια κόρη
για να ξανασυλληφθεί με την κατηγορία
της αντεπαναστατικής τροτσκιστικής
δράσης, χαρακτηρίζεται ως “εχθρός του
λαού” για να έρθει μετά στη ζωή του ο
εγκλεισμός και τα χρυσωρυχεία της
Κολιμά, οι ιστορίες που έζησε κι έγραψε
για να μη συνέλθει ποτέ του. Έτσι το 1982
μεταφέρεται σε ψυχιατρείο δίχως τη
θέλησή του για να πεθάνει λίγες μέρες
μετά, “έχοντας κληροδοτήσει στην
ανθρωπότητα μια από τις πιο συγκλονιστικές
μαρτυρίες της παγκόσμιας Ιστορίας”.
Με τον ίδιο μέχρι την τελευταία στιγμή
ν' αναρωτιέται και να αμφιβάλει: “θα
χρειαστεί άραγε σε κανένα αυτή η θλιβερή
αφήγηση; Μια αφήγηση που δεν είναι για
το νικηφόρο πνεύμα αλλά για το πνεύμα
που ποδοπατήθηκε. Πού δεν είναι ο θρίαμβος
της ζωής και της πίστης μέσα στη δυστυχία,
όπως οι “Σημειώσεις από το σπίτι των
πεθαμένων” αλλά η έλλειψη ελπίδας και
η κατάπτωση; Ποιον θα παραδειγματίσει,
ποιον θα αποτρέψει, από το κακό; Όχι,
όχι, παρ' όλ' αυτά, θα είναι επιβεβαίωση
του καλού, του καλού- αφού στην ηθική
αξία βλέπω εγώ το μοναδικό αυθεντικό
κριτήριο της τέχνης”.
Και
παρ' όλα αυτά, να επιμένει: “Τα γραπτά
μου αφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
όσο αυτά του Εξυπερύ στον ουρανό ή του
Μέλβιλ στη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες
μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα
κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι
απλώς λιγάκι αριστερότερα απ' τ' αριστερά,
μα ακόμα περισσότερο αληθινός από
αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για
το αίμα που είναι αληθές κι
ανώνυμο”.
Το έργο του σήμερα είναι πλέον αντικείμενο
διεθνών μελετών, διατριβών, συνεδρίων,
ντοκιμαντέρ, αλλά και πηγή έμπνευσης
κινηματογραφικών φιλμ.