Ο δημοτικιστής Καζαντζάκης
«Η δημοτική γλώσσα και το μονοτονικό
αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν”
του Νίκου Καζαντζάκη», υποστηρίζει ο Νίκος Μαθιουδάκης κι όσοι αγαπούν ή
γνωρίζουν έστω τον Νίκο Καζαντζάκη, αναγνωρίζουν ότι η γλώσσα υπήρξε στο έργο
του «ο μεγάλος πρωταγωνιστής». Την οποία και θα πρέπει να δούμε μαζί με τη
βιοθεωρία του, όπως έχει ήδη γραφτεί.
Γιατί «μπορεί να θεωρείται – και σε
σημαντικό βαθμό είναι- μια γλώσσα επινοημένη, πεποιημένη… όμως πρόκειται για
μια γλώσσα που διαρκώς θέλει να σημαίνει κάτι, πολλές φορές κάτι που βρίσκεται
πέρα από τις ικανότητες του προσώπου να το συλλάβει ή να το κατανοήσει. Και μ’
αυτήν την έννοια είναι μια γλώσσα που προσπαθεί να συλλάβει, μαζί με το
προφανές, αυτό που θεωρεί ο συγγραφέας μυστηριώδες και σκοτεινό: μια γλώσσα
ποιητική μ’ άλλα λόγια» («Η μεταπολεμική πεζογραφία», τόμος Δ).
Το αποτέλεσμα, μια γλώσσα που αποτελεί
το εργαλείο του, το μεγάλο κλειδί για του κόσμου το αίνιγμα, μια γλώσσα λαική
και γι’ αυτό επαναστατική, μια γλώσσα σαν τον κόσμο του, σχεδόν αρχετυπική. Και
ταυτοχρόνως ένα απολύτως στιβαρός λόγος που μπορεί να κάνει την φαντασία ζωή,
να αποδώσει στις λέξεις ψυχή. Εξάλλου αυτός ήταν κι ο στόχος του:
«… Κι έτσι ο Ζορμπάς, αντί να γίνει
για μένα υψηλό, επιταχτικό πρότυπο ζωής, ξέπεσε κι έγινε φιλολογικό, αλίμονο,
θέμα για να μουτζαλώσω κάμποσες κόλλες χαρτί.
Τούτο το θλιβερό προνόμιο, να κάνεις
τέχνη τη ζωή, καταντάει σε πολλές σαρκοβόρες ψυχές ολέθριο. Γιατί έτσι,
βρίσκοντας διέξοδο το σφοδρό πάθος, φεύγει από το στήθος κι αλαφρώνει η ψυχή,
δεν πλαντάει πια, δεν νιώθει πια την ανάγκη κορμί με κορμί να παλέψει,
επεμβαίνοντας άμεσα στη ζωή και στην πράξη- μα χαίρεται καμαρώνοντας το σφοδρό
της πάθος να δαχτυλιδώνεται στον αέρα και να σβήνει.
Κι όχι μονάχα χαίρεται παρά είναι και
περήφανη* θαρρεί πώς πραγματώνει έργο υψηλό, την εφήμερη αναντικατάστατη
στιγμή- την μόνη στον απέραντο κόσμο που έχει σάρκα και αίμα- μετατρέποντάς τη
τάχα σ’ αιώνια. Κι έτσι ο Ζορμπάς, ο γεμάτος σάρκα και κόκαλα, κατάντησε στα
χέρια μου μελάνι και χαρτί» («Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)
Αυτό επιδίωκε ο Καζαντζάκης κι αυτό
έκανε, φοβούμενος ακριβώς για το αντίθετο: την Τέχνη, Ζωή. Και το εφήμερο,
αιώνιο. Την στιγμή, Αιώνια Στιγμή.
«Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ»
από τον Νίκο Μαθιουδάκη, Επιστημονικό
Σύμβουλο των Εκδόσεων Καζαντζάκη, δρ Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας &
Λογοτεχνικής Υφολογίας
«Η δημοτική
γλώσσα αποτέλεσε σύμβολο και ιδέα ενός ολόκληρου έθνους. Ο Καζαντζάκης, όπως
αναφέρει ο Χουρμούζιος, με την εργογραφία του αλλά κυρίως με τη συγγραφή της ΟΔΥΣΕΙΑΣ αποδίδει «ένα ωραίο σύμβολο της
νίκης της γλώσσας του λαού», αφού είναι από την αρχή ως το τέλος εμπνευσμένη
και γραμμένη από ατόφια δημοτική λαϊκή διάθεση”, επισημαίνει ο Νίκος
Μαθιουδάκης, Επιστημονικός Σύμβουλος των Εκδόσεων Καζαντζάκη Δρ. Εφαρμοσμένης
Γλωσσολογίας & Λογοτεχνικής Υφολογίας, διευκρινίζοντας:
«Συγκρίνοντας
τις συνθήκες της εποχής, κατά την οποία επικρατούσαν αδικαιολόγητοι γλωσσικοί
παραλογισμοί ενώ η ανόθευτη δημοτική ταυτιζόταν με το προπατορικό αμάρτημα, ο
ποιητής αγωνιά και αγωνίζεται να μετουσιώσει με δημοτικές λέξεις και λαϊκές
εκφράσεις την απλή καθομιλουμένη γλώσσας σε γλώσσα ποιητική. Παρά τις πιέσεις
από τους κριτικούς και τους εκδότες, ο Καζαντζάκης αρνείται πεισματικά να
συμβιβαστεί και εξομολογείται στον Πρεβελάκη πως σε περίπτωση που κάποιος
εκδότης του διορθώσει τη γλώσσα, προτιμά να υπογράψει με ψευδώνυμο, αφού δεν
επιθυμεί να φαίνεται το όνομά του σε κείμενα με διορθωμένη γλώσσα, γεγονός που
αποδεικνύει την ένωση της συνείδησής του με την άκρα δημοτική.
Η Φιλιππάκη-Warburton σημειώνει ότι
«το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό της γλώσσας του Καζαντζάκη είναι ο δημοτικισμός
της» και μάλιστα, «ένας έντονος και φανατικός δημοτικισμός» που αναδεικνύει τη
γλώσσα του έργου του αφενός, ως μέσο έκφρασης αλλά αφετέρου, και ως εντύπωση
μιας έκφρασης που ταυτίζεται με το ίδιο το μήνυμα του συγγραφέα, ο οποίος
παρουσιάζεται δια μέσω της γλωσσικής του γλώσσας να επισημαίνει και να
προσδιορίζει την προσωπικότητα και την συγγραφική του υπόσταση.
Η γλωσσική τοποθέτηση του συγγραφέα
αποδείχθηκε ως «πάθος φλογερό για τη δημοτική» και ως «ενσυνείδητη χρήση της
γλώσσας» σε μια εποχή που επικρατούσε ένα πραγματικό γλωσσικό χάος. Ο
Καζαντζάκης γίνεται «πολεμιστής μιας γλωσσικής ιδέας», έχοντας ως πνευματική
υποχρέωση να προσδιορίσει το χαρακτήρα της δημοτικής ως «κοινή των Ελλήνων
γλώσσα» ενώ ταυτόχρονα το συγκεκριμένο γλωσσικό του πάθος «κορυφώνεται στην Οδύσσεια, όπου η γλώσσα και ο στίχος
τεντώνονται σαν τις χορδές της κρητικής λύρας μέχρι το τελευταίο σημείο της
αντοχής τους».
Η δημοτική του Καζαντζάκη διαμορφώθηκε
μέσα από τη λογοτεχνική συγγραφή του και την επαφή του με εξέχουσες
προσωπικότητας του πολιτικού και πνευματικού κόσμου που τον επηρέασαν και
ενίσχυσαν την ελληνική του συνείδηση. Ο οριστικός προσδιορισμός της δημοτικής
ως συγγραφικής γλώσσας και ως γλωσσικό μανιφέστο «πλουτίστηκε και μέστωσε δια
μέσου της Οδύσσειας». Η στάση του
Καζαντζάκη απέναντι στη γλωσσική πραγματικότητα αναδεικνύει την άποψη πως η
ελληνικότητα μιας λέξης δεν εξαρτάται μονάχα από την ιστορία της ίδιας της
λέξης, μιας και οι λαοί δανείζονται συνεχώς λέξεις ο ένας από τον άλλο χωρίς
βασικά να αλλοιώνουν την υφή της γλώσσας τους.
Συνάμα με τη χρήση της δημοτικής
γλώσσας, ο Καζαντζάκης επιλέγει να παραμείνει ένας ασυμβίβαστος πολεμιστής του
μονοτονικού συστήματος. Αξίζει να σημειώσουμε μόνο ότι η ΟΔΥΣΕΙΑ (1938) αποτελεί το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εκδίδεται σε
μονοτονικό σύστημα. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Καζαντζάκης υποχρεώθηκε από
εκδοτικούς κύκλους να συμβιβαστεί και να θυσιάσει την υπερασπιστική θέση του
μονοτονικού, προκειμένου να κυκλοφορήσει το ποίημα του, καθώς και τα μετέπειτα
λογοτεχνικά του έργα.
Ο Καζαντζάκης είναι ένας πραγματικός
επαναστάτης του δημοτικισμού και του μονοτονικού συστήματος. Η δημοτική γλώσσα
και το μονοτονικό αποτελεί “κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν” του Νίκου Καζαντζάκη», καταλήγει ο κύριος
Μαθιουδάκης.