Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Ουσιαστικά, όλη μας η Ιστορία είναι μια σπουδή στο παράλογο, δεν ξεχωρίζει διόλου η δική μας.

Κυριάκος Αθανασιάδης
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα για το «Έθνος της Κυριακής»

Κύριε Αθανασιάδη, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω — να ξεκινήσουμε από τον Amagi; Έξω σκοτώνονται άνθρωποι, μας ακούει κανείς;

Όχι, κανείς. Κι όσο περνά ο καιρός, κι όσο μπαίνουμε ακόμη πιο βαθιά στο στομάχι του κτήνους, τόσο περισσότερο πιστεύω πως, πλέον, δε μας ακούει καν ο εαυτός μας. Σχεδόν ό,τι κάνουμε, όσο «καλό», «μεγάλο», «πρωτοπόρο», «διαφορετικό» κλπ. κλπ. κι αν είναι, συμβαίνει εντός μίας περιχαρακωμένης κατάστασης: σ’ εκείνο το σκοτεινό μέρος όπου ζούμε μόνοι. Όχι, δε μας ακούει κανείς, κυρία Γκίκα, ακόμη και όταν μας ακούν χιλιάδες. Και, ναι, έξω σκοτώνονται άνθρωποι. Και θα συνεχίσουν να σκοτώνονται.

Να πούμε καταρχάς τι σημαίνει Amagi, και τι ακριβώς γίνεται εκεί;

Είναι το ραδιόφωνό μας. Δανειστήκαμε τη λέξη από την πρώτη καταγεγραμμένη μορφή του όρου «ελευθερία», που είναι σ’ αυτή την παράξενη σφηνοειδή των Σουμερίων. Είναι ωραία λέξη, τη λες και γεμίζει το στόμα σου. Μας φάνηκε απολύτως ταιριαστή, γιατί, πολιτικά, τις αρχές της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας θέλαμε να εκφράσουμε. Θέλαμε επίσης να συμβάλουμε με τις δυνάμεις μας στην ένωση (έστω: στο πλησίασμα) του φιλοευρωπαϊκού, μη συντηρητικού χώρου — για να το πω με λίγες λέξεις. Δε διατηρούμε τις ίδιες αυταπάτες πλέον, αλλά συνεχίζουμε με περισσότερο πείσμα. Δε μας ένοιαζαν από μιας αρχής οι εκ των προτέρων χαμένες μάχες, ίσα-ίσα που πιστεύουμε ότι είναι οι μόνες που αξίζουν. Επίσης, θέλαμε να είμαστε ένα ποιοτικό, που λένε, ραδιόφωνο, με εκπομπές για τον πολιτισμό που θα μας άρεσε τους ίδιους ν’ ακούμε κάθε μέρα. Αυτό το καταφέραμε, και μας κάνει ιδιαίτερα περήφανους. Και, όσον αφορά τη μουσική, πρέπει να ’μαστε μέσα στο Top-5 των ιντερνετικών σταθμών — και σαφώς πάνω από τους άλλους. Όχι μόνο γιατί μόνο εμείς έχουμε και εκπομπή προκλασικής μουσικής, αλλά γιατί όλοι οι μουσικοί παραγωγοί μας κατέχουν και αγαπούν τους τομείς τους με υπερβολή, και έχουν τεράστια όρεξη. Γινόμαστε καλύτεροι, ωριμάζουμε, μαθαίνουμε και μεγαλώνουμε σχεδόν καθημερινά. Και ερχόμαστε σε επαφή με σπουδαίους ανθρώπους, που κάνουν τον Αμάγκι δικό τους.

Αθήνα-Θεσσαλονίκη: μικρή η απόσταση;

Πολύ μικρή με το Internet και τα social media, πολύ μεγάλη, και ανυπόφορη, με τον ΟΣΕ. Είμαι online όλη τη μέρα, και δουλεύω, φροντίζω για τον Αμάγκι και επικοινωνώ με φίλους σαν να ήμουν στην Αθήνα. Αλλά θα ήθελα, για μία σειρά πραγμάτων, να μπορούσα να είμαι περισσότερο εκεί σώματι.

Το 1987 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ροές» οι «Ιστορίες Υπερβολής». Και μετά ήρθαν το «Δώδεκα» (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 1991), οι «Μικροί κόσμοι» (μυθιστόρημα, Λιβάνης, 1996), «Το σάβανο της Χιονάτης» (μυθιστόρημα, «Σύγχρονοι Ορίζοντες», 2000), «Το βασίλειο του αποχαιρετισμού» (μυθιστόρημα, «Σύγχρονοι Ορίζοντες», 2002), ο «Πανταχού απών» (μυθιστόρημα, «Τυπωθήτω», 2007), οι «Κακορραφίες» (διηγήματα, «Δήγμα», 2009), η «Ζα Ζα» («Free Thinking Zone», 2012). Τι άλλαξε και τι παραμένει αναλλοίωτο από τις «Ιστορίες υπερβολής» ως τη «Ζα Ζα»;

Ελπίζω να μην παραμένει τίποτε αναλλοίωτο — προσωπικά, δε μπορώ να διαβάσω ούτε μία σελίδα από τα παλιά μου βιβλία, μου φαίνονται ξένα και άγνωστα και κακά, και ξένα. Δεν ξέρω τι άλλαξε. Ίσως μόνο το ότι μεγαλώνω, και, καθώς το γράψιμο είναι κατά κυριότατο λόγο χειρωνακτική εργασία, κουράζομαι ευκολότερα και βρίσκω χρόνο και δύναμη πολύ δυσκολότερα.

Η «Ζα Ζα» είναι σαφώς μια λογοτεχνική πρόταση, φιλοσοφία, τέχνη, ψυχολογία, ερωτισμός, ιδιαίτερο ύφος, αλλά ταυτόχρονα και μια πρόταση ζωής: το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης! Λογικά αυτονόητο, αλλά κατά πόσο εφικτό σ’ αυτή την παράλογη εποχή;

Υπήρξαν πιο παράλογες εποχές. Ουσιαστικά, όλη μας η Ιστορία είναι μια σπουδή στο παράλογο, δεν ξεχωρίζει διόλου η δική μας. (Ας μου συγχωρεθεί το πομπώδες ύφος και η κοινοτοπία). Η αυτοδιάθεση είναι όπως το γυμναστήριο και η δίαιτα: θέλουν απόφαση, πείσμα, πρόγραμμα, και είναι για λίγους.

Όλα στο φως, και οι σκελετοί έξω από την ντουλάπα, σε μιαν εποχή που μας προδίδουν οι λέξεις, ο συγγραφέας με το μυθιστόρημά του τι είναι αυτό που μπορεί να πει;

Απολύτως τίποτε που να αφορά κάποιον άλλον. Ακόμα και όταν φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρόκειται για αυταπάτη.

Εκείνο που με συνάρπασε προσωπικά είναι η σχεδόν σωματική γλώσσα, καθώς και το απίστευτο παιχνίδι με τα λογοτεχνικά είδη. Κύριε Αθανασιάδη, στη ζωή και στην τέχνη θα πρέπει να τα ξαναδούμε όλα, τελικά, από την αρχή;

Είστε πολύ ευγενική και γενναιόδωρη. Για τη ζωή δεν ξέρω, άλλωστε ακολουθούμε πάντα το ρεύμα της, όχι το αντίθετο. Όσο για την Τέχνη, θαρρώ πως κι εκείνη έχει τον τρόπο της να αλλάζει, και αυτό κάνει πάντα. Κι ας νομίζουμε πως το κάνουμε «εμείς». Οι αλλαγές είναι μόνο για το καλό.

Έχετε γράψει και περισσότερα από 10 βιβλία για παιδιά και εφήβους. Σε ένα σχολείο του Παλαιού Φαλήρου, μαχαιρώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ένα παιδί από χρυσαυγίτες. Πού ήταν το λάθος και ξαφνικά νομιμοποιήθηκαν κιόλας όλοι αυτοί;

Δεν είμαι επαρκής για να το αναλύσω, και ό,τι κι αν πω θα καλύψει ένα μικρό μέρος της αλήθειας. Ας μου επιτραπεί όμως να πω ότι δεν πιστεύω πως δεν ήταν ποτέ νομιμοποιημένοι αυτοί. Απλώς τώρα η συμμορία της ΧΑ πουλάει και μπλουζάκια με τις κατάπτυστες στάμπες της. Πριν, όντως, δεν το ’κανε αυτό. Και πριν, όντως, δε θα τα αγόραζαν έτσι εύκολα τα παιδάκια του σχολείου και οι φτωχοδιάβολοι των δυτικών συνοικιών. Αλλά, πριν, το περιβάλλον ήταν διαφορετικό: πολύ δανεικό κι αγύριστο χρήμα, απόλυτη αμεριμνησία για το μέλλον, υπέρμετρη αγιοποίηση του Δημοσίου κι αυτού που λέμε κράτος, βούτηγμα με το κεφάλι στο απολιτικό trash. Και, κυρίως: μία χώρα που ούτε τις εμφυλιακές πληγές της δε θέλησε καν να βρει τρόπους να γιατρέψει, που δεν αντιστάθηκε στη χούντα, που δεν είχε (και πώς να ’χε; με τι παρελθόν;) δυνατότητα να παραγάγει και να καταναλώσει δράμι πολιτισμού, βρήκε τον πιο εύκαιρο τρόπο να περνά τις μέρες της: καλλιεργώντας το μύθο της — αυτόν της αμέμπτου κορασίδος υψηλής καταγωγής που όλοι την επιβουλεύονται. Θυμάμαι, παλιά, καθόμουν και μέτραγα πόσες φορές λέγαν τη λέξη «Ελλάδα» τα δελτία ειδήσεων. Εκατοντάδες φορές την ημέρα. Και καμία με λόγο. Ε, τώρα σώθηκαν τα δανεικά (βασικά: τα κλεμμένα), κι έμεινε σκέτη η Ελλάδα. Και θα μας σφάξει.

Στα κόμματα, στη βουλή, στα ΜΜΕ, ξαφνικά όλοι μιλούν καθωσπρέπει. Έπρεπε πρώτα να σκοτωθεί ένα τριανταπεντάχρονο παιδί;

Μιλούν καθωσπρέπει, και θα εξακολουθήσουν να το κάνουν για λίγες ημέρες ακόμη. Μετά, όλα θα μπουν στον κανονικό τους ρυθμό. Το αίμα του όμορφου παιδιού (και κάθε αίμα) χύθηκε άδικα. Αναφορικά, δε, με τα ΜΜΕ, τα λαϊκίστικα ΜΜΕ, αποτελούν το υπ’ αριθμόν ένα αίτιο της γιγάντωσης της ναζιστικής συμμορίας και της ντροπιαστικής εισόδου της στη Βουλή. Ούτε η Κρίση, ούτε τα… Μνημόνια φταίνε. Την εγκληματική αυτή οργάνωση την πήρε από το χεράκι και την οδήγησε στο Κοινοβούλιο και στους δρόμους του αίματος η τηλεόραση, πολλά χρόνια πριν προμοτάρει και επενδύσει τα ρέστα της στο ανατριχιαστικό σόου των Αγανακτισμένων εχθρών της Δημοκρατίας. Και το συνεχίζει, με ακόμα περισσότερα άτομα, και με επιπλέον κανάλια.

Έχετε επιμεληθεί περισσότερα από 300 βιβλία (λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, δοκιμιακά), ανάμεσά τους και τη σειρά «Orbis Literae» των εκδόσεων «Gutenberg». Στην ίδια σειρά μεταφράσατε τον «Ζιλ Μπλας» του Alain-Rene Lesage και τα ποιήματα από τον «Καλόγερο» του Matthew Lewis. Διασώζεται, τελικά, η Ιστορία μέσα από την Λογοτεχνία; Είναι η Λογοτεχνία ένας τρόπος να διδαχτούμε την Ιστορία;

Η λογοτεχνία είναι το παν.

Μαθαίνει ο άνθρωπος από την παγκόσμια λογοτεχνία και ιστορία;

Όχι.

Μυθιστορηματικά, σας αρέσουν οι δύσκολες και αλλόκοτες καταστάσεις. Η «Ζα Ζα» θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και το μυθιστόρημα ή η λογοτεχνία της εποχής;

Όχι.

Έχετε επισημάνει ποια μπορεί να είναι η λογοτεχνική σας εμμονή;

Οι δευτερεύουσες προτάσεις και η ενσάρκωση ενός έργου τέχνης.

Ραδιόφωνο, λογοτεχνία, επιμέλειες, κείμενα… ένας τρόπος ν’ αντέξεις, μια πρόταση να πας παρακάτω… Άλλοι τρόποι για λιγότερο ή καθόλου βιβλιομανείς;

Η φιλανθρωπία και ο εθελοντισμός.

Είναι πιο σπλαχνική από την Αθήνα η Θεσσαλονίκη; Έχετε ζήσει και στις δυο…

Επέστρεψα προ τεσσάρων ετών ακριβώς, αλλά ζω κυρίως στο σπίτι μου, δεν έχω καμία ουσιαστική επαφή με την πόλη εδώ. Δεν ξέρω ποια είναι χειρότερη, η λιγότερο σπλαχνική. Εδώ τουλάχιστον είναι ο ΑΡΗΣ. (Αν και εμένα επί είκοσι τρία χρόνια με έθρεψε η απουσία του).

Συγγνώμη για την αφελή ερώτηση: εκεί είναι… αλλιώς; Παρούσα ή απούσα η Χρυσή Αυγή;

Παρούσα, φυσικά. Παντού. Και εκεί που, παλιότερα, δε θα το περίμενες. Κι αυτά περί μείωσης των δημοσκοπικών της ποσοστών δεν τα πιστεύω, έχω μεγαλώσει και ξέρω. Είναι, μάλιστα, περίεργη πόλη εδώ η δική μας. Η μόνη ελληνική (η μόνη βαλκανική…) που ξεκίνησε την Ιστορία της από την αρχή πριν από εκατό χρόνια, με το έτσι θέλω — και με αίμα, και με σύληση των τάφων της. Μια πόλη χωρίς παρελθόν. Μόνο με φτηνή ποπ, σκυλάδικη κουλτούρα — τίποτε άλλο. Κι όμως: μολονότι ήμουν σίγουρος πως τσάμπα παλεύαμε (ξανά) για τον Μπουτάρη, νά που τα καταφέραμε, πρόσκαιρα-ξεπρόσκαιρα. Αλλά είμαι απαισιόδοξος. Ακόμη και για τον ίδιο. Γκοτζαμάνηδες ζουν και εκτρέφονται πολλοί ανάμεσά μας. Καμιά φορά, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ή τους σπρώχνουμε το τρίκυκλο για να πάρει μπρος. Έχουμε βέβαια ωραία ηλιοβασιλέματα εδώ, δε μπορώ να το αρνηθώ.


Ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης είναι συνιδρυτής του Amagi Radio. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1963. Από το 1986 έως το 2009 έζησε στην Αθήνα. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων.
[ Η συνέντευξη δόθηκε τη Δευτέρα 23.9.13 στην Ελένη Γκίκα και δημοσιεύτηκε την Κυριακή 29.9.13, στο «Έθνος τής Κυριακής ].