Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ατόφιος ερωτισμός

Της Ελισάβετ Ε. Σπαντιδάκη

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

«Αυτό είναι το βιβλίο: μια ιστορία που σου μιλά σε πολλές γλώσσες. Μπορεί και στον καθένα μας, να «τραγουδήσει» διαφορετικά. Αναλόγως με τις μουσικές που ο καθένας μας κουβαλάει».

Αιώνια είναι η επιστροφή της Ελένης Γκίκα στη θεματική της: τα βιβλία, η απώλεια, ο έρωτας ο λεηλάτης, που δε θα της αφήσει τίποτα. Σα φοίνικας θα αναγεννιέται από τις στάχτες της και θα συνεχίζει τον ίδιο δρόμο. Θα χάνεται και θα ξαναβρίσκει τον δρόμο της επιστροφής, πάντα τον ίδιο, καθοδηγούμενη από ένα ένστικτο που δεν την προδίδει ποτέ.
Η Όλγα είναι ο φοίνικας και ψάχνει Εκείνον. Θυμάται τον πατέρα. Παραδίδεται στα χέρια του Ορέστη. Μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος, επί της ουσίας. Μια ιστορία που είναι αποτυπωμένη καθαρά μέσα από τα γρανάζια του μυαλού της πρωταγωνίστριας. Το χέρι της Ελένης Γκίκα πηγαίνει αυθόρμητα, δημιουργεί πηγαία γιατί πλέον είναι δεύτερη φύση της. Κι όσο προχωράς παρακάτω, συντονίζεσαι στο βόμβο της γραφής της και με έναν ερωτικό σχεδόν τρόπο, γίνεσαι ένα.
Να κάτι που δεν συνηθίζεται: ο ατόφιος ερωτισμός. Κάτι που πετυχαίνει η συγγραφέας χωρίς να το επιδιώκει, χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός. Χωρίς καν, να έχει σημασία αν τη στιγμή που διαβάζεις μπροστά σου βρίσκεται μια ερωτική σκηνή ή μια κριτική βιβλίου. Και υπάρχουν δεκάδες μέσα στο βιβλίο της. Κριτικές που σ’ αναστατώνουν γιατί διαισθάνεσαι ότι η σχέση του κριτικού με το μυθιστόρημα δεν είναι απλώς επαγγελματική. Η κριτικός δένεται με το αντικείμενό της και το κάνει ένα, το κάνει δικό της, παραδίδεται σ’ αυτό όπως αυτό μοιάζει να έχει γραφτεί για εκείνη. Βλέπεις τα ίδια μυθιστορήματα που έχεις κι εσύ στα ράφια σου με το βλέμμα του Άλλου. Αυτά που ψιθύρισαν σε σένα θα μένουν πάντα κρυφά. Αλλά όταν η Ελένη Γκίκα τολμά, σου αποκαλύπτεται η δική της διάσταση, τα δικά της μυστικά με τα βιβλία.
Μπλέκεσαι ανάμεσα στις σχέσεις που έχει με τους ανθρώπους και στις σχέσεις που έχει με τα βιβλία. Ζωντανά και τα δύο για κείνη, πάντα «τελειώνουν» και μένει να ζητά παραπάνω. Σα το νερό που δε μπορεί να αιχμαλωτιστεί στη χούφτα. Γι’ αυτό τη διατρέχουν ολόκληρη οι σκιές τους, οι σκέψεις τους. Σκέψεις που μπλέκονται με τη πραγματικότητα ∙ με το όνειρο και με το διάβασμα. Συνειρμική γραφή που δεν επιτρέπει στους αναγνώστες της να ξεφύγουν τη παραμικρή στιγμή. Αλλιώς έχασαν το παιχνίδι, και θα πρέπει να επιστρέφουν πάλι πίσω από την αρχή για να ενσωματωθούν στο ρυθμό. Τέτοιο είναι το μυθιστόρημα της Ε. Γκίκα. Απ’ αυτά που δε σου επιτρέπουν να παρεκκλίνεις. Δε σου επιτρέπουν την «αφηρημένη» ανάγνωση. Γιατί είναι το ίδιο «αφηρημένο» φαινομενικά, έρμαιο της χειμαρρώδους σκέψης της συγγραφέα. Αλλά αυτή είναι η παγίδα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τίποτα δε τοποθετείται χωρίς λόγο στη κάθε πρόταση. Ακόμα και οι λέξεις που σταματάς κι αναρωτιέσαι «γιατί είναι εδώ;» έχουν λόγο. Έχουν αιτία. Η αποκάλυψη είναι καθαρά προσωπική.
Η συγγραφέας με το βιβλίο της αυτό επιδιώκει: να καταθέσει και να ερμηνεύσει ο καθένας αυτό που θα νιώσει εκείνος. Η ίδια καταβάλλεται από το συναίσθημα, συνθέτει κι αφήνει τον αναγνώστη να κάνει εκείνος τη δουλειά της μετάφρασης. Αυτή είναι η δεύτερη παγίδα. Δεν είναι μυθιστόρημα που μεταφράζεται με το τι μπορεί να σκεφτόταν η ίδια όταν το έγραφε, ούτε με το τι μπορεί να ήθελε να επισημάνει. Αυτά που θέλει να αποκαλύψει τα αποκαλύπτει. Η μελωδία της είναι ευδιάκριτη και μαγευτική, τα υπόλοιπα είναι πέρα για πέρα στο χέρι του αναγνώστη ως προς τι θα τα κάνει. Είναι ένα κείμενο που στρέφεται μέσα σου, κοιτάει τι θα βγει από σένα, τι θα ξυπνήσει σε εσένα. Η Ελένη Γκίκα αναστρέφει τη διαδικασία. Δε μιλάς εσύ για το βιβλίο. Μιλά αυτό για σένα.
Ένα κείμενο που θα μπορούσε να μεταφραστεί σε κλασική συμφωνία: με τα κρεσέντο και τα αντάτζιο, τα έγχορδα, τα κρουστά και τα πνευστά να συνθέτουν ξεχωριστά τις δικές τους φράσεις. Ατονικότητα; Εξαρτάται από το πόσο είναι εξασκημένο το αυτί σου. Πόσο θες να αποδομήσεις αυτό που λαμβάνεις και να γίνουν όλα χιλιάδες μικρά κομμάτια που θα χαροπαλεύουν για να έχουν λόγο ύπαρξης από μόνα, ή από το πόσο είσαι διατεθειμένος να λάβεις αυτό που έρχεται έτσι όπως είναι. Έτοιμο, συμπαγές, ολόκληρο. Νότες από μόνες τους δε θα μπορέσουν ποτέ να σε καταλάβουν. Θα τις αναγνωρίσεις αλλά μέχρι εκεί. Όλες μαζί όμως κινούν βουνά. Σαν τις λέξεις της Ελένης Γκίκα. Μια σύνθεση ενός μυθιστορήματος με το συναίσθημα στον υπερθετικό βαθμό. Σαν να το διαβάζεις και να σε σφίγγει στην αγκαλιά του, να σε σπρώχνει μακριά, να σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα, σε κάθε σου σκέψη. Αυτό πετυχαίνει η συγγραφέας.
Η μουσική του καθένα λοιπόν παίζει καθοριστικό ρόλο. Γιατί για να διαβάσεις αυτό το βιβλίο πρέπει πάνω απ’ όλα να έχεις μουσική μέσα σου. Όποια κι αν είναι αυτή, όπως κι αν εκφράζεται. Και θέλει να παραδοθείς. Και τότε, αποκάλυψη.

ΥΓ. Το υπέροχο κείμενο της Ελισάβετ, δημοσιεύθηκε στις “Διαδρομές” και πολύ την ευχαριστώ!