Για το βιβλίο «Η γυναίκα της βορεινής κουζίνας» της Ελένης Γκίκα (Εκδ. Καλέντη)
Γράφει η Βίκυ Κόλλια
«Η λογοτεχνία όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με την ομολογία, ότι η ζωή δεν αρκεί»
Όπως πολλές έννοιες και προσδιορισμοί εκπίπτουν από την αρχική τους υπόσταση, ακριβώς έτσι και η δημοσιογραφία απέκτησε τιμητές, κατήγορους και αμφισβητίες. Δεν είναι ψέμα πως, από τον χώρο της ενημέρωσης, λιγότερο έντυπο και κυρίως ηλεκτρονικό, εκπορεύεται η συνείδηση που δυστυχώς συχνά φτάνει παραποιημένη στο κοινό.
Στοχοποιούνται, όπως είναι επόμενο, οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι θεωρούνται από πολλούς συνυπεύθυνοι για την γενικότερα διαταραγμένη κατάσταση στην οποία έχει επέλθει η χώρα.
Και όμως, η δημοσιογραφία, όπως και τα συνθετικά της λέξης ορίζουν, αφορά μια μορφή γραφής που απευθύνεται στο λαό.
Η κα. Ελένη Γκίκα και από την επιτυχημένη δημοσιογραφική της πορεία και από τη μυθιστορηματική της αναζήτηση αποδεικνύει ότι άξια φέρει τον τίτλο της δημοσιογράφου που τολμηρά αλλά και με σεβασμό έχει εισβάλλει και στο χώρο της λογοτεχνίας.
Και δεν είναι εύκολο πραγματικά, σε μέρες που πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως συγγραφείς, να γίνει κάποιος αποδεκτός ως πνευματικός δημιουργός. Θεωρώ πως εκείνος που εκτιμά και τιμά έναν τέτοιο τίτλο και επιθυμεί επάξια να τον φέρει, οφείλει να αποδεικνύει με κάθε του πόνημα ότι τον αξίζει. Οι εξετάσεις γίνονται από το τμήμα εκείνο του αναγνωστικού κοινού που έχει αποφασίσει να βάζει ψηλά τον πήχυ, επιδιώκοντας και δικαίως την ποιότητα.
Πόσο δύσκολο είναι άραγε, για μια επιτυχημένη και κοινά αποδεκτή δημοσιογράφο να επιλέγει τη λογοτεχνία ως μορφή αυτοέκφρασης; Πόσο τολμηρό και ριψοκίνδυνο; Φαντάζομαι πολύ, εφόσον η δημοσιογραφική πένα δεν είναι πάντοτε ικανή να παράγει λογοτεχνία. Αρκετοί το τόλμησαν, όχι πάντοτε με επιτυχία.
Η κα. Ελένη Γκίκα διαθέτει ευαισθησία, ποιητική φλέβα, φιλοσοφική διάθεση και κυρίως σεβασμό στον αναγνώστη, στοιχεία που συνθέτουν μια πραγματική λογοτέχνιδα. Και σίγουρα δεν είναι εύκολο από τη σκληρή, βουτηγμένη στην κυριολεξία- κατ’ απαίτηση του κοινού- γλώσσα της δημοσιογραφίας να αρθρώσει κάποιος λογοτεχνικό λόγο.
Η Ελένη Γκίκα, όπως είναι γνωστό, κινείται ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση με εξαιρετική ευελιξία. Πρόκειται προφανώς ένα δύσκολο εγχείρημα, που προφανώς απαιτεί υψηλή γνώση της ελληνικής γλώσσας αλλά και συγγραφικό χάρισμα, κάτι που εκείνη διαθέτει.
«Η γυναίκα της βορεινής κουζίνας» είναι ένας ύμνος και ένας θρήνος για τη γυναίκα του χθες, του σήμερα, του αύριο.
Η Ράνια, η Αρσινόη και η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη. Και ο καθρέφτης, ένα διαχρονικό σύμβολο ομορφιάς και αυτοπροσδιορισμού του γυναικείου φύλου. Το αθώο παιδικό βλέμμα, η πρώιμη συνειδητοποιημένη θηλυκότητα, της εφηβείας, η γυναικεία φιλαρέσκεια... η αγωνία της πρώτης ρυτίδας, το άγχος της μοναξιάς, της απώλειας του ερωτισμού, η αποδόμηση του γυναικείου συμβόλου... και η παράλληλη ανύψωσή της.
Η εναλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων από τις ηρωίδες, οι ημερολογιακής φύσης καταθέσεις ψυχής και η δυναμική παρέμβαση της αφηγήτριας στο μυθιστόρημα χαρίζουν μοναδική θεατρικότητα.
Ίσως έγραφαν κοιτώντας τον καθρέφτη τους, χρίζοντάς τον σιωπηλό μάρτυρα της ζωής τους.
Η σημειολογία στο μυθιστόρημα αυτό επικρατεί απόλυτα. Συμβολικά αναφέρονται τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, η 15ηΑυγούστου, ακόμα οι μαντλέν που με πείσμα επιμένει να παρασκευάζει η Ράνια ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής της. Ο χρόνος αποδεικνύεται άλλοτε εχθρός άλλοτε φίλος συμπονετικός και συνοδοιπόρος τους. Το κόκκινο παλτό του μικρού πρόωρα χαμένου κοριτσιού στη Μάνη, η μνήμη του αδικοχαμένου βρέφους της Αρσινόης, η βορεινή κουζίνα της Ράνιας, ‘ναός και τάφος’ αντίστοιχα, το ανατολικό γραφείο της Αρσινόης, το καταφύγιο και η φυλακή της, το Ζαραντάν, το περίεργο νησί, η κόλαση και ο παράδεισος.
Δυο γυναίκες τόσο όμοιες- ακόμα και στην εμφάνιση- και τόσο ανόμοιες .Δυο ζωές παράλληλες που συγκλίνουν. Δυο σπίτια τόσο διαφορετικά. Το ένα ζεστό οικογενειακό, που με τον καιρό αδειάζει δραματικά, εκείνο της Ράνιας, το άλλο ψυχρό, αδιάφορο, εργένικο, με έναν νεαρό επαναστάτη τον Ορφέα να του δίνει προσωρινά ζωή. Δυο σπίτια φωλιά και παγίδα μαζί.
Η Ράνια που έψαχνε ουρανό... «Γινόμαστε ό,τι ονειρευόμαστε», λέει ο Ντάρελ. Η Ράνια όμως μεγάλωσε, ωρίμασε, έγινε μητέρα και σύζυγος με όνειρα ανεκπλήρωτα. Η Ράνια, μια μητρική παρουσία από την αρχή έως το τέλος, να αποζητά αγκαλιά και τρυφερότητα, επιβεβαίωση και αποδοχή στον άνδρα της Φώτη, στα τρία της παιδιά, στον ανώνυμο εραστή. Μια αγκαλιά που στερήθηκε από τον πρόωρο χαμό της αδιάφορης μητέρας της και τον πρόωρο πνευματικό παροπλισμό του αγαπημένου της πατέρα.
Η Ράνια, η προσωποποίηση της ενοχής, της ματαίωσης, της ακύρωσης αλλά και της καλοσύνης, της ανθρωπιάς, της ευαισθησίας. Τρία παιδιά, τρεις άγκυρες. Πώς να μπορέσει να ξεφύγει; Η Βεατρίκη, η Οφηλία και ο Ορφέας είναι το καταφύγιο από τα λάθη της, οι μόνες αδιαπραγμάτευτες, θετικές επιλογές της και ο λόγος να συνεχίζει να ζει...
Μόνο που η μητρότητα δεν καλύπτει πάντοτε τα κενά. Κάποιες φορές μόνο τεχνητά και παροδικά τα σκεπάζει.
Οι μαντλέν της και οι γκουρμέ βορεινή κουζίνα της δεν μπορούν να παραπλανήσουν και να κρατήσουν κοντά της τον Φώτη που προτιμά τελικά τις απλές και καθαρές γεύσεις. Ευτυχώς που η μαγειρική της δεινότητα δελέαζε τα παιδιά της. Ακόμα κι όταν εκείνα φεύγουν και η φωλιά αδειάζει, η Ράνια με πείσμα συνεχίζει να δημιουργεί στην κουζίνα της. Είναι άλλωστε η γυναίκα της Βορεινής κουζίνας ένα και το αυτό με τον χώρο της. Κανείς και τίποτα δεν θα την μετακινήσει από το βασίλειό της. Εκεί τουλάχιστον νιώθει ασφαλής και πλήρης. Ειδικά, όταν ο ‘Φώτης της’ έγινε απλά ‘ο Φώτης’ ο ηθελημένα αόρατος σχεδόν συγκάτοικος.
Τόσο παρών μα και τόσο απών κι όμως τόσο όμοιος τελικά με τη Ράνια. Στην απώλεια της αδιάφορης μητέρας προστίθεται και η τραγική απουσία του Φώτη. Ευτυχώς, τα αποθέματα αγάπης της Ράνιας είναι ατελείωτα...το ίδιο και τα αποθέματα ενοχής.
Ενοχική και η Αρσινόη, η άλλη ηρωίδα από μικρή κι εκείνη. ‘Γεμίζω ενοχές! Δεν θα με γεμίσεις εσύ ενοχές...’ Η μαμά της δεν αναγνώριζε ποτέ ότι είχε ενοχές, όπως δεν αναγνώριζε ποτέ της ότι έσφαλε.
Ενοχική με το φαγητό που πιέζονταν να φάει από μικρή , ενοχική με τη μητέρα της που δεν κατάφερε ποτέ να την καλύψει αλλά που η Αρσινόη τόσο την αγάπησε και δεν πρόλαβε ποτέ της να το πει.
Η Αρσινόη που ποτέ δεν ανήκε στο ανατολικό της γραφείο. Απλά, έμενε εκεί περιμένοντας την ανατολή μιας καλύτερης ζωής. Και η ξαφνική εισβολή του Φώτη στην καθημερινότητά της, στην Αλεξάνδρειά της ήταν μαγική. Βρήκε και νόμισε πως βρήκε το απάνεμο λιμάνι της και όταν ετοιμάστηκε να αγκυροβολήσει η καρδιά της, εκείνος ο πρίγκηπας υπήρξε μια ζωή μονάχα μέσα στα χαρτιά. Η δική του άγκυρα, τα δικά του δεσμά ήταν βαριά, αφόρητα.
Ευτυχώς, υπήρχαν για την Αρσινόη οι μεταφράσεις, η συγγραφή. Όμως, η αιφνιδιαστική και απροσδόκητη εμφάνιση του νεαρού Ορφέα κάνει και τη συγγραφή να φαντάζει ανεπαρκής. Χάρτινη φυλακή τα λέει τα βιβλία ο νεαρός επαναστάτης, η μεγάλη ανατροπή της ζωής της ύστερα από τον Φώτη. Εκείνος θα της αποκαλύψει το ψέμα που συντηρούσε τόσα χρόνια, τη ματαιότητα και το κενό που επέλεξε για ζωή.
Τουλάχιστον, ο Ορφέας και οι συνομήλικοί του είχαν όνειρα και αγωνίζονταν για να τα δουν να πραγματοποιούνται. Ρίσκαραν κι ας κινδύνευαν. Όπως ο Άγγελος, που χάθηκε άδικα, σημαδεύοντας με τον χαμό του τις ζωές των φίλων του.
Ο Ορφέας, ο γιος που αναζητούσε απελπισμένα η μητέρα του η Ράνια στους δρόμους της Αθήνας και ήθελε πάντα απεγνωσμένα η Αρσινόη. Ο Ορφέας, το παιδί του Φώτη.
Ο Φώτης κι ο Ορφέας, οι δυο διακριτικές ανδρικές παρουσίες, θύτες και θύματα σ’ ένα μυθιστόρημα όπου η γυναίκα αυτοπεριγράφεται, αυτοπροσδιορίζεται.
Υπάρχει έντονη ελληνικότητα στη γυναικεία παρουσία του μυθιστορήματος. Η υπερπροστατευτικότητα, η ανασφάλεια, η πρόσκόλληση στα παιδιά, οι νευρώσεις, η μαγειρική, η ανάγκη για ανδρική παρουσία, πληγή από τον απογαλακτισμό των παιδιών, τα σύνδρομα καταπίεσης. Μεσογειακό πρότυπο γυναίκας τόσο τρυφερό κι όμως τόσο επικίνδυνα ανελεύθερο.
Η ζωή που δεν έζησαν. Η Ράνια, η Αρσινόη ακόμα και ο Φώτης, ο συνδετικός τους κρίκος. Δίχως να το ξέρουν, δίχως να το ξέρει, δίχως να το θέλουν, χωρίς να το θέλει.
Εκείνος, η άκρη του ξεχασμένου νήματος, εκείνος το τέλος και η αρχή μιας νέας, μιας άλλης, διαφορετικής ζωής και για τις δυο. Σε απόσταση αναπνοής η ζωή τους, τα σπίτια τους, η σκέψη τους, η καρδιά τους, το παρελθόν τους.
Η Αλεξάνδρεια, ο Ντάρελ, η Μάνη, η μαγειρική, τα βιβλία, η συγγραφή...ο Φώτης.
Η απουσία του αποδεικνύεται πιο ευεργετική για όλους από την απουσία του. Και τον ίδιο τον βασάνιζε τελικά η εσωτερική του ανεπάρκεια. Λυτρώνεται τραγικά, δραματικά. Κι αρχίζουν τα ταξίδια της ψυχής για την Αρσινόη και τον Ορφέα. Η ζωή και ο θάνατος. Ο καθρέφτης δεν μπορεί να απαντήσει, ούτε η γυναίκα του δυτικού καθρέφτη.
Η αναζήτηση της αλήθειας και η αλήθεια που είναι τόσο φανερή, τόσο απλή, τόσο προσιτή.
Το θεϊκό παρόν, που ο Ορφέας με την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος ανακαλύπτει και μεταλαμπαδεύει στην Αρσινόη. Και ξαφνικά, όλα γίνονται απλά, φωτεινά, καθαρά.
Οι φίλοι, η αγάπη και η γερόντισσα Γαβρηιλία ακόμα και η μαγειρική για την Αρσινόη γίνονται η νέα όψη της ζωής.
Και η συγγραφή, αυτή θα είναι η νέα αλήθεια της Ράνιας. Τελικά, τώρα που υπάρχει στη ζωή της η Αρσινόη, το πλήρωμα του χρόνου είναι το κλειδί. Κι ο καθρέφτης εκεί στη θέση του τις περιμένει να τον αντικρύσουν τώρα πια με καθαρή ματιά, ατρόμητες, με γνώση της δύναμης και της αδυναμίας τους, της υπεροχής και της μειονεξίας τους, της πληρότητας και της ανεπάρκειάς τους, της ευαισθησίας και του κυνισμού τους. Είναι η προσωπική αλήθεια για την Ράνια και την Αρσινόη, την αιώνια γυναίκα…