Δευτέρα 23 Απριλίου 2012
Αυτά που κοιτάμε κάθε μέρα αλλά δεν τα βλέπουμε
Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
για το μυθιστόρημα “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”, Εκδ. Καλέντη
22/4/2012
Ο κόσμος ο μικρός ο μέγας της Ελένης Γκίκα.
Σκαλίζοντας στιγμές σε ένα χρόνο που τρέχει αδιαμαρτύρητα, σκορπίζοντας ένοχα μυστικά, κρυφές ελπίδες και άδοξες υποσχέσεις, μια ζωής που έχει αρχή και τέλος, η Ελένη Γκίκα ζωγραφίζει τη γυναίκα στην ανεξιχνίαστη ατέρμονη πορεία της.
Την ξεδιπλώνει, δείχνει καταιγιστικά τις ανήμπορες στην επιφάνεια απορίες της και με σημειωτόν δρασκελιές ανιχνεύει το κουρασμένο της κορμί, τις έξοχες στιγμές ανύποπτων λεπτομερειών, ανοίγει τις πληγές της και τις αφουγκράζεται.
Καταβυθίζεται στις πιο ανύποπτα ασήμαντες, αλλά συγχρόνως σημαντικές εικόνες κάτω από ένα άπλετο φως του ήλιου. Τα δείχνει όλα. Μας τα δείχνει όλα. Ξεκλειδώνει το σκοτάδι και ρίχνει μέσα φωτεινές γραμμές, σηματοδοτεί γωνίες και περάσματα για να τα προσέξουμε. Αυτά που κοιτάμε κάθε μέρα αλλά δεν τα βλέπουμε. Μας αναγκάζει να τα δούμε, να τα νιώσουμε, δεν μας επιτρέπει να τα προσπεράσουμε.
Είναι εκπληκτικά πανέμορφο το πόσο διεισδυτικά η Ελένη Γκίκα παρατηρεί με τη ματιά της δευτερόλεπτα στιγμών και τα δείχνει έντονα στο άγουρο βλέμμα μας. Αναπηδά από τη μια εικόνα στην άλλη, την αφήνει ακατέργαστη, την αφήνει ζωντανή και μας γεμίζει απορίες και εύστοχες ενοχές.
Ένα γυμνό κορμί το μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, παραδομένο στην ποίηση της ζωής, στη μαγεία της ψυχής. Με μια υποβόσκουσα ποιητική γραφή να αντιστέκεται στην καθημερινότητα που πυροβολεί, πληγώνει, χάνεται σε στιγμές και παραδίνεται στον τρόμο της.
Η πορεία των λέξεων μεθυστική. Ακολουθεί όνειρα και παγίδες και ατενίζει ως πέρα μακριά το πείραμα της ζωής που ξεκινά και χάνεται και πάλι από την αρχή με τα ίδια όνειρα, τις απαράμιλλα ίδιες εκτροπές, μια γιορτή που υπόσχεται πολλά και γνέθει λιγότερα. Είναι η ίδια η ζωή που κρύβει καλά μέσα της το αναπάντεχο που άλλοτε το χάνει και δεν το βρίσκει και άλλοτε το προσφέρει πλουσιοπάροχα δια παν ενδεχόμενο.
Ακολουθεί απλές κινήσεις, αδιάφορες και άνευ σημασίας, αλλά είναι αυτές που παράγουν συναισθήματα, απλές σκέψεις και βουτιές σε κλυδωνίζοντες στοχασμούς. Είναι ο πόθος για γερές και ανεξάντλητες ανάσες.
Η συγγραφέας κρατώντας γερά τη γραφίδα της βγαίνει στο δρόμο, τρέχει στις λεωφόρους κλειδώνεται σε τέσσερις τοίχους και αναπολεί το παρελθόν για να γνωρίσει το μέλλον. Ένα άτακτο ταξίδι στις εικόνες και στις γεύσεις, ένα πιστό αντίγραφο της ζωής μας. Ακουμπά με τα δάχτυλά της τα συναισθήματα των ηρωίδων της για να τα νιώσει καλύτερα, ακολουθεί τη σκέψη τους, για να νιώσει και αυτή καλύτερα. Και ανατρέχει στην τέχνη, ίσως εκεί βρει το μυστικό που την ταλανίζει. Ψάχνει να βρει ομοιότητες και παράλληλους βίους. Είναι η στιγμή που η πραγματικότητα αποσύρει το ψεύτικό της προσωπείο.
Η Ελένη Γκίκα δεν έγραψε μόνο ένα μυθιστόρημα. Ξεκίνησε ένα μακρινό ταξίδι και περιπλανήθηκε σε φώτα και σκοτάδια, έκλαψε και γέλασε, μετάνιωσε και ξεπρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια μας για να απλώσει τα χέρια της και να μας δώσει αυτό που αναπνέουμε καθημερινά αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε. Η απολαυστική της γραφή θα σας προκαλέσει να την ξαναδιαβάσετε. Για να ανακαλύπτετε κάθε φορά καινούρια μονοπάτια, μέσα από ένα όλο και περισσότερο ολοκάθαρο βλέμμα. Για να ανακαλύψει η γυναίκα τη γυναίκα. Για να ψηλαφίσει ο άντρας τη γυναίκα!
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά.
«Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει – η πανταχού παρούσα μαμά!
Βηματίζει αργά, μηχανικά… Κοιτάζοντας αφηρημένα, με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα…
Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά – όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά.
Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά…
Εκείνη και η Άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος…
Τέσσερα τετράγωνα τις χωρίζουν. Τόσο κοντά, και ταυτόχρονα τόσο πολύ μακριά…
Την ίδια θάλασσα βλέπουν. Το ίδιο βουνό, από την πίσω πλευρά.
Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη.
Κι ανάμεσά τους εγώ, που τις βλέπω, που με επινόησαν εκείνες – ή που υπήρξα εγώ εκείνη που τις επινοώ.
Η Αρσινόη –πρόσωπο ή προσωπείο, Ράνια ή Αριάδνη, και Γερτρούδη, και Ουλρίκα– ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή: υποφέρει και πονάει, φοβάται και φεύγει, γράφει για να ξεχάσει, μαγειρεύει για να υπάρξει, νοσταλγεί και θρηνεί, ελευθερώνεται και ζει!
Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, αυτή!
Από τη στήλη ΒΙΒΛΙΟ των εφημερίδων
ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΘΑΡΡΟΣ |ΚΟΖΑΝΗ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ | ΒΕΡΟΙΑ