Απεργίες
εργατριών και παιδική εργασία από το
καινούργιο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου.
Οι
απεργίες εργατριών των εργοστασίων και
η παιδική εργασία και οι ξυλοδαρμοί των
παιδιών από το καινούργιο βιβλίο του
Μάνου Ελευθερίου
“Μαύρα
μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή
κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920” που θα
κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο”
στις 20 Μαρτίου.
Ένας
αιώνας πέρασε και ο ποιητής και συγγραφέας
Μάνος Ελευθερίου με τον Μάρκο Βαμβακάρη
κατά νου και την καρδιά στη γενέθλια
Σύρα, γυρίζει πίσω τον χρόνο και μέσα
από παλιές εφημερίδες, περιοδικά και
ντοκουμέντα της εποχής, ζωντανεύει τα
χρόνια που έζησε “ο λαικός πρίγκιπας”
στο νησί. Τα χρόνια εκείνα στα οποία
συνέβησαν οι πρώτες απεργίες των
εργατριών. Τα χρόνια στα οποία χωρούσαν
τα πάντα: χοροεσπερίδες με τον βασιλιά
και εργατικά ατυχήματα με θύματα νεαρές
εργάτριες και παιδιά. Τα κείμενα που
ακολουθούν είναι από το βιβλίο του Μάνου
Ελευθερίου:
Οι
απεργίες εργατριών των εργοστασίων
Το
1014 αρχίζουν ξανά οι δυναμικές απεργίες
των εργατών βυρσοδεψείων και των
καπνεργατών και, πράγμα πρωτοφανές, των
γυναικών εργατριών των κλωστηρίων και
υφαντουργείων. Ίσως ανάμεσά τους να
ήταν και η μητέρα του Βαμβακάρη, η αγία
Ελπίδα Προβελεγγίου. Πρέπει να θυμόμαστε
ότι ειδικά οι απεργίες των βυρσοδεψών
έχουν προιστορία στην Ερμούπολη. Να
σκεφτούμε μόνο ότι ήταν οι πρώτοι έλληνες
εργάτες που απεργήσανε το 1879.
“Εν
έτει 1879 δυο των μεγίστων της Ερμουπόλεως
κλάδων της Βυρσοδεψικής και της Ναυπηγικής
κοινή συστάσει ενήργησαν απεργίαν
επιδιώκοντες αύξησιν των εργατικών
μισθωμάτων. Το γεγονός τούτο, πρώτη
εκδηλωθείσα εν Ελλάδι απαρχή της
συγκρούεσως της εργασίας προς κεφάλαιον,
κατετάραξε την κοινωνίαν της Ερμουπόλεως”.
Χρόνια
αργότερα η εφημερίδα “Ο Εργάτης της
Ερμούπολης” δημοσίευσε και τούτη την
πικρή είδηση:
“Παρά
τινων εργατών και εργατιδίων εμάθομεν
ότι ο ιδιοκτήτης κάποιου υφαντηρίου
αντιληφθεί ότι το γυναικείο προσωπικό
του όσον ούπω θα τεθή με αποφασιστικότητα
υπό την Κόκκινην Σημαίαν του Εργατικού
Αγώνος, διέθεσε το βαλάντιό του υπέρ
των εργατιδίων του, προσθέσας εις το
μικρούτσικο ημερομίσθιο των κοριτσιών
μια πεντάρα, υπό τον όρον όπως μη
καταρτίσουν Σωματείο”! Και λίγο αργότερα:
“Τις από τους “αφρόκρεμα” ησθάνθη ή
εγεύθη ποτέ το θανατηφόρον μπαμπάκι
των κλωστουφαντουργείων”. Ολόκληρα τα
σημειώματα δημοσιεύονται σε άλλη
ενότητα.
Στις
11 Ιανουαρίου 1914, ασφαλώς θα δούλευε
ακόμη η μητέρα του στο κλωστήριο
Δηληγιάννη, δημοσιεύτηκε ακόμα ένα
αιχμηρό σχόλιο σχετικό με τις απεργίες
των εργατίδων:
“Ως
να μη ήρκει η πρώτη απεργία των
υπερτριακοσίων εργατών βυρσοδεψείων,
μέγα μέρος των εργατίδων των υφαντηρίων
και κλωστηρίων, μη θέλουσαι να συμμορφωθώσι
προ την αξίωσιν των εργοστασιαρχών εις
ων τα εργοστάσια ειργάζοντο, οίτινες
ηξίωσαν από τα εργατίδας των να διαγραφώσιν
εκ του Συλλόγου των Εργατίδων, ον
κατήρτισαν, άλλως ν' απελθώσι των
εργοστασίων των, εν οις δεν θα εδέχοντο
πλέον ως εργάτιδας τα μέλη του
νεοσυνιστωμένου συλλόγου, επροτίμησαν
να εγκαταλείψωσι την εργασία των και
να υφώσωσι την σημαίαν του Συλλόγου...
Το
“σπάσιμο” της απεργίας από τις άτυχες
και φτωχές εργάτριες ήταν δικαιολογημένο,
αφού κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους
ο πέλεκυς της απόλυσης:
“Μετά
την απεργίαν των εργατριών των Βυρσοδεψείων
μας, επηκολούθησε και απεργία πλείστων
εργατριών των παρ' ημίν κλωστηρίων και
υφαντουργείων επί τω λόγω ότι οι
εργοστασιάρχαι δεν ανεγνώριζον τον
νεοσυσταθέντα Σύλλογον αυτών. Και η μεν
απεργία βυρσοδεψεργατών εξακολουθεί,
μηδεμιάς εισέτι επελθούσης συνεννοήσεως
μεταξύ εργοδοτών και εργατών. Η δε των
εργατριών οσημέραι περιορίζεται, διότι
καθημερινώς προσέρχονται εις τα
εργοστάσια εργάτριαι αναλαμβάνουσαι
εργασίαν και δηλούσαι διαγραφήν εκ του
Συλλόγου.
Ήδη
ελπίζοντες εις την ταχείαν λύσιν όλων
των ζητημάτων των χωριζόντων τους
εργάτας από τους βιομηχάνους μας, τώρα
μάλιστα, ότι μη επαρκούντων των πρωτεργατών
της απεργία, εζητήθη η προστασία του
εργατικού κέντρου Αθηνών και εστάλη
και υπό του υπουργείου ο επιθεωρητής
των εργοστασίων συμπολίτης μας κ. Ανδρέας
Μαθάς, οφείλομεν ν' απονείμωμεν τον
οφειλόμενον δίκαιον έπαινον προς τας
Αρχάς της νήσου μας, αίτινες από της
πρώτης στιγμής των απεργιών παρακολούθησαν
αυτάς με άγρυπνον όμμα και συνεργαζόμεναι
προέλαβον πάσαν έκνομον ενέργειαν
δυναμένην να προηγηθή εκ των νομιζόντων
εαυτούς αδικουμένους. Ιδίως δε οφείλεται
έπαινος και ευγνωμοσύνη προς τον
δραστηριώτατον εισαγγελέα των ενταύθα
Πλημμελειοδικών, κ. Νικ. Κορφιωτάκην,
όστις πλην της εγρηγόρσεως εν τη λήψει
των προσηκόντων μέτρων, κατέβαλε και
μεγάλην προσοχήν εν τη εξακριβώσει του
κατά πόσον τηρούνται υπό των εργοστασιαρχών
αι κατά τους νόμους προς τους εργάτας
υποχρεώσεις των, έτι δε και μελετά
ακριβοδικαίως τας δικογραφίας, αίτινες
εσχηματίσθησαν εκ των απειλών και των
ύβρεων των απεργών κατά των αναλαβουσών
εργασίαν εργατριών”.
Δεν
ξέρουμε πόσα χρόνια εργάστηκε η μητέρα
του στο εργοστάσιο Δηληγιάννη. Το εν
λόγω εργοστάσιο όμως, όπως του
Μουτζουρόπουλου, στο οποίο εργάστηκε
για λίγο καιρό ο μικρός Βαμβακάρης, και
τα υπόλοιπα που ανέφερα, πρέπει να ήταν
σε άθλια κατάσταση από άποψη υγιεινής,
αν κρίνουμε από την έκθεση ενός επόπτη
του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Η
επιθεώρησή του στα ερμουπολίτικα
εργοστάσια έγινε τον Μάιο 1917. Είναι κι
αυτό ένα ελάχιστο δείγμα όχι μόνο της
ερμουπολίτικης κοινωνίας, αλλά και όλων
των ελληνικών βιομηχανικών πόλεων
εκείνου του καιρού. Ακόμα και ως τις
μέρες μας η κατάσταση εξακολουθεί να
είναι σχεδόν ίδια. Ο “μικρός πρίγκιπας”
που μας ενδιαφέρει δεν κάνει νύξη για
τέτοιες καταστάσεις. Λόγω της μικρής
ηλικίας του, οι ανατριχιαστικές εικόνες
θα του φαίνονταν μάλλον φυσιολογικές.
Στις
10 Ιουνίου 1918 η εφημερίδα “Ο Εργάτης”
ασχολείται με τα προβλήματα των εργατριών
συστήνοντας και σε άλλες εργαζόμενες
να μιμηθούν το παράδειγμα συναδέλφων
τους “κλωστηρούδων”.
“Η
εργάτριες των κλωστουφαντουργείων
ύστερα από την επιτυχία των συναδέλφων
των ανδρών ανεθάρρησαν και αυτές και
εγγράφονται κατά δεκάδες στο σωματείον
των. Ο αριθμός των ανέβηκε στις 500. Βγάλετε
τον φόβον από την ψυχήν σας και ενωθήτε
όλες για να καλλιτερέψετε την οικτρή
τύχη σας. Νιώστε καλά πως ο πολιτισμός
ενός έθνους είνε ανάλογος με την
απελευθέρωσι της γυναικός από τα δεσμά
της... Ο σύλλογος πρέπει να είνε η θρησκεία
σας (...)
Ηθέλαμε
όμως να μάθουμε τι κάνουν η άλλες
εργάτιδες. Η εργάτιδες των εργαστηρίων
γυναικείων φορεμάτων και καπέλλων.
Γιατί δεν κινούνται, γιατί δεν μιμούνται
τις κλωστηρούδες και υφάντριες. Ακούμε
τόσα και τόσα παράπονα εκ μέρους των
και όμως υπομένουν την σκλαβιά των
(...)”.
Και
μία ευχάριστη είδηση την ίδια μέρα:
“Κατά
την κλήρωσιν της χιλιοδράχμου δωρεάς
της Χιακής Αδελφότητος η η τύχη ηυνόησε
την εργάτριαν Μαρία Δασκαλάκη”.
Και
στις 3 Ιανουαρίου 1920: Οι εργάτριες ενός
νηματουργείου “εκφράζουσαι τας θερμάς
αυτών ευχαριστίας προς τους αξιότιμους
προισταμένους των, οίτινες είχον την
ευγενή καλωσύνην να διανείμωσι αυταίς
πρωτοχρονιάτικα δώρα εύχονται αυτοίς
όπως διέλθωσι το Νέον Έτος εν ευτυχία
και χαρά”. Δυστυχώς δεν μαθαίνουμε τι
μποναμάς δόθηκε. Αλλά και κάτι ελάχιστο
να πήραν λόγω των εορτών ήταν γι' αυτές
θεόσταλτο δώρο μέσα στη φτώχεια που τις
έδερνε.
Οι
εφημερίδες σπάνια αναφέρανε τα ατυχήματα
των εργατών και εργατριών στα κλωστήρια
και υφαντήρια της Ερμούπολης. Το
συνηθέστερο ατύχημα ήταν κόψιμο ενός
δαχτύλου από στιγμιαία απροσεξία στα
μηχανήματα. Ενδεικτικά αναφέρω μόνο
δυο περιπτώσεις του 1916:
Το
πρώτο αφορά την εργάτριαν Μαργαρώ
Νομικού, η οποία “εις εν των εργοστασίων
της νήσου μας εξ απροσεξίας της φαίνεται
το μηχάνημα εις το οποίον κατεγίνετο
απέκοψε τους δακτύλους της χειρός της,
μεταφερθείσα δε εις το δημοτικόν
νοσοκομείον παρεσχέθησαν αυτή αι πρώται
βοήθεια”.
Άραγε
δίχως δάχτυλα την ξαναπροσέλαβαν στη
δουλειά της;
Τον
βρήκα στον Εκλογικό Κατάλογο με όνομα
πατρός Μάρκος και ετών 30. Το 1916 ήταν 36
χρόνων και εργαζόταν στο εργοστάσιο
της Σμύριδος:
“Απέκοψεν
δια του μηχανήματος της κονιοποιήσεως
την δεξιάν αυτού χείρα τελείως. Ο ατυχής
μετεφέρθη εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον
εν κακή καταστάσει και παρασχέθησαν
αυτώ υπό της επιστήμης αι πρώται
βοήθειαι”.
Ποια
ήταν η τύχη αυτού του εργάτη με ένα μόνο
χέρι; Και ποια ήταν η τύχη ενός άλλου
νεαρότατου εργάτη, μόλις 15 χρόνων; Η
ατυχία του συνέβη στις 11 Μαίου 1905, όταν
ο Μάρκος ήταν μωρό μόλις μιας ημέρας:
“Ο εκ Μυκόνου 15ετής Ζαννής Χανιώτης
εργαζόμενος εις το ατμοκίνητον αρτοποιείον
του κ. Μ. Ασημομύτη απέκοψε την χείρα
του καθ' ην ώραν κατεγίνετο εις τον
καθαρισμόν του ατμοκινήτου ζυμωτηρίου”.
(Εκείνο
που δεν ξέρουμε για την ώρα είναι πόσοι
από τους μαγαζάτορες και τους βιομηχάνους
καταστρατηγούσαν την Κυριακή αργία,
που ψήφισε επιτέλους η Βουλή των Ελλήνων,
ύστερα από πολλούς αγώνες, ψηφίσματα,
συλλαλητήρια και πιέσεις των εργατών,
μόλις τον Οκτώβριο του 1909, όταν ο
Βαμβακάρης ήταν τότε τεσσάρων χρόνων:
“... Ο εργάτης, ο υπηρέτης και ο υφιστάμενος
από της προχθές απολαμβάνουν των αγαθών
της Ελευθερίας...
Ο
εργάτης και ο υπηρέτης ειργάζοντο καθ'
όλα τας ημέρας του έτους και δεν ανεπαύοντο
ειμή μόνον εν τη στρωμνή, όπως μη εγερθώσι
πλέον. Ενώ ήσαν ίσοι ενώπιον του Νόμου,
εστερούντο και μιας ημέρας την εβδομάδα
αργίας... ουχί μόνον δια λόγους υγιεινούς
αλλά και θρησκευτικούς”).
Τον
Οκτώβριο του 1921 ακόμα μία απεργία των
εργατριών κλωστηρίων και υφαντηρίων.
Η απεργία “έληξε δι' αμοιβαίων υποχωρήσεων.
Ούτω αι εργάτιδες εζήτουν 30% επί των
σημερινών ημερομισθίων, οι δε βιομήχανοι
έδιδαν 20%. Εν τέλει εδέχθησαν αμφότεροι
το 25%”. Αυτά όλα δεν τα πήρε είδηση ο
Βαμβακάρης. Ήταν πια στον Πειραιά, για
πάντα.
Ασφαλώς
απ' αυτή τη θητεία του στα εργοστάσια
του Δημηγιάννη και του Μουτζουρόπουλου
εμπνεύστηκε το τραγούδι του “Κλωστηρού”.
Το επίθετο “κλωστηρού” μέχρι το 1960
τουλάχιστον ήταν για τις “καθωσπρέπει
κυρίες” επίθετο άκρως υποτιμητικό και
η εσχάτη ύβρις για κάποιαν άλλη γυναίκα
της Ερμούπολης.
Και
μια χαριτωμένη είδηση της 20ης Ιανουαρίου
1914 που ίσως έφτασε στα παιδικά αυτιά
του μικρού Βαμβακάρη: “Χθες την 2
μεσονύκτιον κατά την συνοικίαν Νεαπόλεως
ενώ η Αναστασία Ι. έκαμε τη βεγγέρα της
εις παρακειμένην της γειτονικήν οικίαν,
ο ναύτης Ιωάννης Ρ. Εισήλθε κρύφα εις
την οικίαν της και εκρύβη υπό την κλίνην
της”.
“Δούλη
12 ετών εκάη και απέθανεν αυθημερόν”.
Είχε αφήσει αναμμένο το λυχναράκι
της...” Η παιδική εργασία ξεκινούσε με
τη συναίνεση της οικογένειας από την
ηλικία των έξι ετών, όπως γράφει ο Μάνος
Ελευθερίου. Όπως αποδεικνύουν οι
μαρτυρίες που τόσα χρόνια φιλόστοργα
και φιλότιμα μαζεύει. Περίπου τόσο
ξεκίνησε να δουλεύει κι ο μικρός Μάρκος
Βαμβακάρης...
Παιδική
εργασία και ξυλοδαρμοί παιδιών
Αυτοβιογραφία:
“Στα 1915 (10 χρόνων) πήγα στο υφαντήριο
του Μουτζουρόπουλου και με κράτησαν
αμέσως για βοηθό μέσα”.
Το
εργοστάσιο του Πάνου Μουτζουρόπουλου
ιδρύθηκε το 1904, ήταν ατμοκίνητο 35 ίππων,
με αερομηχανή 60 ίππων, και το 1917 απασχολούσε
78 εργάτες και εργάτριες. Η ημερήσια
παραγωγή του ήταν 50 τεμάχια, προφανώς
τόπια υφάσματος. Όπως με πληροφόρησε η
ιστορικός Χριστίνα Αγγιαντώνη, την
περίοδο 1912- 1918 έγινε ριζική ανανέωση
των αργαλειών του με εγγλέζικα και
ελβετικά μηχανήματα. Το εργοστάσιο
έκλεισε το 1937.
Ο
Πάνος Γ. Μουτζουρόπουλος ήταν μεγαλέμπορος
και εφοπλιστής από την Τρίπολη. Είχε
γεννηθεί το 1854 “διατηρούντος εν τη
διαμετακομίσει δύο απεράντους αποθήκας
βριθούσας εμπορευμάτων και... (...) ούτω
επιτυχόντος την εισαγωγήν εν τω τόπω
ημών (στη Σύρα ή στην Ελλάδα;) χρυσίου
ουχί ευκαταφρονήτου ποσού. Πρώτος ο
μεγαλόφρων και δραστηριώτατος μεγαλέμπορος
κατενόησε την μεγάλην ωφέλειαν, ου μόνον
την τοπικήν αλλά και εθνική, εκ του
διαμετακομιστικού εμπορίου επερχομένην,
δια τούτο και ο μόνος είναι, όστις αείποτε
τα βλέμματα αυτού έστρεφεν εν τη
διαμετακομίσει, από της ενάρξεως του
εμπορικού του σταδίου. Ενθυμούμεθα ότι
ο μακαρίτης έξοχος πολιτευτής και επί
πολλά έτη πρωθυπουργός της Ελλάδος
Χαρίλαος Τρικούπης, επισκεφθείς την
ημερέταν πόλιν και μεταβάς εν τη
διαμετακομίσει, τοσούτον εξεπλάγη ιδών
τας πλήρεις των εμπορευμάτων μεγάλας
αποθήκας του κ. Μ., ώστε ανέκραξε
μεγαλοφώνως: Και όλα αυτά εδώ εις ένα
μόνον έμπορον ανήκουσιν!”
Δεν
πρέπει να κάνει εντύπωση ότι ο Βαμβακάρης,
όντας δεκαετής, έπιασε δουλειά σε
εργοστάσιο. Όπως αναφέρεται και αλλού,
η εργασία στα εργοστάσια ιδίως άρχιζε
όταν τα παιδιά των φτωχών οικογενειών,
Ερμούπολης και Άνω Σύρας, έφταναν στην
ηλικία των έξι (6) χρόνων! Σε ηλικία δηλαδή
που έπρεπε να παρακολουθούν την πρώτη
τάξη του δημοτικού σχολείου. Δεν πήγαιναν.
Και γι' αυτό βλέπουμε στα δημόσια έγραφα
τους μεγαλύτερους να μην ξέρουν ούτε
την υπογραφή τους να γράψουν.
Τον
Οκτώβριο του 1911 έχουμε την ανόητη πρόταση
μιας εφημερίδας η οποία προτείνει στους
γονείς των εργαζόμενων κοριτσιών τους
σε κλωστήρια, νηματουργεία και υφαντουργεία
μετά τη δουλειά τους, στις 6 το απόγευμα,
να συνοδεύονται από κάποιον γνωστό τους
επιστρέφοντας στο σπίτι τους. Ιδίως τον
χειμώνα, που σκοτεινιάζει νωρίς. Η
ενάρετη εφημερίδα προτείνει μάλιστα
και τη δημιουργία μιας πολιτοφυλακής
ή πολιτοφρουράς η οποία να συνοδεύει
τα εκατοντάδες κορίτσια. Προφανώς για
να μην πέσουν θύματα ασέμνων ή βιαστών.
Ουδόλως ενδιαφέρονταν για την έξοδό
τους τα ξημερώματα, πάλι με σκοτάδι, και
κυρίως για τη δωδεκάωρη εργασία τους,
αν και επίσημα έπρεπε να εργάζονται
δέκα ώρες, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Γι'
αυτό κάνει εντύπωση ότι το 1913 σύρθηκε
στο δικαστήριο ο εργοστασιάρχης
Παναγιώτης Γ. Κουλούρης, “γεννηθείς εν
Ραχέα και κατοικών ενταύθα, ετών 37,
χριστιανός ορθόδοξος...” Αυτόν το
δικαστήριο τον “κηρύσσει ένοχον του
ότι ενταύθα διατελών εργοστασιάρχης...
από του Αυγούστου μέχρι της 6 Νοεμβρίου
1912 προσέλαβεν και εχρησιμοποίησε ως
εργάτην εν παιδίον αγνώστου επωνύμου
(!) μη συμπληρώσας το δωδέκατον (12) έτος
της ηλικίας του...”.
Αυτό
βέβαια είναι από τα ακατανόητα, δεδομένου
ότι ήταν “έθιμο” το ένα έκτο των
εργαζομένων, όχι μόνο στα εργοστάσια,
να είναι ανήλικα παιδιά. Προφανώς τη
δίκη την υποκίνησε κάποιος “πληρωμένος”
για εκδικητικούς λόγους, κι ας μένει
υπόπτως μετέωρο εκείνο το “αγνώστου
επωνύμου”. Ας δούμε όμως ακόμα ένα
αδίκημα του ίδιου εργοστασιάρχη:
“Κηρύσσει
τον κατηγορούμενον Π.Γ.Κουλούρην,
κάτοικον Ερμουπόλεως, ένοχον του ότι
εκ συστάσεως μετά του Δημ. Δαροπούλου,
ενταύθα, κατά τον μήνα Ιανουάριον 1913
διατελούντα εργοστασιάρχαι επέτρεπον
εις τας εν τω νηματουργείω των εργαζομένας
εργάτριας Δέσποιναν Μ. Καλογείτονα,
Βασιλικήν Κ. Συνοδινού, Ελένην σύζυγον
Ι. Σταυράκη και Καλλιόπων Π. Μπουντούρη,
κατοίκους ενταύθα, να εργάζονται καθ'
εκάστην πλέον του δεκαώρου”.
Στις
6 Ιουνίου 1913 το δικαστήριο καταδίκασε
δυο εργοστασιάρχες, τον Νικ. Βόγλη και
Ευθ. Ν. Νικολαίδη, σε χρηματική ποινή 75
δραχμών τον καθένα διότι “επέτρεψαν
εις τας εν τω βιομηχανικώ εργοστασίω
των εργαζομένας εργάτριας να εργάζωνται
πλέον του δεκαώρου καθ' εκάστην”.
Κι
αυτή η δίκη πρέπει να υποκινήθηκε από
“ανταγωνιστές”.
Ιδού
ένα μικρό απόσπασμα από τη μαρτυρία
μιας παλιάς εργάτριας κλωστηρίου την
οποία μαγνητοφώνησα το 1975, αμυδρό δείγμα
-κι τεκμήριο- της συριανής εργατικής
ατμόσφαιρας του 1906. Ο εφιάλτης και η
δυστυχία αυτοπροσώπως:
“Έξι
χρονώ άρχισα να δουλεύω (1906). Έπαιρνα
μια πεντάρα (τη μέρα). Έξι χρονώ με πήγανε
στη δουλειά. Εφτά χρονώ “με πήρε το
λουρί” (του μηχανήματος). Μου 'σκισε το
χέρι μου. Οχτώ χρονώ μού σκίζεται αλλού
το χέρι μου. Δέκα χρονώ μού σκίζεται εδώ
όλη μου η ρώγα (του δαχτύλου). Λοιπόν.
Δέκα χρονώ έπαιρνα δυο δεκάρες.
Μπακιρένιες. Τη μέρα. Έτρεχε ο ποταμός.
Καθόμαστε καταπόταμα σ' ένα πολύ φτωχό
καλύβι. Ένα δωμάτιο, σα σαλίτσα μα, ήμαστε
τρία παιδιά. Τ' αγόρια κοιμόντανε
κατάχαμα, εμένα μου 'χανε ένα κρεβάτι
στενό με δυο στριποδάκια. Σ' ένα δωμάτιο
έμενε η μητέρα μου με τον πατέρα μου. Οι
δυο τους. Ακριβώς στην πόρτα μας περνούσε
ένα ποτάμι, όπου έβρεχε είκοσι, εικοσιπέντε
μέρες εκείνα τα χρόνια. Έφτασε το ψωμί
δυο δεκάρες, όχι, πενήντα λεπτά το ψωμί,
το διπλό ψωμί. Όταν το βράδυ σχολούσαμε
κι έτρεχε ο ποταμός, η μάνα μου κι ο
πατέρας μου κοιμόντανε. Δεν φρόντιζε
για το παιδί. Μήπως πέσει στο ποτάμι,
στο φριχτό νερό, και το πάρει και πνιγεί.
Δεν είχε άλλη έξοδο να περάσουμε. Ήτανε
σκληρή η μάνα μου στον υπέρτατο βαθμό.
Το
πρωί πιάναμε δουλειά στις έξι. Σηκωνόμαστε
από τις πέντε. Σκοτεινά ακόμα, θεοσκότεινα.
Επερνούσαν κάτι μεγάλες γυναίκες και
τους κρατούσα τις πετσέτες να πάρω μια
δεκάρα τη βδομάδα. Η μάνα μου να μου 'χει
αποβραδίς ένα τσουκαλάκι της πεντάρας
πήλινο, με δυο χεράκια, μικροσκοπικά
σαν μια τσιγαροθήκη, και να μου 'χει
φέτες πατάτες, πέντ' έξι, και μια σταλιά
ψωμάκι και λιγάκι κουνουπιδάκι περισσεμένο
αποβραδίς να φάω, πόσες ώρες; Από το πρωί
στις έξι ως το βράδυ στις έξι, να φάω όλη
την ημέρα. Αυτό το βιολί εβάστηξε χρόνια.
Μέχρι που ήρθε θυμάμαι ο Βενιζέλος (26
Φεβρουαρίου 1912), πόσα χρόνια είναι που
ήρθε ο Βενιζέλος, ο γέρος Βενιζέλος,
Θεός σχωρέσ' τον, και με βάζουνε εμένα
για να μη με δούνε ότι ήμαστε μικρά και
μας είχαν και δουλεύαμε, απαγορευότανε,
και μας βάζουνε σε μια κάσα, σαν κιβωτό,
μεγάλη, εμένα κι ένα άλλο κοριτσάκι.
Νομίζω ότι υπάρχει η μικρή μου φωτογραφία
του καταστήματος.
Αφού
λοιπόν μας κλείσανε, μπήκε ο Βενιζέλος
μέσα, όλος ο κόσμος που δούλευε μέσα,
ήτανε πολύς κόσμος που εργαζότανε.
Δούλευα στου γέρου Νοστράκη, που είχε
πάρει την Αθηνά την εξαδέλφη μου, το
κλωστήριο. Φωνάζανε λοιπόν να μιλήσουνε
“υπέρ” για τα αφεντικά για να μη μας
βγάλουνε κι από τη δουλειά, ότι περνάμε
καλά, κύριε Βενιζέλο, φωνές, δάφνες και
τα ρέστα. Εμάς μας ξεχάσανε μες στην
κιβωτό. Φεύγει το κατάστημα, κλείνει το
μαγαζί ο πορτιέρης, αλλά ο πορτιέρης
μέσα να φυλάει το εργοστάσιο, έφυγε όλο
το προσωπικό, εμείς μέσα...”
Εννοείται
ότι οι κατά καιρούς απαγορεύεις για την
πρόσληψη ανηλίκων εργατών και εργατριών
στα εργοστάσια και τα καταστήματα ήταν
εικονικές, όχι μόνο για την Ερμούπολη
εκείνων των χρόνων. Η έξαρση που
παρατηρείται στην Ερμούπολη οφείλεται
κατά κύριο λόγο στην πληθώρα των
εργοστασίων, που είχαν ανάγκη από φτηνά
εργατικά χέρια. Ιδιαίτερα η πρόσληψη
ανήλικων υπηρετριών (υπάρχουν
ανατριχιαστικές μαρτυρίες) ήταν κοινός
τόπος, όχι αναγκαστικά από τους πλούσιους
κατοίκους, μια παράδοση που συνεχίστηκε
ω τη δεκαετία του 1950! Οι περισσότερες
εφημερίδες βεβαίως σιωπούν. Αναγκάζονταν
όμως να αναφέρουν κάποια περίπτωση μόνο
όταν συνέβαινε κάτι τραγικό, όπως, για
παράδειγμα, το 1840 όταν δημοσιεύτηκε
τούτη η είδηση χωρίς σχόλιο, χωρίς μια
λέξη παρηγοριάς, χωρίς καν το ελάχιστον
συναίσθημα: “Δούλη 12 ετών εκάη και
απέθανεν αυθημερόν”. Είχε αφήσει
αναμμένο το λυχναράκι της...”.
Το
1976 μια ηλικιωμένη κυρία, η Άννα Α., μου
εξομολογείτο ότι, όταν εργαζόταν ως
υπηρέτρια σε πλούσιο σπίτι της Ερμούπολης
σε ηλικία οκτώ χρόνων, η “κυρία” της
κλείδωνε με κλειδί το ψωμί σε συρτάρι
της κουζίνας μην τύχει και το αγγίξει.
'Ωσπου το έμαθε ο σύζυγος, καθύβρισε τη
γυναίκα του και μόνο τότε άρχισε η κυρία
να της δίνει κανονική μερίδα τροφής και
ψωμιού!
Θα
μπορούσα να αναφέρω περιληπτικά το
δυσώδες περιστατικό εις βάρος της
ανήλικης “δούλης”. Θα 'μοιαζε όμως με
ξεθυμασμένη μυρωδιά σ' ένα μπουκαλάκι
αρώματος. Προτίμησα τη δημοσιογραφική
γραφή εκείνων των χρόνων, όπως σε πολλά
άλλα κείμενα του παρόντος βιβλίου,
δεδομένου ότι γράφτηκε εν θερμώ και με
αγανάκτηση. Ωστόσο κρύβει μέσα του και
κάτι άλλο. Δείχνει και ένα άλλο μέρος
της σήψης των ηθών δίπλα σε όλα τα άλλα
που συνέβαιναν και στη συριανή κοινωνία.
Να μη ξεχνάμε ότι ήταν χρόνια πολέμων,
εγκατάλειψη της επαρχίας, έλλειψη αγαθών
ιδίως για την εργατική τάξη, η οποία
αντιπροσώπευε το 80% του πληθυσμού, όπου
ανάμεσά ους ήταν και η οικογένεια και
ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης. Δυστυχώς
για κείνον η εφιαλτική στέρηση των
παιδικών του χρόνων τον επισκέφτηκε –
κι αυτόν- αυτοπροσώπως και σε μεγάλη
ηλικία, τουλάχιστον λίγα χρόνια πριν
πεθάνει, το 1972, σε ηλικία 67 μόλις χρόνων.
Ευτυχώς τα τελευταία του χρόνια εισέπραξε
από τα τραγούδια του κάμποσα χρήματα
κι δεν χρειάστηκε να γυρνάει ξανά στις
γειτονιές του Πειραιά παίζοντας στις
ταβέρνες μπουζούκι και ένα του παιδί
να ζητάει με “πιατάκι” τον οβολό των
θαμώνων....”