Η αφορμή υπήρξε ένα κεφάλαιο από το ολοκαίνουργιο βιβλίο του διπλωμάτη και ποιητή Γιώργου Βέη “Μανχάταν- Μπανγκοκ”, στους “ηπερήχους της Μπανγκόκ” μια κηδεία όπου οι έχοντες εκκρεμότητες ψιθυρίζουν στο αυτί του νεκρού. Σε μια κίνηση “ακροτελεύτιας κάθαρσης” με το ευήκοον ους, να αυθαιρετεί ενώπιον του θανάτου.
Στο Μανχάταν κι εντεύθεν, σε Δύση και Αμερική, εντελώς διαφορετικός τρόπος ζωής. Το επισήμανε στο φέις μπουκ η Κατερίνα, πρώτα στο συγγραφέα: “Στη μακρινή Ανατολή οι άνθρωποι ψιθυρίζουν στο αυτί του νεκρού, στην μακρινή Δύση ο Πολ πεθαίνει στα σκουπίδια”.
Στο ενδιάμεσο, υποτίθεται αυτό που χάσαμε, η βεβαιότητα και ο απόλυτος έλεγχος της ζωής. Της ποιας ζωής... Και ποιας ακριβώς βεβαιότητας δηλαδή... Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης έσβησε ξαφνικά στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, μοναδική προειδοποίηση τα κλειδιά που έπεσαν κι εκείνο που πρόλαβε ο φίλος να του πει “Γιάννη, φτάσαμε”.
Θέλω να πω μετά απ' όλα αυτά, ας μην ανησυχούμε για τις χαμένες βεβαιότητες και τόσο πολύ, δηλαδή. Γιατί η ζωή δεν ήταν ποτέ απλή αριθμητική και όποιος την είδε ως βεβαιότητα κι απόλυτο έλεγχο, ζωντανός νεκρός, υπήρξε μια ζωή χαμένος από χέρι.