Τρίτη 31 Μαΐου 2011

“γιατί έτσι είναι σωστό και ηθικό, να σκοτώνουμε την αγάπη προτού σαπίσει”...

“ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ” του Μιχάλη Γεννάρη. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275, € 20

“Εμένα θα με είχαν υπηρέτρια για ν' ανάβω το μαγκάλι. Στο δικό μου παραμύθι, η νονά νεράιδα είναι πάντα με το μέρος του εχθρού”.
Σταχτομπούτα αλλά και Εκάβη, μάγισσα Κασσάνδρα, κόρη της Αδαμαντίας της Δραγάτσαινας, μοδίστρα ξακουστή, κοντράλντα σε σκυλάδικα, τσατσά σε αυτοσχέδιο πορνείο, μετανάστρια στην Αμερική, προστάτις εγκαταλειμμένων αγγέλων, αληθινή κόρη σπουδαίας πανίστριας μάνας που αγωνίζεται και πριν τουφεκιστεί ίσα που προλαβαίνει και της δαγκώνει το πόδι, η Πελαγία με την κουτσή της αρχαία μεγαλοπρέπεια, σε μια διαδρομή που διαρκεί όσο και μια ζωή “Προς Κορινθίους”, ξεδιπλώνει τα τελευταία εξήντα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Σε μια αφήγηση σγουρή και σφριγηλή, που ξαφνικά ξεσπά σαν χείμαρρος και αρχαίος ποταμός, με βαθιές γλωσσικές ρίζες και χαρακτήρες με αρχετυπικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη, στην αρχαιότητα, θυμίζοντας έντονα στα εις εξ ων συνετέθη, αρχαίο δράμα.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Μιχάλης Γεννάρης (έχει μόλις το 1981 γεννηθεί), σε έναν μονόλογο όπου τα πάντα χωρεί, ενώνει τα αντίθετα, αναζητά τα όρια του καλού και του καλού, του ηθικού και του ανήθικου, καταλύει τα όρια του χωροχρόνου.
“Κωμωδία με κακό τέλος η ζωή”, παρ' όλα αυτά γεμίζει με νεκραναστάσιμες ανάσες όλη την φοβερή διαδρομή, έστω κι αν προσποιείται μιλώντας περί του αντιθέτου:
“Σαν τα σκυλιά τα ντόπερμαν που κουταβάκια είναι μια χαρά, όσο μεγαλώνουν όμως τόσο περισφίγγονται τα μυαλά μέσα στο κρανίο και σκάζει ο εγκέφαλος. Αφρίζει τρέλα. Είναι ντροπή που υπάρχουν ακόμη φυλακές. Έκανες έγκλημα; Σκότωσες; Ντάξει. Πες συγγνώμη και άλλαξε βίο και πολιτεία. Απομακρύνσου. Κάνε προσπάθεια. Τί σε μπουζουριάζουν μέσα; Θ' αναστηθεί ο νεκρούλης; Αφού δεν υπάρχει Θεός. Εκεί καταλήξαν οι επιστήμονες. Ούτε Κόλασις και Παράδεισος. Τίποτε δεν υπάρχει. Μόνο σύμπαν και χρόνος. Σχετικότης. Τα πάντα σχετικότης. Φυσικομαθηματικού έπρεπε να γίνω. Αλλά η μάνα δε μ' άφησε να πάω σχολείο. Με ξέγραψε τον μήνα Οκτώβρη του πενήντα έξι. Δούλα με ήθελε. Τσαγκαροκοπέλα...”
Η μαντική “Αν έρθουν τίποτα Κολωνακιώτισσες και γυρέψουν τη Διαμάντω τη Μυτιληνιά που λέει τ' αυγό στο ποτήρι και προφητεύει, θα τρέξεις να μου μιλήσεις. Απέναντι στην Εκάβη είμαι...” και η αδικία της Πελαγίας “Όλος ο κόσμος πεντάμορφος κι η Πελαγίτσα μια τρομερή ασκήμια!”, μέσα από το έρεβος μιας φαινομενικά άτυχης και ζοφερής σε πρώτο πλάνο ζωής, ωστόσο λάμπει.
Οι Μυκηναίοι πρίγκιπες, Πάρις, Πάτροκλος και Αχιλλέας που λούζονται στη φτωχική αυλή, το σπίτι της οδού Δελφών που ενώνει και χωρίζει τα πάντα, οι δολοφόνοι Πρίγκιπες Λουκάς, Βαλεντίνο και ο βουβός Τζούλης ο μόνος που αξιώνεται σε βάθος το ένοχο μυστικό, ενώνουν τον παρόντα με τον αρχαίο χρόνο δίχως κουβέντα.
Η Αδαμαντία με το τραγούδι που της καίει τα σωθικά αλλά που ωστόσο αρνείται, δεν το πουλά... “Αυτό ήταν. Τέλειωσε το τραγούδι. Στρίψε! Πάρε τη σουρντίνα και τράβα. Και μη ξαναδώ γύφτικα κλαρίνα στις αυλές μου! Κι όσο για τους δίσκους των στροφών, τις πλάκες που φτιάχνουν στα υπόγεια οι τεχνολόγοι, όποιος κατέχει χρήματα, αμέσως αποκτά δικαίωμα στο τραγούδι. Και μπορεί μυριάδες φορές να επαναλάβει το άκουσμα. Να πτωχύνει το τραγούδι η άφρονη επανάληψη, μέχρι να σιχαθείς αυτό που πρώτα αγαπούσες και να βαρεθείς, κι ύστερα δεύτερο να ψάξεις για να γλυκαθείς και τρίτο για να ξαναβαρεθείς, κι άλλο μετά ν' αναζητήσεις, τέταρτο και πέμπτο κι έκτο κι έβδομο και ξανά τα ίδια ξεδιάντροπα εις τον αιώνα των αιώνων! Και ποτέ δεν θα κατασταλάξεις στην αγάπη, εσύ που αναζητείς ανεπανάληπτη ηδονή, κι όλο να απαιτείς καινούργια ικανοποίηση και θα πληρώνεις χιλιάρικα πολλά για να επαναλαμβάνεις ασταμάτητα την άσωτη πράξη...”
Η Πελαγία που όλα τα είδε, αξιώθηκε να τα δει και γι' αυτό και αναποδογυρίζει τα πάντα... “Για ν' αδράξεις πράγμα ξένο κι αλλότριο, σημαίνει πως είσαι καθαρός και γνωρίζεις τη σοφία του κόσμου. Όλοι ένα πράγμα καθολικό είμαστε. Μια ουσία αδιαίρετη, ποιος ο λόγος της ιδιοκτησίας και των περιφραγμένων αγρών;”
Η ζωή που δεν ξέρουμε κι ωστόσο αποτελεί την δύναμή μας την ταπεινή... “Νυχτιάτικη ζωή ζήσαμε και με την ίδια ταπεινή σύλληψη θ' αναχωρήσουμε. Τότε που γλεντούσαμε στην αυλή των Πριαμιδών. Ξέγνοιαστοι. Απροετοίμαστοι για τα φριχτά δεινά που θα επακολουθήσουν”.
Η αγάπη “γιατί έτσι είναι σωστό και ηθικό, να σκοτώνουμε την αγάπη προτού σαπίσει!” και η αρχαία οργή “ένας πόλεμος ο άνθρωπος, μάχη με τον εχθρό που υπερυψούται απειλητικός και αχανής”, η άφεση και το έλεος στα φτερωτά λόγια της ετοιμοθάνατης “Μη θλίβεστε! Ερχόμαστε και φεύγουμε”... συνθέτουν το ολοφώτεινο, ολόμαυρο τραγούδι της όντως ζωής. Καταλύοντας προηγουμένως τα όποια σύνορα, γλωσσικά, χρονικά, ηθικά, κάνοντας την ανθρώπινη διαδρομή από τα Κτελ Κηφισού, την “Προς Κορινθίους” διαδρομή, και την πεπτωκυία αμαρτωλή μας φύση, “λιτανεία”, που μπορεί να αλλάζει πρόσωπα αλλά που ωστόσο παραμένει ίδια και απαράλλαχτη για τα ανθρώπινα, σε ένα βιβλίο ορθάνοιχτο στο ενδεχόμενο σαν αυτή καθ΄ εαυτή την ζωή, το οποίο ουσιαστικά ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει...
Ακριβό γλωσσικό εργόχειρο ζωής που διαβάζεται όπως και γράφτηκε: με αχειροποίητη σχεδόν ανάσα που διαρκεί... Ένα βιβλίο που σίγουρα το άξιζε και με το παραπάνω το όποιο βραβείο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Μιχάλης Γεννάρης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα.
Το “Πρίγκιπες και Δολοφόνοι” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
Βραβεύτηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2011 του περιοδικού “Διαβάζω”.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Ευήκοον ους

Η αφορμή υπήρξε ένα κεφάλαιο από το ολοκαίνουργιο βιβλίο του διπλωμάτη και ποιητή Γιώργου Βέη “Μανχάταν- Μπανγκοκ”, στους “ηπερήχους της Μπανγκόκ” μια κηδεία όπου οι έχοντες εκκρεμότητες ψιθυρίζουν στο αυτί του νεκρού. Σε μια κίνηση “ακροτελεύτιας κάθαρσης” με το ευήκοον ους, να αυθαιρετεί ενώπιον του θανάτου.
Στο Μανχάταν κι εντεύθεν, σε Δύση και Αμερική, εντελώς διαφορετικός τρόπος ζωής. Το επισήμανε στο φέις μπουκ η Κατερίνα, πρώτα στο συγγραφέα: “Στη μακρινή Ανατολή οι άνθρωποι ψιθυρίζουν στο αυτί του νεκρού, στην μακρινή Δύση ο Πολ πεθαίνει στα σκουπίδια”.
Στο ενδιάμεσο, υποτίθεται αυτό που χάσαμε, η βεβαιότητα και ο απόλυτος έλεγχος της ζωής. Της ποιας ζωής... Και ποιας ακριβώς βεβαιότητας δηλαδή... Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης έσβησε ξαφνικά στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, μοναδική προειδοποίηση τα κλειδιά που έπεσαν κι εκείνο που πρόλαβε ο φίλος να του πει “Γιάννη, φτάσαμε”.
Θέλω να πω μετά απ' όλα αυτά, ας μην ανησυχούμε για τις χαμένες βεβαιότητες και τόσο πολύ, δηλαδή. Γιατί η ζωή δεν ήταν ποτέ απλή αριθμητική και όποιος την είδε ως βεβαιότητα κι απόλυτο έλεγχο, ζωντανός νεκρός, υπήρξε μια ζωή χαμένος από χέρι.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

πάνω από 'μένα στέκομαι λοιπόν και με κοιτάζω...

“Κάποια μέρα κοιτάζοντας πίσω, τα χρόνια που αγωνίστηκες θα σου φαίνονται τα πιο ωραία”. Σίγμουντ Φρόυντ αυτό, όσο κι αν ξέρω ότι δεν σας παρηγορώ. Αλλ' ευτυχώς που για όλους μας υπάρχει, έξω από την τέχνη, και η προσωπική εμπειρία. Βιβλία που στήθηκαν πατώντας στα κάρβουνα, πίνακες ολοφώτεινοι πια αλλά μιας εποχής ζόφου, μουσικές που εξακολουθούν να μιλούν την γλώσσα του Θεού αενάως κι εμείς που ό,τι γίναμε, μέσα από τα δύσκολα γίναμε, τα δύσκολα που το μοναδικό που αφήνουν, τελικά, είναι η ίδια λύση της αινιγματικής δυσκολίας.
Αλλά εκείνη την ώρα, ούτε λόγος, χανόμαστε! Ο χρόνος κολλημένος στο ζόρι μας και το βιβλίο της ζωής σα να μην έχει παρακάτω σελίδες. Υπάρχει ένα... κόλπο, συνήθως πιάνει, το κάνω όταν πνίγομαι, αρχίζω να ξεφυλλίζω κάποιο παλιό μου ημερολόγιο. Πόσα έπρεπε, όφειλα, γίνανε, άλλαξαν, ήρθαν ουρανοκατέβατα και εκ των υστέρων ολόθερμα καλωσόρισα...
Κι ύστερα, είναι κι ο Φρόυντ που επιμένει, δύσκολα χρόνια, όμορφα χρόνια! Τα χρόνια που μας έκαναν, ό,τι γίναμε!
Ρωγμή μέσ' στο χρόνο, και ο Χρόνος του Αρσένι Ταρκόφσκι:
“Αποχαιρετώ όλα όσα ήμουνα και ζούσα,
όσα περιφρονούσα, μισούσα, αγαπούσα.
Της νέας ζωής την αρχή κρατώ,/ το δέρμα της χτεσινής μέρας τ' αποχαιρετώ”...

ΥΓ. “Την κινούμενη σφαίρα στο χέρι μου πια δεν κρατώ
κι ούτε λέξη χωρίς λέξη δεν θα σας πω...”
Αρσένι Ταρκόφσκι (όπως κι ο τίτλος του ποστ) από το βιβλίο “ΧΡΟΝΟΣ Είκοσι πέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο”, μετάφραση: Μαξίμ Κισιλιερ- Λίνος Ιωαννίδης, Εκδ. “Ίνδικτος”.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Θέμα κατόπτρου

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ

Για τη φωτιά έμαθε από το ραδιόφωνο’
πήρε φωτιά, της είπαν, το βουνό σου
Παιδικά χρόνια,
παραμύθια,
κυνηγητό,
πατό,
νεράιδες και
αράπης,
όλα στάχτη.
Τώρα θα ζει μιαν άλλη εποχή
εξόριστη
σε μια καινούργια
άγνωστή της
χώρα
Για τη φωτιά, μόνο το έμαθε.
το κάψιμο το ένοιωσε
και τώρα έκπληκτη
χαιδεύει τα σημάδια.

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2006, ALS, ημέρα τρίτη, στις Εκατό Χουρμαδιές



ΤΑ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Έχει το δέρμα τούς δικούς του φθόγγους
τα σύμφωνα είν’ η δική του ραχοκοκαλιά
πάντοτε
τα φωνήεντα φοβόσουν
που σε πρόδιδαν.
γι’ αυτό σε καθησύχαζα με σύμφωνα
ακόμα σε καθησυχάζω
μια ζωή
και πέρα από το θάνατο

Ιδίως, τώρα.

Του Σπύρου, Σάββατο 22 Ιουλίου 2006, ALS, Εκατό Χουρμαδιές, 4η μέρα



ΤΑ ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΦΩΝΑ

Σίγμα
όπως σιωπή
θωπευτική
Πι
όπως
πέλαγος
και ταξιδεύεις
ύστερα
λες έγινα δέντρο
Ρο
ρυάκι γάργαρο
για να σ’ ακολουθώ
όπου
κι αν πας
ακόμα και στην άκρη της γης
Σι
σήμερα ακούς;
Δηλαδή,
για πάντα.
Σύμφωνα
καθοριστικά
να σου θυμίζουν
πως από τη ζωή σου
πέρασε κάποτε
κάτι μεγάλο.

Ακόμα τα φοβάσαι τα φωνήεντα;

Αν μ’ αγαπάς…


Του Σπύρου, Σάββατο 22 Ιουλίου, ALS, Εκατό Χουρμαδιές, 4η μέρα


ΤΟ ΑΠΟΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ

Πού να χωρέσει σε εικοσιτέσσερα γράμματα
Θάνατος, Έρωτας, Θεός
Το Ενδεχόμενο, απόν
μονάχα πανταχού παρούσα η Απουσία
και η Εξήγηση ακατάδεχτη,
άντε μισή παραπλανητική κουβέντα.
άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!
Δες την, σφυράει!
Λες κι έχει κι άλλη ζωή
για να εξηγηθεί.

Αλλά με όσα γράμματα έμαθε κανείς
πορεύεται.

Τρίτη 25 Ιουλίου, ALS, 7η μέρα



ΝΕΡΑΙΔΑ ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΟ

Σπασμένα τακούνια
φορούσε στον ύπνο σου το μέλλον
κατακερματισμένες σκηνές Αλμοδοβάρ
φρίκη και δέος
απόγνωση και μια ξανθούλα τρυφερότητα
σαν ένα έν δυνάμει παιδί
πού να το βρεις
μετά από κλιμακτήριο.
Κι όμως αυτή ήταν στο δρόμο σου
πώς δεν το πρόσεξες
ήρθε κάποια στιγμή σε
κράτησε από το χέρι
κι είπες
«μου τρώει η παλάμη»
τώρα «λεφτά θα δώσω»,
«ξύλο θα φάω»,
ούτε που το φαντάστηκες
ότι σε καταδέχτηκε
η τρυφερότητα- παιδί
Προς το ξύλο, έκλεινες.
Κι ύστερα
πού να ξορκίσεις
τόσες μάγισσες
πού να το φανταστείς
πώς ήσουν η μάγισσα
περίμενες τα πάντα
απ’ άλλο ραβδί
σε απραξία
το άχρηστο δικό σου
ξεχάστηκες κι εσύ με τον καιρό
και το ‘χασες;
δεν έχουν νόημα τα θαύματα που θέλησες;
Έμαθες να νυχτώνει δίχως θαύμα…

Ούτε και ν’ απαντήσεις
δεν μπορείς.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2006, ALS, 7η μέρα



ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ

Και σαν σκιές επιστρέφουμε
μ’ ανείπωτα λόγια
φωνήεντα που διαθέτουν αφή
σύμφωνα, κάψουλες μνήμης
ασήμαντες ιστορίες
δίχως συμπέρασμα
μαχαιράκια που
κόβουν και αιμορραγείς
με διάφανο αίμα
Μονάχα η άνασσα σου λειψή
Το μόνο σύμπτωμα
κι άντε να συνειδητοποιήσεις
πώς φταίνε τα σύμφωνα
και τα φωνήεντα
η σχεδόν αόρατη γραφή
το διάφανο αίμα.
Αλλά το σύμπτωμα το έχεις

Το γράμμα που δεν έχεις

Σε σκοτώνει


Τρίτη 25 Ιουλίου 2006, ALS, 7η μέρα



ΎΣΤΑΤΗ ΓΝΩΣΗ

Δεν το βρήκα
μια ζωή’
προς τι
ελπίζω;
Το ύστατο κομματάκι
του παζλ
κι ας μη μπορέσω
να το κάνω τίποτα.
ας είναι για μένα,
άχρηστη γνώση.
μονάχα ένα γράμμα
ούτε ανάμνηση
ούτε προοπτική.

Φευγαλέο.

Τρίτη 25 Ιουλίου 2006, ALS, 7η μέρα



Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Δεν ήταν
κι όμως επέμενε
ο παράνομος της αγάπης
Στο κέντρο βρέθηκε
απόλυτος σωσίας
ενός κενού εαυτού
κι άλλος
κι άλλος
Ποτέ του δεν κατάλαβε
ποιος εαυτός του αγαπήθηκε
Γι’ αυτό
και μια ζωή θρηνεί
παράνομος
Τον απόντα
καμιά τους δεν τον είδε
κι ούτε που αγαπήθηκε
αντανακλάσεις του λατρεύτηκαν
Έτσι αναλήφθηκε
κενός ονείρων
κι εαυτού
και της ζωής

Παράνομος.


Κυριακή 30 Ιουλίου 2006 Κορωπί, του Σπύρου, πώς πέρασε αλήθεια ο καιρός;



ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Απ’ το πρωί καθαρίζει
τις τύψεις, πρώτα,
σε βάθος’
Αλλού να πάτε
εδώ στερήσατε μια ζωή.
Τη νοσταλγία, κατόπιν.
με τόσο παρελθόν
πού να προλάβει
το αμήχανο παρόν
να ξεμυτίσει.
Άφησε την ελπίδα
τελευταία.
Την πιο σκληρή.
Αν έλειπε αυτή
δεν θα ‘χε σπάσει
τόσες φορές τα μούτρα της
κάτι θα είχε ζήσει
δεν θ’ άφην’ έτσι τον καιρό
άμμο, νεράκι, αεράκι
να κυλήσει.
Αυτήν θα τιμωρήσει περισσότερο
κρατώντας την φυλακισμένη
ως το τέλος.
Συνήθισε εξάλλου.

Πού να πηγαίνει πια χωρίς αυτήν….

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006



ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ

Πίσω απ’ το τζάμι
πρωταντίκρισε τον κόσμο
είναι δεν είναι
σαν παράσταση,
μυθιστόρημα,
όνειρο.
Πίσω απ’ το τζάμι
διάβασε τα πρώτα της
βιβλία
ψέμα, αλήθεια,
παράλληλο σύμπαν,
κόσμε μου.
Πίσω απ’ το τζάμι
έζησε μια ζωή
όπως έμαθε
να βλέπει
έρωτες, κόσμο, χρόνο,
χάδια να περνούν
Μονάχα τις ρυτίδες της
είδε ξαφνικά
μπροστά στον καθρέφτη.
Προτίμησε το τζάμι.

Είναι η θέμα, όπως και να το κάνεις, καλύτερη.


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006


ΑΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

Να πάει κάπου να χωθεί
μονάχα ετούτο θέλει
χνουδάκι να γίνει
φύκι, όστρακο, ρείκι
χαμομήλι
να την αγγίζουν
να την πατούν
να την αφήνουν ήσυχη
έτσι να τους περνάει
δίπλα σαν φάντασμα
να μη μιλά
να μη γελά
να μην παίζει πια
ρόλο κανένα
Ο εαυτός της
ένα τίποτα ανακουφιστικό
Να πάει κάπου να χωθεί
πετρούλα θέλει να ‘ναι
ένα με την ξερολιθιά
να γκρεμιστεί με τον τοίχο
του αγίου Κάποτε
ή Ποτέ
Ήσυχη θέλει να είναι
δηλαδή Καμία
να μη χρειάζεται να γράφει
ιστορίες αμήχανες για να χάνεται
να μη χρειάζεται
το τραύλισμα στο ποίημα
να την ακούσει ο Θεός
και να την λυπηθεί
δίχως αυτή τη μάταιη
προσευχή της
Ν’ αναπαυτεί
χωρίς χαρτί
και δίχως άχρηστα λόγια
Να καταλάβει τι ψελλίζει
δίχως ποτέ της να το πει
στη νέα γλώσσα
την ανείπωτη
Να δει το γράμμα που αγνοεί
να σχηματίζεται
επάνω στο χαρτί
Αχειροποίητο
Και ας πεθάνει εν ανάγκη
ας στερηθεί τα πάντα
αφού έχει στερηθεί
έτσι φλύαρη βουβή
ήδη τα πάντα.

Αν έβρισκε το γράμμα….


Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006



ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Αχειροποίητο να ‘ναι
το ποίημα
έτσι ήθελε’ σαν εικόνισμα.
Μονάχα που αγνοούσε τι να κάνει.
Αν έκοβε τις φλέβες της;
αν περπατούσε όλη τη νύχτα στο βουνό;
αν σκότωνε έναν άντρα;
αν πέρναγε εκείνο το ποτάμι;
Στην άλλη όχθη
στη στέρηση
στο πέρα απ’ το βουνό
στο επέκεινα
θα έβλεπε το ποίημα;
Σαν πινακίδα από νέον στον ουρανό
Σαν το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.
Την καταιγίδα, όμως, θα πρέπει
πρώτα να περάσει’
να διασχίσει αστραπές
να κλείσει στις βροντές
τ’ αυτιά της
ν’ αντέξει τη νεροποντή
Κι έτσι βρεμένη, τρομαγμένη
και ολόφωτη να δει το γράμμα
Μέσα απ’ το μοβ
το κίτρινο
το ροζ…
Εκείνη στο ροδί πάντα θα ποντάρει
να δει να σκάει η τύχη
μια και δυο φορές
Την τρίτη, θα τα χάσει όλα
αλλά θα ‘χει δει το ποίημα.
Ένα ξένο, τελικά, ποίημα,
εκεί ψηλά στον ουρανό.

Αλλά μήπως και το ουράνιο τόξο
ήτανε δικό της;

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2006

Από “Το γράμμα που λείπει”
και που κανείς δεν το χει βρει ακόμα.
Επειδή έτσι θα επιθυμούσα να αλλάξω χρονιά....
Νάστε καλά και στο φως πάντα...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Η αρχική λύση

Ξύπνησα κι ήταν χθες'
πώς γίνεται;
Όλοι βαδίζουν μπροστά
κι εγώ πίσω.
Αν φτάσω στην αρχή
όλα τα έμαθα,
από παιδί επέμενες
πως η δική μου εξίσωση
βρίσκεται στην αρχή.
Γι' αυτό και όλο επιστρέφω
από νύχτα σε νύχτα.
Να Σε φτάσω, θες.

Από τα “Άδεια Δωμάτια”,
στα τετράδιά μου ακόμα...

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος: πρέπει να τα έχει κανείς ή όλα ή τίποτα

“Ο άνθρωπος που έκλεψε με σκοπό να μην ξανακλέψει άλλη φορά παραμένει κλέφτης. Όποιος προδίδει τις αρχές του δεν μπορεί ποτέ πια να έχει αγνή σχέση με τη ζωή.
Συνεπώς, όταν ένας σκηνοθέτης λέει ότι θα φτιάξει μια εμπορική “σούπα” για να έχει μετά τη δύναμη και τα μέσα να γυρίσει την ταινία των ονείρων του απατάται οικτρά, ή κάτι χειρότερο: αυταπατάται.
Ποτέ δεν θα κάνει την ταινία του”.

Αντρέι Ταρκόφσκι “Σμιλεύοντας τον Χρόνο”, Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας, Εκδ. “Νεφέλη”...

ΥΓ1. Το πρωί ξύπνησα με ένα περίεργο όνειρο, από έναν κολιέ με κοράλλια που πολύ αγαπώ, είχαν σπάσει τα δυο. Για να με παρηγορήσουν, μου πρότειναν να τα αντικαταστήσω με κάτι ασυγκρίτως πιο φανταχτερό. Με όλη μου την λαχτάρα μάζεψα τον σπασμένο κολιέ μου, όχι, είπα, αρκεί έτσι, σπασμένο, αυτό αγαπώ...

ΥΓ2. “Ο Μπούνιν, που ένιωθε απεριόριστο σεβασμό για τον Τολστόι, θεωρούσε την Άννα Καρένινα απαίσια γραμμένη και, όπως γνωρίζουμε, προσπάθησε να την ξαναγράψει, χωρίς καμιά επιτυχία. Τα έργα τέχνης σχηματίζονται θαρρείς από μια οργανική διαδικασία' είτε καλά τα θεωρούμε είτε κακά, είναι ζωντανοί οργανισμοί με το δικό τους κυκλοφοριακό σύστημα, που δεν πρέπει να το διαταράσσει κανείς”.

ΥΓ3. Ο τίτλος του ποστ καθώς και το ΥΓ2, είναι Ταρκόφσκι και πάλι. Καθώς και το απόσπασμα που ακολουθεί:
“Εάν οι άνθρωποι καταφέρουν να ανυψωθούν πάνω από τη δυνατότητα του ζειν, με άλλα λόγια αν συνειδητοποιήσουν την προσωρινότητά τους, τη θνητότητά τους εν ονόματι του μέλλοντος, της αθανασίας, τότε δεν θα έχουν χαθεί τα πάντα. Τότε υπάρχει ακόμη μια ευκαιρία”.
Αντρέι Ταρκόφσκι “Μαρτυρολόγιο”, Πρόλογος- Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Εκδ. “Ίνδικτος”, Ευαγγέλιό μου σχεδόν.
Και όσον αφορά την έκδοση, τί να σας πω, ο Μανώλης Βελιτζανίδης έχει σεβαστεί εκτός από τη λαχταριστή περισπωμένη ακόμα και την... βαρεία! Γιατί κάποιες φορές, ακόμα και τώρα, και σήμερα, συμβαίνει κι αυτό!

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Όλα είναι δρόμος...

Στον Θανάση Βέγγο

Τον έχω μέσα μου ταυτίσει με τον πατέρα μου, ίδια ηλικία, όμοια καλοσύνη... Στο “Όλα είναι δρόμος” του Βούλγαρη, τον γνώρισα καλά. Είχα ανέβει στον Έβρο για τα γυρίσματα, ήρθε και μου είπε “έκανες τόσο δρόμο για μένα;” και μου έδωσε το καπέλο του για να με προστατεύσει απ' τη βροχή... Είμαστε ό,τι αφήνουμε, και άφησε τόσα... Μια καθαρότητα σπάνια...
Θεωρώ τιμή μου που στο χωριό με φωνάζουν... Βεγγούλα! Η φαρμακοποιός πρώτα, κι ύστερα όλοι οι άλλοι που με βλέπουν να τους χαμογελώ και να τρέχω μονίμως σαν την τρελή.
Θυμάμαι ό,τι έχει παίξει, ό,τι έχει πει, ακόμα και την παραμικρή έκφραση πόσο μάλλον αυτό “Το μόνο που μπορώ να πω είναι πώς στης ζωής τη γαλέρα, τράβηξα πολύ κουπί...” “Την τελευταία νανόχηνα” στο σινεμά... Το ότι χάριζε σε όλους το γέλιο και χρήματα κι αυτός κολυμπούσε στα χρέη, το βαθύ καλοσυνάτο βλέμμα του που ήταν ανθρωπίνως μεγάλη σιγουριά... Ο Θανάσης Βέγγος ήταν για όλους ο καλός συγγενής της καρδιάς μας, το ζόρι που γίνεται γέλιο, καθημερινός νεομάρτυρας της ανθρωπιάς. Το καθαρό βλέμμα του αυταπόδεικτου, τίποτε δεν διεκδίκησε, επιδίωξε, απόδειξε, μονάχα ήταν και θα είναι. Το καθ' ομοίωσιν...

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ανάσταση... διότι η όντως ζωή δεν είναι μονάχα απλή αριθμητική.

“Μερικοί θέλουν να πάνε στην Ανάσταση χωρίς να περάσουν από τον Γολγοθά”. Δεν ξέρω γιατί βρίσκω τόσο παρηγορητικό τον Ταρκόφσκι και την Γαβριηλία. Ειδικά φέτος το Πάσχα. Ενδεχομένως για την υπόσχεση της Ανάστασης. Και επειδή το είχε πει ο Όττο ο ταχυδρόμος τόσο σοφά και ταπεινά στη “Θυσία”: “το περιττό είναι αμαρτία”. Και επειδή θα το διαπιστώσει με κόστος στη συνέχεια ο Καθηγητής: “ολόκληρος ο πολιτισμός μας είναι κτισμένος στο περιττό”. Τολμώντας και επιτυγχάνοντας σαν τον Ρώσο δημιουργό του, την υπέρτατη θυσία.
“Ο Θεός όταν θέλει να βοηθήσει κάποιον, κι από πέτρες δημιουργεί “παιδιά του Αβραάμ”, επιμένει επαληθεύοντάς το με την ίδια της τη ζωή η Γαβριηλία. Από την Κωνσταντινούπολη στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ινδία, στην Αίγυπτο και στα Πατήσια μετά, με γεμάτη καρδιά κι ένα διαρκές ναι στη διάθεση, δίχως ούτε μια δραχμή στην τσέπη. “Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης”, είναι θέμα οπτικής. Κι υπήρξαν άνθρωποι, υπάρχουν, γιατί όχι; οι οποίοι ζουν μόνιμα στην Χαρά της Ανάστασης. Ας θυμηθούμε το παιδί στην Ταρκοφσκική “Θυσία” πως αξιώνεται να δει ανθισμένο το ξερό κλαδί. Διότι η όντως ζωή δεν είναι μονάχα απλή αριθμητική.


Καλό Μάη να έχουμε,

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής