Μάρω Βαμβουνάκη: Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό
αντί προλόγου:
Μόλις Κυκλοφόρησε ο “Ερωτευμένος Πολωνός” της από τον Ψυχογιό. Εικόνες ζωής από μια προηγούμενη μας συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στις Εικόνες. Για τον Ερωτευμένος Πολωνό, σε λίγες μέρες, ναι?
Η συγγραφέας που βάζει το μαχαιράκι της μνήμης όσο πιο μέσα γίνεται. Με χρώμα και μουσική, με ήχους όπως τα βήματα σε ξύλινο πάτωμα. Απαλά, απαλά σαν βηματάκια σε ύφασμα βελούδο. Μας πήρε από το χέρι κι από τον έρωτα μας οδήγησε στον Θείο Έρωτα. Από την αναζήτηση του ενός στην Αναζήτηση των πάντων. Με όλα τα μέσα: γράφοντας και ζωγραφίζοντας, τώρα φωτογραφίζοντας. Βαθύτατα ψυχαναλυτική, ξυπνά μνήμες και χαμένους παράδεισους στον καθένα. Με περισσότερα από τριάντα βιβλία της στις προθήκες (Ντούλια, Χρόνια πολλά γλυκιά μου, Ο αντίπαλος εραστής, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, Η μοναξιά είναι από χώμα, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό κ.α.) κρατά ένα κομματάκι όντως ζωής για τον καθένα. Η Μάρω Βαμβουνάκη στη συνέντευξη που ακολουθεί μας χαρίζει γενναιόδωρα και τις εικόνες της. Εικόνες ζωής που ξετυλίγοντας από τα Χανιά, στην Ρόδο και στην Αθήνα κι ενώνουν το παρόν με το άχρονο. Διότι <είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα>. Και επειδή <δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται>. <Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε>, παραδέχεται. Να αναβιώσει, να κατανοήσει τι έγινε, ποια είναι: <Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή>.
- Οι πρώτες εικόνες ζωής σας; Τι είναι τα Χανιά για σας, κυρία Βαμβουνάκη; Και κατά πόσο υπάρχουν ή επανέρχονται στο έργο σας;
- Κάτι σαν ομίχλη, από τούλι, μάλλον η κουνουπιέρα στην κούνια μου. ΄Ηχος βροχής έξω, ίσως γιατί γεννήθηκα φθινόπωρο. Τρίξιμο βημάτων στο ξύλινο πάτωμα ή στην ξύλινη σκάλα μας. Κάποιος έρχεται, ο μπαμπάς μου μάλλον που όλο έλειπε...Βλέπετε ως εικόνες σας λέω ήχους τελικά. Πάντα τα μπερδεύω αυτά. Για το τι είναι για μένα τα Χανιά δεν γίνεται να σας πω. Δεν το χωράω κάτι τέτοιο και με κομματιάζει. Μου είναι αδύνατον να ξεπεράσω μια τέτοια χαρμολύπη.
- Ισχύει αυτό που λέγεται για την <πατρίδα> των παιδικών μας χρόνων; Και κατά πόσο είναι ασφαλής ή επισφαλής; Αληθινή ή ψευδαισθησιακή;
- Άλλο κόσμος φανταστικών κι άλλο κόσμος αοράτων. Τα αόρατα και τα νοούμενα είναι στη ζωή μας τα πιο υπαρκτά και δραστικά. Και βέβαια ισχύει η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων! Πού θα βαδίζαμε αλλιώς, ποια χαρτογραφία θα μας προσανατόλιζε; Εμπνέει και αναστατώνει η νοσταλγία της διότι-μια και τα παιδιά ζουν μεταφυσικά-πάει πολύ πίσω, ριζώνει στην αρχή μας, στον παράδεισό μας, τον χαμένο και τον ερχόμενο.
- Το πρώτο σας ραντεβού με την λογοτεχνία; Ως ανάγνωσμα αλλά και ως γράψιμο…
- Πάντα στα Χανιά. Στην τετάρτη δημοτικού διάβαζα το ''΄Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν'' της Μπέτυ Σμίθ, σε συνέχειες στη Διάπλαση των Παίδων. Επί μήνες ζούσα μ΄ αυτό. Πρώτη φορά ένιωσα πόσο σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου ένα λογοτέχνημα και γλυκάθηκα. Το πρώτο μου γράψιμο ήταν με την πρώτη-πρώτη έκθεση στο σχολείο. Μόλις βρέθηκα μπρος την άδεια λευκή σελίδα του τετραδίου ένιωσα ό,τι και τώρα νιώθω:Ηδονικό ίλιγγο για άλμα στο κενό. Τον ίδιο φόβο και μαγνήτη μιας δημιουργικής αβύσσου.
- Πόσο χρονών φύγατε απ’ τα Χανιά; Οι πρώτες εικόνες απ’ την Αθήνα;
- Έφυγα όταν έμπαινα στην έκτη δημοτικού. ΄Εφυγα με απερίγραπτη θλίψη, γιατί εκεί ήμουν ευτυχισμένη και το ήξερα ότι ήμουν ευτυχισμένη, δεν είναι συνηθισμένο αυτό. Την τελευταία μέρα, κι όπως όλα μας τα πράγματα ήταν αμπαλαρισμένα για τη μετακόμιση, ορκίστηκα μέσα μου με πείσμα:Θα ξαναγυρίσω να ζήσω εδώ! Ακόμα δεν το τήρησα.. ΄Εφυγαν ή πέθαναν και τόσοι δικοί μου εκεί...Με ματώνουν όλο και πιο πολύ οι επιστροφές μου. Περισσότερο πόλη-μνήμη παρά παρόν. Κι εγώ σαν μνήμη κυκλοφορώ στους δρόμους όταν πηγαίνω.
Ζηλεύω εκείνους που ζουν και τελειώνουν στα χώματα που γεννήθηκαν. Δεν θα είναι τυχαίο το ότι ο Θεός μας γεννά σ΄ ένα συγκεκριμένο τόπο τον καθένα. Ισως να είναι ανοησία που απομακρυνόμαστε, το πληρώνουμε με διαρκή εξορία μετά. Ισως και πουθενά αλλού να μην μπορεί κανείς να βρει τον πιο αληθινό εαυτό του.
Η πρώτη εικόνα μου απ΄ την Αθήνα ήταν όπως μπαίναμε χαράματα στον Πειραιά με το πλοίο, το ''Αγγέλικα'' ίσως, απ΄ τη Σούδα. Ομίχλη και κάτι πολύ μακριά, ψηλά, κοντά στον ουρανό, σαν τεράστιο ρολόι μέσα στην πάχνη. Ηταν ο Παρθενώνας. Θυμάμαι και τον κινηματογράφο ΄Εσπερο στη Σταδίου όταν μας πήγε ο πατέρας μου να δούμε μια υπέροχη ταινία:''Η ωραιότερη μέρα της ζωής μου'' με την Παιδική χορωδία της Βιέννης.
- Η Αθήνα πέρασε κάπως στο έργο σας; Και πώς;
- Η Αθήνα-και παρά τη βασανιστική σύγκριση με τα Χανιά-με κέρδισε. Πάντα-και παράλληλα με κάθε απώλεια-εμένα το ''εδώ και τώρα'' με κερδίζει. ΄Οπου κι αν βρεθώ, η περιέργεια και ο μαγνητισμός του καινούργιου είναι πολύ ισχυρά. Είναι αδύνατον να εντοπίσω τις επιδράσεις της Αθήνας σ΄ αυτό που είμαι και κάνω, είναι αμέτρητες και μυστικές. Στο ''΄Οχι άλλη αναβολή, Μιχάλη'', που είναι αυτοβιογραφικό της εφηβείας μου, η παρουσία της Αθήνας είναι διαβρωτική. Οταν το έγραφα ξαναταξίδεψα σ΄ εκείνο το μυθικό τότε πέλαγος της οδού Πατησίων.
- Η Ρόδος σίγουρα σας σημάδεψε. Τι ήταν εκείνο που πρωτοείδατε όταν βρεθήκατε στο νησί;
- Η Ρόδος-μια και δεν μπορούσα να γυρίσω στα Χανιά-στάθηκε η πατρίδα της επιλογής μου. Πρωτοέφτασα με καράβι και η εικόνα της απίστευτα ωραίας προκυμαίας της ,μόλις στρίψουμε τη βενετσιάνικη νομαρχία, μ΄ όλη τη μουσειακή παράθεση της ιστορίας στη σειρά, με άφησε άναυδη. Μα υπάρχει τέτοια πόλη; απορούσα! Και δεν την είχα δει ακόμα νύχτα με φεγγάρι ή χειμωνιάτικη και έρημη από τουρίστες ,με τα εκεί πρόσωπα της ζωής μου, άγνωστα ακόμα, έτσι όπως την ερωτεύτηκα και ρίζωσα μετά. Με αιχμαλώτισε, με σημαδεύει και πηγαινοέρχομαι.
- Επηρεάζουν οι τόποι το έργο; Τον χαρακτήρα μας;
- Οι τόποι είναι πλασμένοι από χώμα, νερό και πνοές, όπως κι εμείς. Είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα. Εγώ κι από μια γειτονιά της Αθήνας να περνώ, κατακλύζομαι αυτόματα από συναισθηματικούς συνειρμούς ανάλογα με το ποιος δικός μου έζησε ή ζει εκεί, τι θυμίζει. Δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται. Αμα πάθει κάποιος αμνησία, η έκφραση του προσώπου του μεταμορφώνεται. Γίνεται τρομαχτικά άγνωστος και για τους πιο κοντινούς του.
- Εν τέλει, είμαστε οι επιλογές μας ή οι καταβολές μας;
- Αχ το μέγα μυστήριο της ελεύθερης επιλογής!...΄Εχουν χυθεί ωκεανοί μελάνης στους αιώνες για το πόσο ελεύθεροι είμαστε. Πιστεύω πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τρία κομμάτια του:Την κληρονομικότητά του. Την αγωγή και το περιβάλλον του. Και την ελευθερία του. Την τρομερή ελευθερία του που μπορεί να φέρει τούμπα και τα δύο προηγούμενα. Φοβόμαστε όμως να είμαστε ελεύθεροι γιατί η ελευθερία απαιτεί δουλειά κι ευθύνη. Προτιμούμε να ζαρώνουμε σε μια ''ξεκούραστη'' δυστυχία, σε μια ηδονική γκρίνια, από τους ανοιχτούς ορίζοντες. Αν δεν μπορούσαμε να διαλέγουμε ελεύθερα δεν θα είχε νόημα να έρθει ο Χριστός να μας καλέσει να τον διαλέξουμε. Ολα θα ήταν καλουπωμένα και ακίνητα ερήμην μας. Μου φαίνεται πολύ άνοστη και γελοία η θεωρία του ντετερμινισμού. Δυστυχώς ή ευτυχώς είμαστε ελεύθεροι ακόμα και να μην είμαστε ελεύθεροι. Πόσο μ΄ αρέσει η φράση:Γεννηθήκαμε με το πρόσωπο που μας χάρισε ο Θεός και με τα χρόνια αποκτούμε το πρόσωπο που μας αξίζει!
- Υπάρχουν πρόσωπα που σας καθόρισαν; Και δίχως αυτά θα ήσασταν άλλη, αλλιώς θα γράφατε;
- Ρωτάτε για πρόσωπα;...Μα οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισός μας. Το αλωνάκι που αλέθεται ο εγωκεντρισμός μας. Οι άλλοι είναι οι μάρτυρες πως υπάρχουμε. Ο καθρέφτης που ψάχνουμε το ποιοί είμαστε ή πώς δείχνουμε. Η ανταλλαγή της σχέσης και μόνο μας πλάθει. ΄Αλλοι, πάρα πολλοί άλλοι είμαι εγώ και ό,τι κάνω. Μέσα μου γίνεται συνωστισμός! Ζωντανοί άλλοι και κάποιοι νεκροί περισσότερο ζωντανοί από κάποιους που ζουν ακόμα. Νεκροί που όσο περνά ο καιρός και η αγάπη τους αποσαφηνίζεται, με πλησιάζουν πιο κοντά. Μόνο ό,τι αγαπάμε γνωρίζουμε, δεν υπάρχει άλλο σχολειό. 'Ολα τα’ άλλα, φαντασιώσεις εγωισμού και σκιές ονείρων, στιγμιαίες.
- Αυτά τα περί εμμονών, ότι δηλαδή, ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, αληθεύουν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει οι εμμονές σας;
- Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Κάθε βιβλίο είναι ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε. Να αναβιώσω, να κατανοήσω τι έγινε, ποια είμαι. Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει και λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή.
- Ξανακοιτάζοντας το παρελθόν, το βλέπετε άλλο;
- Το πιο γοητευτικό ίσως στοιχείο της ψυχανάλυσης-τρομαχτικό για κάποιους-είναι ότι σε βάζει να υποψιάζεσαι ότι αυτό που πιστεύεις για παρελθόν σου δεν είναι το αληθινό παρελθόν σου. Πως οι απωθήσεις όσων σε φόβισαν ή απαγορεύεται να ποθείς σε έκαναν να παραμορφώσεις στη συνείδησή σου όσα έζησες. Η εξιδανίκευση του παρελθόντος μας είναι ένας επικίνδυνος αμυντικός μηχανισμός. ΄Οσο τολμάς να ξεσκεπάσεις, τόσο ξαναδιαβάζεις τα παλιά αλλιώς. Τι ενδιαφέρουσα που είναι η όντως μνήμη και η αναβίωση! Τόσα στρώματα σενάριων, τόσοι λαβύρινθοι μέχρι την αλήθεια που σώζει!
- Και ζωγραφίσατε. Και φωτογραφίζετε. Τι είναι εκείνο που σας κάνει να θέλετε να εκφραστείτε με εικόνες;
- Παλιά ζωγράφιζα πολύ. Μετά φωτογράφιζα και φωτογραφίζω. Από ενθουσιασμό για μια ωραιότητα μπρος μου, αλλά και από πανικό να διασώσω κάτι απ΄ το τώρα που διαρκώς φεύγει. Με τον καιρό γίνομαι πιο ψύχραιμη. Καταλαβαίνω πως η φωτογραφία δεν συλλαμβάνει εντέλει αυτό που ζητάς. Πάλι φεύγει. Καλύτερα η μνήμη. Εκείνη ξέρει πώς θα τακτοποιήσει την εμπειρία μας, έχει άλλη σοφία στην κατάταξη και την ανακατάταξη, άλλη ζωντάνια απ΄ την ακινησία της φωτογραφίας που ψοφάει με τον χρόνο σαν καρφιτσωμένη νεκρή πεταλούδα.
- Αν σας ζητούσα να αφηγηθείτε τα βασικά της ζωής σας με εικόνες, ποιες θα επιλέγατε;
- Δύσκολη τόση αυτογνωσία που μου ζητάτε...Οι φωτογραφίες όμως που διάλεξα να σας δώσω είναι μερικές απ’ αυτές τις εικόνες ζωής. Για τον χρόνο τους, για τον τόπο τους, για το αίσθημα στον αέρα τους, κάπου και για εκείνον που με φωτογράφισε και δεν φαίνεται στη φωτογραφία, η σκιά του μόνο...
- Σε χρώμα;
- Πάντα με γοητεύει η μαυρόασπρη φωτογραφία. Είναι πιο υπαινικτική. Σου επιτρέπει να θυμάσαι και να επιστρέφεις καλύτερα.
- Στο οικογενειακό σας πάνθεον, βλέπουμε Ντοστογιέφσκι και Φρόιντ, τοπία γκρίζα, εικόνες αγίων και μάσκες… Ακόμα και η μάσκα (η επιλογή της) είναι αποκαλυπτική της εικόνας μας; Υπάρχουν εικόνες – καταφύγιο για σας;
- Ναι, υπάρχουν πάντα τα προσωπικά μας εικονοστάσια. Μορφές που λαχταρούμε κοντά μας, είτε πρόσωπο με πρόσωπο, είτε πίσω από μάσκα. Η κορυφαία όμως εικόνα μου είναι ο Χριστός της Μονής Χιλανδαρίου. Είναι το ΄Αλεφ μου.
- Αλλά και στα βιβλία σας οι εικόνες είναι καθοριστικές: Το αλωνάκι της Ντούλιας (Ντούλια), το νησί όπου κατέφυγε ο άντρας της Μοναξιάς (Η μοναξιά είναι από χώμα), τα δωμάτια όπου βασανίζονται οι εραστές (Ο αντίπαλος εραστής), το ξενοδοχείο χωρίς όνομα στο τελευταίο σας βιβλίο (Τα πράγματα που ζουν απ’ τον Χαμό), αυτή η γυναίκα που επιστρέφει στις παλιές αγάπες (Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο), το σπιτικό της γυναίκας στη μοιχεία… ως εικόνες τις βλέπετε πρώτα τα ιστορίες σας;
- Εικόνες, νοήματα, ήχοι, αισθήματα, αρώματα, συνεργάζονται για να ''δεις''. Κάθε αίσθηση αναζητά τις υπόλοιπες για να λειτουργήσει. Παλιά ήθελα να γίνω ζωγράφος, ανάγκη που μου ικανοποιήθηκε όταν άρχισα να γράφω ιστορίες. Και η μουσική!...Τι κόσμοι! Τι κλίμα!...΄Οταν έγραφα το τελευταίο μου,'' Τα πράγματα που ζουν απ΄ τον χαμό'' άκουγα ασταμάτητα το σάουντρακ της ταινίας ''2046''.
- Ποια θεωρείτε σημαντικότερη εποχή; Το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον; Και η νοσταλγία από πού έρχεται; Απ’ ό,τι χάσαμε ή απ’ αυτό που ψάχνουμε να βρούμε;
- Σίγουρα το παρόν μόνο υπάρχει. Επειδή ακριβώς περιέχει απ΄ όλα. Πάντα από όλα:Παρελθόν και μέλλον. Είναι ενιαίος ο χρόνος μας, επειδή ακριβώς ποθεί να βγει στο άχρονο. Εκεί που αιώνια εκβάλλουν όλα. Η νοσταλγία προέρχεται απ΄ όσα δεν χάσαμε. Τίποτα αληθινό δεν χάνεται. Πάντα το διαισθανόμουν αυτό αλλά εντέλει μου επιβεβαιώθηκε όταν πέθαναν κάποιοι πολύ αγαπημένοι μου.
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011
Ζαριά που καταλύει το τυχαίο
“Οι εραστές της γραφής” της Πασχαλίας Τραυλού, Εκδ. “Ψυχογιός”
“Ομολογώ ότι φοβάμαι κάθε φορά που γράφω. Όπως φοβάμαι και κάθε φορά που ερωτεύομαι. Φοβάμαι την αρχή του πάθους, το χρόνο που φθείρει, το τέλος που κάποτε έρχεται αναπόφευκτα. Φοβάμαι τις μάχες που πρέπει να δώσω με τις σκέψεις, με τις λέξεις και με τις σιωπές, επειδή ξέρω πόσο θα αλλάξω και τί θα μάθω από κάθε καινούργια “θυελλώδη σχέση” που αναπτύσσω με τη γραφή”.
Με την Πασχαλία- για λόγους που το... σύμπαν γνωρίζει, ή μάλλον η σοφή γραφή ή το πάνσοφο υποσυνείδητό μας γνωρίζει, συγγραφικά, συναντιόμαστε συχνά τελευταία.
Παρουσίασε την αιώνια επιστροφή μου, αναφέρεται στο δοκιμιακό της βιβλίο σ' αυτήν, με τιμά με την πρόσκλησή της απόψε στο πάνελ, ενθουσιάστηκα με το ειλικρινές, τολμηρό, και γοητευτικό της καινούργιο βιβλίο.
Με συγκινούν πάντοτε οι συγγραφείς που μας ανοίγουν το εργαστήρι τους. Απολαμβάνω βουλιμικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τους αρμούς της γραφής, το γιατί και το πώς δεν έχει πάψει ποτέ να με απασχολεί, και το κίνητρο είναι εκείνο που σε εξαντλεί ή και σε σώζει.
Η Πασχαλία, υπογράφοντας αυτό το βιβλίο, αποδεικνύει πως φλέγεται. Εξάλλου το δηλώνει ήδη απ' τον τίτλο “Οι εραστές της γραφής”, η λογοτεχνία είναι έρωτας.
Ξεκινά ήδη απ' το μότο, με Εμπειρίκο, επίσης φλεγόμενο: “πάρε τη λέξη μου, δώσ' μου το χέρι σου...”, αναζητά στις σελίδες όλα εκείνα τα ορατά και αόρατα συστατικά, φανερά και άδηλα που δημιουργούν και συντηρούν αυτό το ασίγαστο, αφύσικο πάθος: γιατί γράφουμε, πού έχει τις ρίζες η ιστορία, πώς μεγαλώνουν κι ανθίζουν μετά τα κλαδιά. Πόσο είναι έμπνευση και πόσο χειρωνακτική, πειθαρχημένη εργασία. Πόσο υπάρχει η προσωπική μας αλήθεια μας και πόσο ακολουθούμε ή δεν ακολουθούμε τους χάρτινες ήρωες υποτασσόμενοι σοφά. Ποιος ο ρόλος των συνειρμών ως ζωτικό νήμα στο έργο. Ποιος ο ρόλος της μόδας, του βιβλίου ως πολιτισμικό προιόν, οι αγκυλώσεις της κριτικής και της αναγνωστικής ηθικής, η παθογένεια του συγγραφέα εσαεί αυτοαναλυόμενου.
Υπαινισσόμενη αυτό που όλοι ψυχανεμιζόμαστε ότι το μεγάλο έργο – όπως έχει πει ο Ντοστογιέφσκι προσεγγίζεται με ταπείνωση, όπως και κάθε τι αληθές έξω από τον μικρόκοσμό μας, η Πασχαλία Τραυλού, αναζητά το λογοτεχνικό νήμα στα κείμενά της αλλά και στους άλλους. Αποδεικνύοντας ό,τι με ό,τι είμαστε γράφουμε και διαβάζουμε, και ότι ναι μεν οι κανόνες υπάρχουν για να τους καταλύουμε, με την διαφορά ό,τι θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε αυτούς τους κανόνες.
Στις σελίδες της, φυσικά ο Εκο ο οποίος πρώτος ισχυρίστηκε ότι το αληθινό έργο τέχνης πρέπει πρωτίστως να παράγει συγκίνηση, ο Μονταίν, ο Μπρετόν, ο Λεβί στρως, ο Βερνάν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και η Σέλλει. Αλλά και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Ι Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Καρυωτάκης, η Φακίνου, ο Ξανθούλης και η Πόλυ Μηλιώρη. Τα μεγάλα έργα που άντεξαν στον χρόνο και οι συγγραφείς που υπερέβησαν τον δικό τους σκοτεινό εαυτό με ένα ολόφωτο έργο. Υπενθυμίζοντάς μας ότι “η τέχνη δεν είναι ούτε ερασιτεχνική ούτε επαγγελματική ενασχόληση, αλλά αποτελεί ζωτική ανάγκη”.
Εξάλλου, κάθε γνήσιο έργο τέχνης όπως υπογραμμίζει από κάποιο σημείο και μετά κάνει τα του εαυτού, παραπέμποντάς με στην Κατά Κούντερα άποψη που αφορά του Τολστόι το αριστούργημα την Άννα Καρένινα:
“Η τελική μορφή του μυθιστορήματος είναι πολύ διαφορετική, αλλά δεν πιστεύω πως ο Τολστόι είχε στο μεταξύ αναθεωρήσει τις ιδέες του περί ηθικής. Θα έλεγα μάλλον ότι, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, άκουγε μιαν άλλη φωνή κι όχι εκείνη της προσωπικής του πεποίθησης περί ηθικής. Άκουγε αυτό που θα ονόμαζα σοφία του μυθιστορήματος”.
Με οικονομία σοφή και δομή μαθηματική, αλλά με γλώσσα άκρως λογοτεχνική η συγγραφέας φωτίζει την δική της γραφή αλλά και την γραφή εν γένει. Υπενθυμίζοντάς μας εκείνο που όλοι γνωρίζουμε αναγνωστικά, το ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου αποτελεί, τελικά, μια συνάντηση. Κι εμείς, έτοιμοι ή ανέτιμοι γι' αυτήν. Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πόσοι συγγραφείς έχουν συναντηθεί με το αναγνωστικό τους κοινό πολύ κατόπιν εορτής. Όπως και νάχει, εκείνο που παραμένει είναι ότι μια μεγάλη ιστορία είναι δυνατόν και να αποτελεί “την ζαριά που καταλύει το τυχαίο”: «Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιο οδυνηρή συμφορά, σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ».
Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης», και ξέρω τι θα μου πείτε, δεν ζούμε σ' αυτή την εποχή, αλλά ένα λογοτεχνικό έργο δεν έχει εποχή, κι όπως σοφά έχει πει ο Μπόρχες μπορεί και η ιστορία να μην είναι καν μέσα μας, αλλά κάπου εκεί στο σύμπαν και να μας περιμένει.
Αλλ’ ούτε λόγος, αναγνωστικά, συγγραφικά και κριτικά, θα πρέπει να είσαι σε θέση να ρισκάρεις τα πάντα, ν’ ανοιχτείς ακόμα και σε μη οικείες αλλ' εν τούτοις σ’ αληθινές (γι’ αυτό και επικίνδυνες ή λυτρωτικές) αναγνώσεις. Το άγνωστο απαιτεί ρίσκο, και οι αναγνώσεις. Μύηση και ανοιχτή ψυχή. Στο σίδερο ο πέλεκυς θα πέσει αδίκως. Για να μας συμβεί κάτι, θα πρέπει να το θελήσουμε κι εμείς, για να μας συγκινήσει, να είμαστε ήδη ανοιχτοί. «Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει» (Πορφύριος), έτσι κι ένα βιβλίο, κι ας είναι όλη η σοφία του κόσμου εκεί!
Προτού ευχαριστήσω την Πασχαλία για την υπέροχη μελέτη της και την μεγάλη τιμή, επιτρέψατέ μου- επειδή ακριβώς ανήκω στο μεταίχμιο του ανθρώπου που κρίνει και κρίνεται- να αναφερθώ κάπως επιγραμματικά σ' αυτό που μας καίει, το κίνητρο.
Εξάλλου, σ' όλους φαντάζομαι είναι και γνωστό και κατανοητό.
Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Έτσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.
Κι η Πασχαλία Τραυλού, λοιπόν, μ' αυτό το εξαιρετικό της βιβλίο φωτίζει διπλά και το συγγραφικό και το αναγνωστικό κίνητρο. Πασχαλία μου, σ' ευχαριστώ για την αναγνωστική απόλαυση και την τιμή, καλοτάξιδη και σου εύχομαι καλοτάξιδες ιστορίες για την ψυχή σου, τους αναγνώστες για για τον χρόνο.
Σας ευχαριστώ όλους.
Από την παρουσίαση του δοκιμίου “Οι εραστές της γραφής” της Πασχαλίας Τραυλού στο Καφέ Έναστρον
“Ομολογώ ότι φοβάμαι κάθε φορά που γράφω. Όπως φοβάμαι και κάθε φορά που ερωτεύομαι. Φοβάμαι την αρχή του πάθους, το χρόνο που φθείρει, το τέλος που κάποτε έρχεται αναπόφευκτα. Φοβάμαι τις μάχες που πρέπει να δώσω με τις σκέψεις, με τις λέξεις και με τις σιωπές, επειδή ξέρω πόσο θα αλλάξω και τί θα μάθω από κάθε καινούργια “θυελλώδη σχέση” που αναπτύσσω με τη γραφή”.
Με την Πασχαλία- για λόγους που το... σύμπαν γνωρίζει, ή μάλλον η σοφή γραφή ή το πάνσοφο υποσυνείδητό μας γνωρίζει, συγγραφικά, συναντιόμαστε συχνά τελευταία.
Παρουσίασε την αιώνια επιστροφή μου, αναφέρεται στο δοκιμιακό της βιβλίο σ' αυτήν, με τιμά με την πρόσκλησή της απόψε στο πάνελ, ενθουσιάστηκα με το ειλικρινές, τολμηρό, και γοητευτικό της καινούργιο βιβλίο.
Με συγκινούν πάντοτε οι συγγραφείς που μας ανοίγουν το εργαστήρι τους. Απολαμβάνω βουλιμικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τους αρμούς της γραφής, το γιατί και το πώς δεν έχει πάψει ποτέ να με απασχολεί, και το κίνητρο είναι εκείνο που σε εξαντλεί ή και σε σώζει.
Η Πασχαλία, υπογράφοντας αυτό το βιβλίο, αποδεικνύει πως φλέγεται. Εξάλλου το δηλώνει ήδη απ' τον τίτλο “Οι εραστές της γραφής”, η λογοτεχνία είναι έρωτας.
Ξεκινά ήδη απ' το μότο, με Εμπειρίκο, επίσης φλεγόμενο: “πάρε τη λέξη μου, δώσ' μου το χέρι σου...”, αναζητά στις σελίδες όλα εκείνα τα ορατά και αόρατα συστατικά, φανερά και άδηλα που δημιουργούν και συντηρούν αυτό το ασίγαστο, αφύσικο πάθος: γιατί γράφουμε, πού έχει τις ρίζες η ιστορία, πώς μεγαλώνουν κι ανθίζουν μετά τα κλαδιά. Πόσο είναι έμπνευση και πόσο χειρωνακτική, πειθαρχημένη εργασία. Πόσο υπάρχει η προσωπική μας αλήθεια μας και πόσο ακολουθούμε ή δεν ακολουθούμε τους χάρτινες ήρωες υποτασσόμενοι σοφά. Ποιος ο ρόλος των συνειρμών ως ζωτικό νήμα στο έργο. Ποιος ο ρόλος της μόδας, του βιβλίου ως πολιτισμικό προιόν, οι αγκυλώσεις της κριτικής και της αναγνωστικής ηθικής, η παθογένεια του συγγραφέα εσαεί αυτοαναλυόμενου.
Υπαινισσόμενη αυτό που όλοι ψυχανεμιζόμαστε ότι το μεγάλο έργο – όπως έχει πει ο Ντοστογιέφσκι προσεγγίζεται με ταπείνωση, όπως και κάθε τι αληθές έξω από τον μικρόκοσμό μας, η Πασχαλία Τραυλού, αναζητά το λογοτεχνικό νήμα στα κείμενά της αλλά και στους άλλους. Αποδεικνύοντας ό,τι με ό,τι είμαστε γράφουμε και διαβάζουμε, και ότι ναι μεν οι κανόνες υπάρχουν για να τους καταλύουμε, με την διαφορά ό,τι θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε αυτούς τους κανόνες.
Στις σελίδες της, φυσικά ο Εκο ο οποίος πρώτος ισχυρίστηκε ότι το αληθινό έργο τέχνης πρέπει πρωτίστως να παράγει συγκίνηση, ο Μονταίν, ο Μπρετόν, ο Λεβί στρως, ο Βερνάν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και η Σέλλει. Αλλά και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Ι Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Καρυωτάκης, η Φακίνου, ο Ξανθούλης και η Πόλυ Μηλιώρη. Τα μεγάλα έργα που άντεξαν στον χρόνο και οι συγγραφείς που υπερέβησαν τον δικό τους σκοτεινό εαυτό με ένα ολόφωτο έργο. Υπενθυμίζοντάς μας ότι “η τέχνη δεν είναι ούτε ερασιτεχνική ούτε επαγγελματική ενασχόληση, αλλά αποτελεί ζωτική ανάγκη”.
Εξάλλου, κάθε γνήσιο έργο τέχνης όπως υπογραμμίζει από κάποιο σημείο και μετά κάνει τα του εαυτού, παραπέμποντάς με στην Κατά Κούντερα άποψη που αφορά του Τολστόι το αριστούργημα την Άννα Καρένινα:
“Η τελική μορφή του μυθιστορήματος είναι πολύ διαφορετική, αλλά δεν πιστεύω πως ο Τολστόι είχε στο μεταξύ αναθεωρήσει τις ιδέες του περί ηθικής. Θα έλεγα μάλλον ότι, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, άκουγε μιαν άλλη φωνή κι όχι εκείνη της προσωπικής του πεποίθησης περί ηθικής. Άκουγε αυτό που θα ονόμαζα σοφία του μυθιστορήματος”.
Με οικονομία σοφή και δομή μαθηματική, αλλά με γλώσσα άκρως λογοτεχνική η συγγραφέας φωτίζει την δική της γραφή αλλά και την γραφή εν γένει. Υπενθυμίζοντάς μας εκείνο που όλοι γνωρίζουμε αναγνωστικά, το ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου αποτελεί, τελικά, μια συνάντηση. Κι εμείς, έτοιμοι ή ανέτιμοι γι' αυτήν. Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πόσοι συγγραφείς έχουν συναντηθεί με το αναγνωστικό τους κοινό πολύ κατόπιν εορτής. Όπως και νάχει, εκείνο που παραμένει είναι ότι μια μεγάλη ιστορία είναι δυνατόν και να αποτελεί “την ζαριά που καταλύει το τυχαίο”: «Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιο οδυνηρή συμφορά, σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ».
Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης», και ξέρω τι θα μου πείτε, δεν ζούμε σ' αυτή την εποχή, αλλά ένα λογοτεχνικό έργο δεν έχει εποχή, κι όπως σοφά έχει πει ο Μπόρχες μπορεί και η ιστορία να μην είναι καν μέσα μας, αλλά κάπου εκεί στο σύμπαν και να μας περιμένει.
Αλλ’ ούτε λόγος, αναγνωστικά, συγγραφικά και κριτικά, θα πρέπει να είσαι σε θέση να ρισκάρεις τα πάντα, ν’ ανοιχτείς ακόμα και σε μη οικείες αλλ' εν τούτοις σ’ αληθινές (γι’ αυτό και επικίνδυνες ή λυτρωτικές) αναγνώσεις. Το άγνωστο απαιτεί ρίσκο, και οι αναγνώσεις. Μύηση και ανοιχτή ψυχή. Στο σίδερο ο πέλεκυς θα πέσει αδίκως. Για να μας συμβεί κάτι, θα πρέπει να το θελήσουμε κι εμείς, για να μας συγκινήσει, να είμαστε ήδη ανοιχτοί. «Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει» (Πορφύριος), έτσι κι ένα βιβλίο, κι ας είναι όλη η σοφία του κόσμου εκεί!
Προτού ευχαριστήσω την Πασχαλία για την υπέροχη μελέτη της και την μεγάλη τιμή, επιτρέψατέ μου- επειδή ακριβώς ανήκω στο μεταίχμιο του ανθρώπου που κρίνει και κρίνεται- να αναφερθώ κάπως επιγραμματικά σ' αυτό που μας καίει, το κίνητρο.
Εξάλλου, σ' όλους φαντάζομαι είναι και γνωστό και κατανοητό.
Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Έτσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.
Κι η Πασχαλία Τραυλού, λοιπόν, μ' αυτό το εξαιρετικό της βιβλίο φωτίζει διπλά και το συγγραφικό και το αναγνωστικό κίνητρο. Πασχαλία μου, σ' ευχαριστώ για την αναγνωστική απόλαυση και την τιμή, καλοτάξιδη και σου εύχομαι καλοτάξιδες ιστορίες για την ψυχή σου, τους αναγνώστες για για τον χρόνο.
Σας ευχαριστώ όλους.
Από την παρουσίαση του δοκιμίου “Οι εραστές της γραφής” της Πασχαλίας Τραυλού στο Καφέ Έναστρον
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011
Υποθηκευμένες ζωές
“Στην ιστορία μιας ζωής, δεν έχουμε παρά ένα πρόβλημα να λύσουμε: το πρόβλημα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και επιβάλλει ένα στιλ στις σχέσεις μας”.
Ο Χόρχε Σεμπρούν, η ζωή και η αποδημία του στάθηκε η αφορμή να ξαναθυμηθούμε τον “υποθηκευμένο εαυτό” και όλους εκείνους που έζησαν τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια σε καιρούς επικίνδυνα χαλεπούς, αναγκασμένοι ν' αλλάξουν πατρίδα, πλευρό, όνειρο, δρόμο, σκοπό... Και κόντρα σε όλους τους οιωνούς να αποδείξουν πως όχι μονάχα δεν υπάρχουν “υποθηκευμένες ζωές” (δυστυχώς ή ευτυχώς, ούτε στην δυστυχία αλλά ούτε στη δυστυχία), αλλ' αντιθέτως επάνω στο δύσκολο και στον όλεθρο θα κτίσει μετά ο καθένας τη δική μου μεγάλη, σπουδαία, μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορία. Υπάρχει ένα βιβλίο “Ο ευαίσθητος εαυτός”.
Το υπογράφει ο ψυχαναλυτής και νευροψυχίατρος Μπόρις Σιρούλνικ, με την ίδια του τη ζωή (κυριολεκτικά, παιδί από ίδρυμα). Στις σελίδες του, μεταξύ άλλων, ο δανός Χαν Κρίστιαν Άντερσεν που έκανε παραμύθι την δική του ζωή, οι Πρίμο Λέβι, Μαρία Κάλλας και Χόρχε Σεμπρούν, επιβιώσαντες όλοι, με το σωσίβιο της τέχνης. Αλλά και η Μέριλιν Μονρόε, πορσελάνινη κούκλα- φάντασμα, απ' εκείνους που δεν τα κατάφεραν, τελικά. Το κλειδί, είπαμε, είναι στο νόημα.
Ο Χόρχε Σεμπρούν, η ζωή και η αποδημία του στάθηκε η αφορμή να ξαναθυμηθούμε τον “υποθηκευμένο εαυτό” και όλους εκείνους που έζησαν τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια σε καιρούς επικίνδυνα χαλεπούς, αναγκασμένοι ν' αλλάξουν πατρίδα, πλευρό, όνειρο, δρόμο, σκοπό... Και κόντρα σε όλους τους οιωνούς να αποδείξουν πως όχι μονάχα δεν υπάρχουν “υποθηκευμένες ζωές” (δυστυχώς ή ευτυχώς, ούτε στην δυστυχία αλλά ούτε στη δυστυχία), αλλ' αντιθέτως επάνω στο δύσκολο και στον όλεθρο θα κτίσει μετά ο καθένας τη δική μου μεγάλη, σπουδαία, μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορία. Υπάρχει ένα βιβλίο “Ο ευαίσθητος εαυτός”.
Το υπογράφει ο ψυχαναλυτής και νευροψυχίατρος Μπόρις Σιρούλνικ, με την ίδια του τη ζωή (κυριολεκτικά, παιδί από ίδρυμα). Στις σελίδες του, μεταξύ άλλων, ο δανός Χαν Κρίστιαν Άντερσεν που έκανε παραμύθι την δική του ζωή, οι Πρίμο Λέβι, Μαρία Κάλλας και Χόρχε Σεμπρούν, επιβιώσαντες όλοι, με το σωσίβιο της τέχνης. Αλλά και η Μέριλιν Μονρόε, πορσελάνινη κούκλα- φάντασμα, απ' εκείνους που δεν τα κατάφεραν, τελικά. Το κλειδί, είπαμε, είναι στο νόημα.
Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011
καρφάκι στην καρδιά και το κουβαλάω χρόνια...
“... δηλαδή θα πεισθεί τελεσίδικα ότι είναι άνθρωπος κι όχι πλήκτρο πιάνου!...”
“... Tι μπορεί να περιμένεις από τον άνθρωπο που ως πλάσμα είναι προικισμένος με τόσο παράξενα γνωρίσματα; Γεμίστε τον με όλα τα επίγεια αγαθά, βυθίστε τον σε μια θάλασσα ευτυχίας, με το κεφάλι, με τρόπο που να ανεβαίνουν στην επιφάνεια της ευτυχίας μόνο φυσαλίδες, όπως στο νερό- δώστε του τέτοια οικονομική άνεση που να μην του απομένει τίποτα άλλο να κάνει από το να κοιμάται, να τρώει ζαχαρωτά και να φροντίζει για τη συνέχιση της παγκόσμιας ιστορίας, και θα δείτε ότι και τότε παραμένει άνθρωπος, και τότε, όχι από αχαριστία και μόνο, από αλαζονία και μόνο θα κάνει κάποια κουτσουκέλα. Θα διακινδυνεύσει ακόμα και να χάσει τα ζαχαρωτά και εσκεμμένα θα επιχειρήσει την πιο καταστροφική ανοησία, την πιο παρατραβηγμένη απερισκεψία, αποκλειστικά και μόνο για να αναμείξει με όλη αυτή τη θετική σύνεση το δικό του καταστροφικό φαντασιακό στοιχείο. Θα θελήσει να υποστηρίξει συγκεκριμένα τις πιο απίθανες σκέψεις του, την πιο χυδαία βλακεία του αποκλειστικά και μόνο για να αποδείξει στον εαυτό του (σαν να είναι αυτό τόσο απαραίτητο) ότι οι άνθρωποι είναι ακόμα άνθρωποι, κι όχι πλήκτρα πιάνου, τα οποία έστω κι αν είναι οι νόμοι της φύσης που τα χτυπούν ιδιοχείρως, υπάρχει κίνδυνος να τα χτυπήσουν σε βαθμό που εκτός από το πρόγραμμα να μην μπορείς να επιθυμείς τίποτα άλλο.
Και δεν αρκεί αυτό: ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι αποδεικνυόταν ότι ήταν πλήκτρο του πιάνου, ακόμη κι αν του το υποδείξεις με τη βοήθεια των θετικών επιστημών και μαθηματικώς, δεν θα συνετιστεί και εσκεμμένα θα κάνει κάτι αντίθετο, αποκλειστικά και μόνο από αχαριστία' ουσιαστικά, για να επιμείνει στο δικό του. Στην περίπτωση που δεν έχει άλλο τρόπο, θα επινοήσει την καταστροφή και το χάος, θα επινοήσει διάφορες συμφορές και θα κάνει το δικό του! Θα εξακοντίσει την κατάρα του στον κόσμο, και καθώς μόνον ο άνθρωπος μπορεί να καταριέται (αυτό είναι το προνόμιο που τον διαχωρίζει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα ζώα), με την κατάρα του και μόνο θα πετύχει το δικό του, δηλαδή θα πεισθεί τελεσίδικα ότι είναι άνθρωπος κι όχι πλήκτρο πιάνου! Αν πείτε ότι κι αυτά μπορεί κανείς να τα προβλέψει σε βάση ένα πρόγραμμα – και το χάος, και το μυστήριο, και την κατάρα,- ότι η δυνατότητα και μόνον της εκ των προτέρων πρόβλεψης θα τα σταματήσει όλα και θα υπερισχύσει η λογική, τότε, κι εν τοιαύτη περιπτώσει, ο άνθρωπος θα τρελαθεί αυτοβούλως, για να μην έχει λογική και την να επιμείνει στο δικό του! Το πιστεύω, αυτό, αναλαμβάνω την ευθύνη αυτού που λέω, διότι, επί της ουσίας, όλη η ανθρώπινη υπόθεση μου φαίνεται ότι σ' αυτό και μόνο συνίσταται, να επιβεβαιώνεται δηλαδή ο άνθρωπος κάθε τόσο ότι είναι άνθρωπος κι όχι πείρος ενός αρμονίου! Να επιβεβαιώνεται, έστω και βάζοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο' να επιβεβαιώνεται, έστω κι αν γίνει τρωγλοδύτης...”
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι “Υπόγειο”, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου. Εκδ. 'Ίνδικτος”, απόσπασμα από σελ, 58, 59, 60
ΥΓ. Καρφάκι και με σημάδεψε στην καρδιά από εκείνη την εξαιρετική παράσταση με άνθρωπο του Υπογείου τον Χρήστο Τσάγκα. Την απόδοση την είχε κάνει η Μάρω Βαμβουνάκη. Το ξαναδιάβασα το “Υπόγειο” σε έκδοση και μετάφραση εξαιρετική, όμοιο καρφάκι στο στήθος μου, το αντιγράφω για την “ελεύθερη βούληση” του να βαδίζει ο καθείς και στον χαμό του, ελεύθερος, όπως ισχυρίζεται και πόσο δίκιο έχει μια καλή φίλη...
“... Tι μπορεί να περιμένεις από τον άνθρωπο που ως πλάσμα είναι προικισμένος με τόσο παράξενα γνωρίσματα; Γεμίστε τον με όλα τα επίγεια αγαθά, βυθίστε τον σε μια θάλασσα ευτυχίας, με το κεφάλι, με τρόπο που να ανεβαίνουν στην επιφάνεια της ευτυχίας μόνο φυσαλίδες, όπως στο νερό- δώστε του τέτοια οικονομική άνεση που να μην του απομένει τίποτα άλλο να κάνει από το να κοιμάται, να τρώει ζαχαρωτά και να φροντίζει για τη συνέχιση της παγκόσμιας ιστορίας, και θα δείτε ότι και τότε παραμένει άνθρωπος, και τότε, όχι από αχαριστία και μόνο, από αλαζονία και μόνο θα κάνει κάποια κουτσουκέλα. Θα διακινδυνεύσει ακόμα και να χάσει τα ζαχαρωτά και εσκεμμένα θα επιχειρήσει την πιο καταστροφική ανοησία, την πιο παρατραβηγμένη απερισκεψία, αποκλειστικά και μόνο για να αναμείξει με όλη αυτή τη θετική σύνεση το δικό του καταστροφικό φαντασιακό στοιχείο. Θα θελήσει να υποστηρίξει συγκεκριμένα τις πιο απίθανες σκέψεις του, την πιο χυδαία βλακεία του αποκλειστικά και μόνο για να αποδείξει στον εαυτό του (σαν να είναι αυτό τόσο απαραίτητο) ότι οι άνθρωποι είναι ακόμα άνθρωποι, κι όχι πλήκτρα πιάνου, τα οποία έστω κι αν είναι οι νόμοι της φύσης που τα χτυπούν ιδιοχείρως, υπάρχει κίνδυνος να τα χτυπήσουν σε βαθμό που εκτός από το πρόγραμμα να μην μπορείς να επιθυμείς τίποτα άλλο.
Και δεν αρκεί αυτό: ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι αποδεικνυόταν ότι ήταν πλήκτρο του πιάνου, ακόμη κι αν του το υποδείξεις με τη βοήθεια των θετικών επιστημών και μαθηματικώς, δεν θα συνετιστεί και εσκεμμένα θα κάνει κάτι αντίθετο, αποκλειστικά και μόνο από αχαριστία' ουσιαστικά, για να επιμείνει στο δικό του. Στην περίπτωση που δεν έχει άλλο τρόπο, θα επινοήσει την καταστροφή και το χάος, θα επινοήσει διάφορες συμφορές και θα κάνει το δικό του! Θα εξακοντίσει την κατάρα του στον κόσμο, και καθώς μόνον ο άνθρωπος μπορεί να καταριέται (αυτό είναι το προνόμιο που τον διαχωρίζει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα ζώα), με την κατάρα του και μόνο θα πετύχει το δικό του, δηλαδή θα πεισθεί τελεσίδικα ότι είναι άνθρωπος κι όχι πλήκτρο πιάνου! Αν πείτε ότι κι αυτά μπορεί κανείς να τα προβλέψει σε βάση ένα πρόγραμμα – και το χάος, και το μυστήριο, και την κατάρα,- ότι η δυνατότητα και μόνον της εκ των προτέρων πρόβλεψης θα τα σταματήσει όλα και θα υπερισχύσει η λογική, τότε, κι εν τοιαύτη περιπτώσει, ο άνθρωπος θα τρελαθεί αυτοβούλως, για να μην έχει λογική και την να επιμείνει στο δικό του! Το πιστεύω, αυτό, αναλαμβάνω την ευθύνη αυτού που λέω, διότι, επί της ουσίας, όλη η ανθρώπινη υπόθεση μου φαίνεται ότι σ' αυτό και μόνο συνίσταται, να επιβεβαιώνεται δηλαδή ο άνθρωπος κάθε τόσο ότι είναι άνθρωπος κι όχι πείρος ενός αρμονίου! Να επιβεβαιώνεται, έστω και βάζοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο' να επιβεβαιώνεται, έστω κι αν γίνει τρωγλοδύτης...”
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι “Υπόγειο”, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου. Εκδ. 'Ίνδικτος”, απόσπασμα από σελ, 58, 59, 60
ΥΓ. Καρφάκι και με σημάδεψε στην καρδιά από εκείνη την εξαιρετική παράσταση με άνθρωπο του Υπογείου τον Χρήστο Τσάγκα. Την απόδοση την είχε κάνει η Μάρω Βαμβουνάκη. Το ξαναδιάβασα το “Υπόγειο” σε έκδοση και μετάφραση εξαιρετική, όμοιο καρφάκι στο στήθος μου, το αντιγράφω για την “ελεύθερη βούληση” του να βαδίζει ο καθείς και στον χαμό του, ελεύθερος, όπως ισχυρίζεται και πόσο δίκιο έχει μια καλή φίλη...
ΘΑΝΟΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ, ξεκινώντας από τη “Δύναμη της αγάπης”...
Τα βιβλία είναι συνυφασμένα με τη ζωή του. Οι εκδόσεις του, με την επιτυχία και την μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. “Δεν έτυχε, πέτυχε”, επιμένουν ωστόσο οι συνεργάτες του. Όπως και νάχει είναι σα να τον άγγιξε το μαγικό ραβδάκι του Χάρι Πότερ. Συνεχίζοντας την μεγάλη επιτυχημένη πορεία που ξεκίνησε με το “Άρωμα” του Ζίσκιντ, συνεχίστηκε με τον “Θεό των μικρών πραγμάτων” της Αρουντάτι Ρόι, “Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι” του ντε Μπερνιέρ και τα βιβλία του Μαχφούζ, τα e-books και την μεγάλη εμπορική επιτυχία του Γιώργου Πολυράκη, του Κώστα Καρακάση και της Λένας Μαντά, ο εκδότης Θάνος Ψυχογιός επιμένει στην σκληρή δουλειά και την πειθαρχία, ανοίγοντας πια και στον Έκο και στο διαδικτυακό βιβλίο τα εκδοτικά φτερά. Επαναλαμβάνοντας παρηγορητικά σε καιρούς δύσκολους πως, τελικά, ένα συγγραφικό ταλέντο δεν πάει χαμένο. Και ότι “όποιος έχει το χάρισμα του καλού συγγραφέα, αργά ή γρήγορα, θα βρει το δρόμο της αναγνώρισης και της καταξίωσης, τουλάχιστον από τους αναγνώστες”. Εξακολουθώντας, ωστόσο, να καταφεύγει πάντοτε ο ίδιος, στην Καινή Διαθήκη που “είναι ο φάρος που τον καθοδηγεί”.
- Πάντα σήμαινε το βιβλίο για σας κάτι το τόσο σημαντικό, κύριε Ψυχογιέ;
Τα βιβλία είναι συνυφασμένα με τη ζωή μου. Από τότε που έμαθα να διαβάζω πάντα είχα δίπλα μου ένα βιβλίο και οι προτεραιότητες στη διαδρομή μου ήταν: σπουδές, οικογένεια, εργασία για επιβίωση και ανέλιξη, διάβασμα και μετά όλα τ’ άλλα. Αν δεν εργάζομαι ή δεν ασχολούμαι με την οικογένειά μου, θα διαβάζω. Η σύζυγός μου έχει να λέει ότι «είσαι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι».
-Οι εκδόσεις; Πώς προέκυψαν; Να ξετυλίξουμε απ' την αρχή το κουβάρι. Το πρώτο βιβλίο; Το αρχικό σκεπτικό;
Μπορεί να διάβαζα πάντα αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γίνω εκδότης. Αυτό έγινε, ουσιαστικά, τυχαία. Το 1971 είχα τελειώσει τη Θεολογική Σχολή και φοιτούσα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ η αδελφή μου η Μαρία ήταν πρωτοετής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έπρεπε να βρούμε μια εργασία για να καλύπτουμε τα έξοδα μας. Η αδελφή μου προσλήφθηκε στις Εκδόσεις Πλειάς του αείμνηστου Μιχάλη Μεϊμάρη ως πωλήτρια βιβλίων και μύησε κι εμένα. Σταδιακά δημιουργήσαμε ένα μικρό κεφάλαιο και τον Ιούλιο του 1972 νοικιάσαμε ένα γραφείο στον ημιώροφο της οδού Ακαδημίας 91-93. Σιγά σιγά προσλάβαμε κι άλλους πωλητές και προσπαθούσαμε να αναπτύξουμε τη μικρή μας επιχείρηση. Το 1977 η αδελφή μου αποχώρησε για να ασχοληθεί με κάτι άλλο κι εγώ εξακολούθησα να απασχολούμαι επαγγελματικά με την πώληση βιβλίων με δόσεις. Ήθελα πολύ να γίνω εκδότης αλλά προβληματιζόμουν τι είδους βιβλία να εκδώσω.
Τελικά το 1979, με την παρότρυνση και συνεργασία της συζύγου μου, τύπωσαμε τέσσερα παιδικά μυθιστορήματα βραβευμένων ξένων συγγραφέων. Άρχισα με την παιδική λογοτεχνία σκεπτόμενος να επενδύσω στην πνευματική καλλιέργεια των παιδιών, που θα ήταν οι μελλοντικοί αναγνώστες.
- Το πρώτο βιβλίο που έγινε επιτυχία;
Η επιτυχία ήρθε αργότερα. Το 1986 κυκλοφόρησε το Άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ και έγινε εμπορική επιτυχία. Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία με μεγάλη ανταπόκριση από τους αναγνώστες: η Ιστορία χωρίς τέλος του Μίχαελ Έντε, Ο θεός των μικρών πραγμάτων της Αρουντάτι Ρόι, Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι του Λουί ντε Μπερνιέρ, τα βιβλία του Ναγκίμπ Μαχφούζ, και άλλα.
- Η ξένη λογοτεχνία, μια σειρά εξαιρετική, Άρωμα, Μαχφούζ... Και μετά η μεγάλη επιτυχία, Χάρι Πότερ, γυρίζοντας πίσω να πούμε πώς έφτασαν αυτά τα βιβλία στα χέρια σας;
Το Άρωμα το επέλεξα διαβάζοντας ένα άρθρο σε ξένο περιοδικό.
Το έργο του Μαχφούζ μου το γνώρισε ένας Αιγύπτιος συμφοιτητής μου, καθηγητής σήμερα των Ελληνικών Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, ο δρ Αχμέτ Έτμαν.
Ο Χάρι Πότερ ήταν μια επιλογή που βασίστηκε στην κρίση μας ότι επρόκειτο για ένα συναρπαστικό και διαφορετικό παιδικό μυθιστόρημα. Τίποτε δεν προμήνυε την παγκόσμια επιτυχία του όταν πήραμε τα δικαιώματα για την Ελλάδα.
- Τι θα πρέπει να έχει ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας για να γίνει βιβλίο σας, συγγραφέας σας;
Λαμβάνουμε πολλά κείμενα από Έλληνες και ξένους συγγραφείς, τα οποία δίνουμε σε ειδικούς αναγνώστες για να τα αξιολογήσουν και να μας τα παρουσιάσουν με γραπτή αναφορά. Η εκδοτική μας ομάδα διαβάζει αυτά που μας προτείνουν προς έκδοση και κάνει τη δεύτερη επιλογή. Τέλος, τα στελέχη όλων των τμημάτων αποφασίζουν σε σύσκεψη ποια βιβλία θα εκδώσουμε. Ένα βιβλίο για να εκδοθεί πρέπει να έχει καλή δομή, ενδιαφέρουσα πλοκή, σωστή και στρωτή γλώσσα, θέμα και υπόθεση που να αφορούν τους αναγνώστες τού σήμερα και, ει δυνατόν, να διαβάζεται απνευστί!
- Βιβλία που εσείς θεωρείτε σταθμούς;
Εξαρτάται σε ποια εποχή αναφερόμαστε. Αν πούμε για τα τελευταία διακόσια χρόνια, οι Αδελφοί Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι, το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, οι Άθλιοι του Ουγκώ, το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις. Ξέρετε, πρέπει να έχουν μεσολαβήσει και κάποια χρόνια για να μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα έργο μεγάλο. Ο χρόνος είναι εκείνος που αποκαθαίρει το μεγάλο έργο και το διαχωρίζει από τα μικρά.
Επίσης, το συνολικό έργο κάποιων πολύ σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Καζαντζάκη, του Παπαδιαμάντη κ.ά.
- Αλλά η μεγάλη επιτυχία που ήρθε με τον Χάρι Πότερ ολοκληρώθηκε με τα ελληνικά, αναμφισβήτητα είστε ο εκδότης που έχει γίνει πια το συνώνυμο του bestseller , κατ' εσάς, συγκυρία, εκδοτικό ένστικτο, επιχειρηματικές κινήσεις σωστές;
Όταν ολοκληρώθηκε η σειρά του Χάρι Πότερ πολλοί διερωτήθηκαν: Τώρα τι θα κάνουν οι Εκδόσεις Ψυχογιός χωρίς τον Χάρι Πότερ; Όμως εμείς είχαμε θέσει τις βάσεις για να απογειώσουμε το πρώτο καλό ελληνικό βιβλίο που θα ερχόταν στα χέρια μας, και η στιγμή δεν άργησε να έρθει.
Η επιτυχία ενός βιβλίου είναι συνάρτηση όλων αυτών των παραγόντων που αναφέρατε και όχι μόνο. Χρειάζεται η κατάλληλη προετοιμασία και, όταν περάσει από μπροστά σου η μεγάλη ευκαιρία, να τη δεις και να την αξιοποιήσεις έγκαιρα. Επίσης, χρειάζεται η αναγκαία υποδομή για να προβληθεί κάθε βιβλίο στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, η κατάλληλη τιμολογιακή πολιτική ώστε να έχει μια «σωστή τιμή» για όλους τους ενδιαφερόμενους (αναγνώστης – βιβλιοπώλης – εκδότης – συγγραφέας) και, τέλος, προαπαιτείται ένα καλά οργανωμένο δίκτυο διανομής, ώστε να μπορούν οι αναγνώστες να το βρουν παντού.
- Σας αγαπούν πολύ οι συγγραφείς σας, διαρκώς το διαπιστώνω. Επειδή στα χέρια σας πουλούν, αισθάνονται οικογένεια, σιγουριά...
Όλοι οι συγγραφείς μας, αλλά και γενικά όσοι συνεργάζονται μαζί μας, μας σέβονται, μας αγαπούν και νιώθουν σαν στο σπίτι τους, διότι τους αντιμετωπίζουμε με αγάπη, με ειλικρινές ενδιαφέρον για τον καθένα χωριστά και με υψηλό επαγγελματισμό.
- Υπάρχουν, βέβαια, και οι μικρομομφές. Λογοτεχνία συναισθηματική και εύπεπτη, γυναικείο αναγνωστικό κοινό... Παρότι μάλλον σας ακολουθούν κατά πόδας. Σε τίτλους, εξώφυλλα, θεματική...
Εκδίδουμε 180-200 βιβλία ετησίως και, απ’ αυτά, τα 30-40 θα μπορούσαν να ενταχθούν στο είδος λογοτεχνίας που αναφέρετε. Όμως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτά ακριβώς τα βιβλία αποσπούν το αναγνωστικό κοινό από τα άλλα μέσα ψυχαγωγίας, όπως είναι η τηλεόραση, και χάρη σ’ αυτά συντηρείται ο εκδοτικός κλάδος (συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, τυπογράφοι, βιβλιοδέτες, βιβλιοπώλες).
Προφανώς, όσοι πολύ εύκολα εξαπολύουν μομφές δε γνωρίζουν το εκδοτικό μας πρόγραμμα. Αν το μελετήσουν καλύτερα θα διαπιστώσουν ότι μεγάλα ονόματα ,όπως ο Ουμπέρτο Έκο, η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Πίτερ Κάρεϊ, ο Χάουαρντ Τζέικομπσον ( Βραβείο Βooker
2010), κ.α. εντάχθηκαν στην εκδοτική μας εταιρεία, εκτιμώντας το κύρος και την αξιπιστία μας. Στόχος της εταιρείας μας είναι να εκδίδουμε τα καλύτερα έργα σε κάθε λογοτεχνικό είδος, ούτως ώστε να καλύπτουμε κάθε αναγνωστική προτίμηση για κάθε ηλικία.
Τέλος πρέπει να τονίσω ότι εκτιμώ όλους τους ανθρώπους που εργάζονται στο χώρο του βιβλίου και αυτό το ξέρουν πολύ καλά όσοι με γνωρίζουν, αλλά δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τα σχόλιά τους, θετικά ή αρνητικά. Κοιτάζω πάντα μπροστά κι αυτό το σκεπτικό έχω μεταδώσει στα παιδιά μου και στους συνεργάτες μας.
Η προσοχή μας επικεντρώνεται πρωτίστως στους
συγγραφείς μας, στους βιβλιοπώλες και τους αναγνώστες μας. Οι πρώτοι με τα έργα τους , και οι άλλοι με την αγοραστική τους συμπεριφορά, μας έχουν τοποθετήσει στην πρώτη θέση της προτίμησής τους.
- Η άποψή σας για την ελληνική λογοτεχνία;
Υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες που γράφουν· αρκετοί απ’ αυτούς είναι αξιόλογοι και ορισμένοι πραγματικά σπουδαίοι λογοτέχνες, οι οποίοι τυγχάνουν μεγάλης υπόληψης και αποδοχής από τους αναγνώστες τους. Όμως, ο περιορισμός της ελληνικής γλώσσας δε διευκολύνει τη γνωριμία τους με το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Έτσι περιορίζονται στους αναγνώστες της Ελλάδας και της Κύπρου. Όσοι, δε, συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να δουν το έργο τους μεταφρασμένο, ως επί το πλείστον εκδόθηκαν από ήσσονος σημασίας εκδοτικούς οίκους, χωρίς τη δυνατότητα ιδιαίτερης προβολής και προώθησης. Ας ελπίσουμε ότι με τη χρήση των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο και συσκευές ανάγνωσης) η ελληνική πνευματική δημιουργία θα φτάσει και στον απόδημο ελληνισμό (που δεν είναι ευκαταφρόνητος). Επίσης θα δοθεί η δυνατότητα σ’ εμάς τους Έλληνες εκδότες να μεταφράσουμε τα βιβλία των συγγραφέων μας και να τα προωθήσουμε μέσω του διαδικτύου στην παγκόσμια κοινότητα.
- Η επιδίωξή σας η εκδοτική;
Να εκδίδουμε βιβλία σε όλο και περισσότερους τομείς του επιστητού που θα προσφέρουν στους αναγνώστες γνώση, πληροφόρηση, ψυχαγωγία, εσωτερική καλλιέργεια, και όχι μόνο.
- Να γυρίσουμε πίσω, ως παιδί, στο πρώτο βιβλίο. Που διαβάσατε, που σας σημάδεψε, που....
Το πρώτο βιβλίο μού το διάβασε η μητέρα μου όταν ήμουν πέντε ετών, στο αγροτόσπιτό μας, τα βράδια δίπλα στο τζάκι με το φως του λύχνου. Ήταν εφτά χριστιανικές ιστορίες με τον τίτλο Η δύναμη της Αγάπης. Μην ξεχνάτε ότι στα χωριά τη δεκαετία του ’50 ήταν δύσκολο να βρεθούν βιβλία. Η μητέρα μου ήταν μια θεοσεβούμενη γυναίκα και μαζί με τον πατέρα μου με βοήθησαν να δημιουργήσω γερές βάσεις, μου ενέπνευσαν αρχές και μου έδωσαν φτερά για να πετάξω.
- Αλήθεια, κύριε Ψυχογιέ, υπάρχει βιβλίο που να μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή;
Εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη, το θέμα του βιβλίου και την ηλικία κατά την οποία εκείνος το διαβάζει. Τα βιβλία που με επηρέασαν περισσότερο ήταν αυτά που διάβασα στην εφηβική μου ηλικία. Εκείνο που με χαλύβδωσε και με έκανε αποφασισμένο να ξεπεράσω όλα τα εμπόδια στη ζωή και να πετύχω ήταν το Μπορείς του Αντώνη Πισσάνου, εκδόσεις Μακρή. Από το εξαίρετο αυτό βιβλίο θυμάμαι ιδιαιτέρως τη φράση «οι άνθρωποι δε στερούνται δυνάμεως αλλά θελήσεως». Σήμερα υπάρχουν κι άλλα βιβλία με παρεμφερές περιεχόμενο που μπορούν να ωθήσουν τους νέους προς την επιτυχία.
- Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Όχι δικοί σας, για να μη σας φέρουμε και σε δύσκολη θέση, οι παλιοί, εκείνοι οι εφηβικοί, οι παιδικοί, οι νεανικοί....
Στα μαθητικά μου χρόνια διάβασα πολλά βιβλία στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου κι αυτό χάρη στη βιβλιοθήκη της Σχολής. Οι συγγραφείς που μου έδωσαν όραμα ήταν οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες (Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος ο Παλαμάς), ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Ουγκώ. Στα φοιτητικά μου χρόνια, με επηρέασαν ιδιαίτερα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι και θεολόγοι (Νικολάι Μπερντιάεφ, Σέρεν Κίρκεγκορ, Καρλ Γιάσπερς κ.ά.)
- Βιβλίο ή συγγραφέας στον οποίο επανερχόσαστε στα δύσκολα, που να αποτελεί για σας λιμανάκι, κέντρο ζωής;
Είναι τόσο πολλά τα βιβλία που θέλω να διαβάσω, που νομίζω και άλλη μια ζωή να είχα δε θα επαρκούσε. Έτσι, σπάνια επανέρχομαι στα παλιά μου διαβάσματα, κι αυτό μόνο για λίγο. Το μοναδικό βιβλίο στο οποίο καταφεύγω όταν θέλω να ηρεμήσω και να εμπνευστώ είναι η Καινή Διαθήκη. Είναι ο φάρος που με καθοδηγεί.
- Απόσπασμα που ποτέ δεν ξεχάσατε;
Όταν διαβάζω ένα βιβλίο που με συναρπάζει, πάντα κρατώ σημειώσεις ή υπογραμμίζω τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία για να επανέλθω. Έχω αρκετά τετράδια με αποσπάσματα-αποφθέγματα από βιβλία που με γοήτευσαν. Σ’ αυτά επανέρχομαι κατά καιρούς γιατί τα θεωρώ φωτεινά αστεράκια στην αχλή που μας περιβάλλει.
- Το εκδοτικό τι σημαίνει για σας: επάγγελμα, χρέος, επιχείρηση, μεράκι, ψυχαγωγία, απόλαυση, τρόπο ζωής...
Όλα αυτά και κάτι παραπάνω: αποστολή! Είμαστε εδώ, ως εταιρεία, για να συνεισφέρουμε στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη των συνανθρώπων μας, με τα βιβλία που εκδίδουμε. Είμαστε εδώ με έντονη την κοινωνική μας συνείδηση και το ενδιαφέρον για τους άλλους, και συνεισφέρουμε στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και σε κοινωφελείς οργανισμούς, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Το 2010 από κοινού με τη συγγραφέα μας Λένα Μαντά διαθέσαμε τα έσοδα (58.780€) απο το βιβλίο της Δεν μπορεί θα στρώσει στο ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ. Αυτό το ενδιαφέρον και η κοινωνική μας ευθύνη θα επιταθούν το 2011 αφού 10 λεπτά από κάθε πωληθέν βιβλίο μας θα διατεθούν με απόλυτη διαφάνεια σε διάφορους Μη Κερδοσκοπικούς Οργανισμούς.
Ελπίζουμε να συγκεντρώσουμε ένα ποσό της τάξεως των 150.000-200.000 €.
- Συγγραφείς ή βιβλία που αποτέλεσαν για σας εκδοτική έκπληξη;
Τα βιβλία του Χάρι Πότερ. Στην αρχή δεν πιστεύαμε ότι θα γνωρίσουν τέτοια μεγάλη επιτυχία. Επίσης, τα βιβλία των Ελλήνων συγγραφέων μας με τις πολύ υψηλές, για τα ελληνικά δεδομένα, πωλήσεις.
- Τι είναι εκείνο, αλήθεια, που μπορεί να κάνει ένα βιβλίο ν' αγαπηθεί;
Πολλά είναι τα στοιχεία που απαιτούνται για να αγαπηθεί ένα βιβλίο, αλλά, πάνω απ’ όλα, το μήνυμα που μεταδίδει.
- Παρότι όλοι “κατηγορούν” το θεσμό των ευπωλήτων, εντούτοις μανιωδώς αναζητούν και τον μηχανισμό, τη διαδικασία. Υπάρχει ή όλα είναι τυχαία;
Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Για να γίνει ένα βιβλίο ευπώλητο χρειάζεται, πέρα από το όνομα του συγγραφέα και το θέμα του έργου του, ένας δυνατός μηχανισμός υποστήριξης· μια ομάδα ανθρώπων που πιστεύει στην αξία του βιβλίου και είναι αποφασισμένη να εξαντλήσει όλα τα εργαλεία προώθησής του. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εκδοτική ομάδα μας μπορεί να φτάσει το βιβλίο στα ανώτατα όριά του.
- Υπήρξαν συγγραφείς ή βιβλία που ανακάλυψε ο αναγνώστης αργά;
Στο παρελθόν θα μπορούσε να συμβεί, σήμερα όχι. Τα μέσα πληροφόρησης είναι τόσο πολλά, ώστε κάθε συγγραφέας ή βιβλίο που αξίζουν αμέσως θα γίνουν γνωστά. Βεβαίως, όπως προανέφερα, το αν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο γνωστό ένα βιβλίο εξαρτάται από το μηχανισμό υποστήριξης του εκδότη.
- Κύριε Ψυχογιέ, εσείς τι πιστεύετε, ένα συγγραφικό ταλέντο μπορεί να πάει χαμένο;
Μια θετική απάντηση θα ικανοποιούσε αρκετούς που νομίζουν ότι είναι μεγάλα συγγραφικά ταλέντα αλλά δεν τους έχουμε ανακαλύψει. Όμως όχι· κανείς δεν πάει χαμένος. Όποιος έχει το χάρισμα του καλού συγγραφέα, αργά ή γρήγορα θα βρει το δρόμο της αναγνώρισης και της καταξίωσης, τουλάχιστον από τους αναγνώστες.
- Στις μέρες μας, το μεγάλο έργο μπορεί να γραφτεί;
Έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ δύσκολο να γραφτεί σήμερα ένα σπουδαίο έργο. Αν εξετάσουμε τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα διαπιστώσουμε πως έχουν εκδοθεί σημαντικά βιβλία αλλά λείπει το μεγάλο έργο. Μετά τον Τόμας Μαν και το Μαγικό βουνό δεν έχω να αναφέρω άλλο. Αυτή είναι η άποψή μου και δεν εννοώ ότι σήμερα έχουν εκλείψει οι μεγάλοι συγγραφείς. Απλώς, αυτοί οι δημιουργοί δέχονται καταιγισμό ερεθισμάτων από το περιβάλλον τους και δεν προλαβαίνουν να τα ταξινομήσουν, να τα επεξεργαστούν και να τα αφομοιώσουν. Η κοινωνία βρίσκεται σε αποδόμηση και οι πνευματικοί δημιουργοί ζουν μέσα σ’ αυτή τη χαώδη κατάσταση. Δεν έχουν επομένως την ηρεμία και την καθαρότητα του πνεύματος να δουν και ν’ αποτυπώσουν την κοινωνία σε μνημειώδη έργα.
- Τα εκδοτικά σας σχέδια; Οι στόχοι οι προσεχείς;
Να συνεχίσουμε να εκδίδουμε βιβλία, τα οποία θα καλλιεργούν πνευματικά τους αναγνώστες μας και θα τους αφήνουν ευχαριστημένους. Θα τους ευχαριστούν, δε, τόσο πολύ, ώστε όχι μόνο να αναζητούν τις νέες εκδόσεις μας, αλλά και να συστήνουν στους φίλους τους τα βιβλία μας. Το αποτέλεσμα θα είναι η μεγάλη ικανοποίηση σε όλα τα επίπεδα – συγγραφείς, συνεργάτες, βιβλιοπώλες, αναγνώστες, ομάδα Εκδόσεων Ψυχογιός.
Όσο για τους στόχους μας, προσπαθούμε με πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αποστροφή προς κάθε τάση υπεροπτικής αυταρέσκειας, να προχωράμε μπροστά, πάντα μπροστά, σε ένα ταξίδι που δεν έχει τέλος αλλά μας γεμίζει ικανοποίηση και μας κάνει ευτυχισμένους.
Δρούμε ως υπεύθυνα μέλη του κοινωνικού συνόλου
έχοντας πάντα κατά νου την έννοια της αποστολής,
σε μια αέναη προσπάθεια συνεχούς βελτίωσης και εξέλιξης· θεμελιώδεις αρχές της εταιρείας μας ήταν, είναι και θα παραμείνουν η ακεραιότητα, η ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες μας και η κοινωνική μας συνεισφορά.
Μέρος της συνέντευξης, δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (5/6/2011)
- Πάντα σήμαινε το βιβλίο για σας κάτι το τόσο σημαντικό, κύριε Ψυχογιέ;
Τα βιβλία είναι συνυφασμένα με τη ζωή μου. Από τότε που έμαθα να διαβάζω πάντα είχα δίπλα μου ένα βιβλίο και οι προτεραιότητες στη διαδρομή μου ήταν: σπουδές, οικογένεια, εργασία για επιβίωση και ανέλιξη, διάβασμα και μετά όλα τ’ άλλα. Αν δεν εργάζομαι ή δεν ασχολούμαι με την οικογένειά μου, θα διαβάζω. Η σύζυγός μου έχει να λέει ότι «είσαι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι».
-Οι εκδόσεις; Πώς προέκυψαν; Να ξετυλίξουμε απ' την αρχή το κουβάρι. Το πρώτο βιβλίο; Το αρχικό σκεπτικό;
Μπορεί να διάβαζα πάντα αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γίνω εκδότης. Αυτό έγινε, ουσιαστικά, τυχαία. Το 1971 είχα τελειώσει τη Θεολογική Σχολή και φοιτούσα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ η αδελφή μου η Μαρία ήταν πρωτοετής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έπρεπε να βρούμε μια εργασία για να καλύπτουμε τα έξοδα μας. Η αδελφή μου προσλήφθηκε στις Εκδόσεις Πλειάς του αείμνηστου Μιχάλη Μεϊμάρη ως πωλήτρια βιβλίων και μύησε κι εμένα. Σταδιακά δημιουργήσαμε ένα μικρό κεφάλαιο και τον Ιούλιο του 1972 νοικιάσαμε ένα γραφείο στον ημιώροφο της οδού Ακαδημίας 91-93. Σιγά σιγά προσλάβαμε κι άλλους πωλητές και προσπαθούσαμε να αναπτύξουμε τη μικρή μας επιχείρηση. Το 1977 η αδελφή μου αποχώρησε για να ασχοληθεί με κάτι άλλο κι εγώ εξακολούθησα να απασχολούμαι επαγγελματικά με την πώληση βιβλίων με δόσεις. Ήθελα πολύ να γίνω εκδότης αλλά προβληματιζόμουν τι είδους βιβλία να εκδώσω.
Τελικά το 1979, με την παρότρυνση και συνεργασία της συζύγου μου, τύπωσαμε τέσσερα παιδικά μυθιστορήματα βραβευμένων ξένων συγγραφέων. Άρχισα με την παιδική λογοτεχνία σκεπτόμενος να επενδύσω στην πνευματική καλλιέργεια των παιδιών, που θα ήταν οι μελλοντικοί αναγνώστες.
- Το πρώτο βιβλίο που έγινε επιτυχία;
Η επιτυχία ήρθε αργότερα. Το 1986 κυκλοφόρησε το Άρωμα του Πάτρικ Ζίσκιντ και έγινε εμπορική επιτυχία. Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία με μεγάλη ανταπόκριση από τους αναγνώστες: η Ιστορία χωρίς τέλος του Μίχαελ Έντε, Ο θεός των μικρών πραγμάτων της Αρουντάτι Ρόι, Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι του Λουί ντε Μπερνιέρ, τα βιβλία του Ναγκίμπ Μαχφούζ, και άλλα.
- Η ξένη λογοτεχνία, μια σειρά εξαιρετική, Άρωμα, Μαχφούζ... Και μετά η μεγάλη επιτυχία, Χάρι Πότερ, γυρίζοντας πίσω να πούμε πώς έφτασαν αυτά τα βιβλία στα χέρια σας;
Το Άρωμα το επέλεξα διαβάζοντας ένα άρθρο σε ξένο περιοδικό.
Το έργο του Μαχφούζ μου το γνώρισε ένας Αιγύπτιος συμφοιτητής μου, καθηγητής σήμερα των Ελληνικών Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, ο δρ Αχμέτ Έτμαν.
Ο Χάρι Πότερ ήταν μια επιλογή που βασίστηκε στην κρίση μας ότι επρόκειτο για ένα συναρπαστικό και διαφορετικό παιδικό μυθιστόρημα. Τίποτε δεν προμήνυε την παγκόσμια επιτυχία του όταν πήραμε τα δικαιώματα για την Ελλάδα.
- Τι θα πρέπει να έχει ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας για να γίνει βιβλίο σας, συγγραφέας σας;
Λαμβάνουμε πολλά κείμενα από Έλληνες και ξένους συγγραφείς, τα οποία δίνουμε σε ειδικούς αναγνώστες για να τα αξιολογήσουν και να μας τα παρουσιάσουν με γραπτή αναφορά. Η εκδοτική μας ομάδα διαβάζει αυτά που μας προτείνουν προς έκδοση και κάνει τη δεύτερη επιλογή. Τέλος, τα στελέχη όλων των τμημάτων αποφασίζουν σε σύσκεψη ποια βιβλία θα εκδώσουμε. Ένα βιβλίο για να εκδοθεί πρέπει να έχει καλή δομή, ενδιαφέρουσα πλοκή, σωστή και στρωτή γλώσσα, θέμα και υπόθεση που να αφορούν τους αναγνώστες τού σήμερα και, ει δυνατόν, να διαβάζεται απνευστί!
- Βιβλία που εσείς θεωρείτε σταθμούς;
Εξαρτάται σε ποια εποχή αναφερόμαστε. Αν πούμε για τα τελευταία διακόσια χρόνια, οι Αδελφοί Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι, το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, οι Άθλιοι του Ουγκώ, το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις. Ξέρετε, πρέπει να έχουν μεσολαβήσει και κάποια χρόνια για να μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα έργο μεγάλο. Ο χρόνος είναι εκείνος που αποκαθαίρει το μεγάλο έργο και το διαχωρίζει από τα μικρά.
Επίσης, το συνολικό έργο κάποιων πολύ σημαντικών Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Καζαντζάκη, του Παπαδιαμάντη κ.ά.
- Αλλά η μεγάλη επιτυχία που ήρθε με τον Χάρι Πότερ ολοκληρώθηκε με τα ελληνικά, αναμφισβήτητα είστε ο εκδότης που έχει γίνει πια το συνώνυμο του bestseller , κατ' εσάς, συγκυρία, εκδοτικό ένστικτο, επιχειρηματικές κινήσεις σωστές;
Όταν ολοκληρώθηκε η σειρά του Χάρι Πότερ πολλοί διερωτήθηκαν: Τώρα τι θα κάνουν οι Εκδόσεις Ψυχογιός χωρίς τον Χάρι Πότερ; Όμως εμείς είχαμε θέσει τις βάσεις για να απογειώσουμε το πρώτο καλό ελληνικό βιβλίο που θα ερχόταν στα χέρια μας, και η στιγμή δεν άργησε να έρθει.
Η επιτυχία ενός βιβλίου είναι συνάρτηση όλων αυτών των παραγόντων που αναφέρατε και όχι μόνο. Χρειάζεται η κατάλληλη προετοιμασία και, όταν περάσει από μπροστά σου η μεγάλη ευκαιρία, να τη δεις και να την αξιοποιήσεις έγκαιρα. Επίσης, χρειάζεται η αναγκαία υποδομή για να προβληθεί κάθε βιβλίο στο κοινό στο οποίο απευθύνεται, η κατάλληλη τιμολογιακή πολιτική ώστε να έχει μια «σωστή τιμή» για όλους τους ενδιαφερόμενους (αναγνώστης – βιβλιοπώλης – εκδότης – συγγραφέας) και, τέλος, προαπαιτείται ένα καλά οργανωμένο δίκτυο διανομής, ώστε να μπορούν οι αναγνώστες να το βρουν παντού.
- Σας αγαπούν πολύ οι συγγραφείς σας, διαρκώς το διαπιστώνω. Επειδή στα χέρια σας πουλούν, αισθάνονται οικογένεια, σιγουριά...
Όλοι οι συγγραφείς μας, αλλά και γενικά όσοι συνεργάζονται μαζί μας, μας σέβονται, μας αγαπούν και νιώθουν σαν στο σπίτι τους, διότι τους αντιμετωπίζουμε με αγάπη, με ειλικρινές ενδιαφέρον για τον καθένα χωριστά και με υψηλό επαγγελματισμό.
- Υπάρχουν, βέβαια, και οι μικρομομφές. Λογοτεχνία συναισθηματική και εύπεπτη, γυναικείο αναγνωστικό κοινό... Παρότι μάλλον σας ακολουθούν κατά πόδας. Σε τίτλους, εξώφυλλα, θεματική...
Εκδίδουμε 180-200 βιβλία ετησίως και, απ’ αυτά, τα 30-40 θα μπορούσαν να ενταχθούν στο είδος λογοτεχνίας που αναφέρετε. Όμως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτά ακριβώς τα βιβλία αποσπούν το αναγνωστικό κοινό από τα άλλα μέσα ψυχαγωγίας, όπως είναι η τηλεόραση, και χάρη σ’ αυτά συντηρείται ο εκδοτικός κλάδος (συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, τυπογράφοι, βιβλιοδέτες, βιβλιοπώλες).
Προφανώς, όσοι πολύ εύκολα εξαπολύουν μομφές δε γνωρίζουν το εκδοτικό μας πρόγραμμα. Αν το μελετήσουν καλύτερα θα διαπιστώσουν ότι μεγάλα ονόματα ,όπως ο Ουμπέρτο Έκο, η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Πίτερ Κάρεϊ, ο Χάουαρντ Τζέικομπσον ( Βραβείο Βooker
2010), κ.α. εντάχθηκαν στην εκδοτική μας εταιρεία, εκτιμώντας το κύρος και την αξιπιστία μας. Στόχος της εταιρείας μας είναι να εκδίδουμε τα καλύτερα έργα σε κάθε λογοτεχνικό είδος, ούτως ώστε να καλύπτουμε κάθε αναγνωστική προτίμηση για κάθε ηλικία.
Τέλος πρέπει να τονίσω ότι εκτιμώ όλους τους ανθρώπους που εργάζονται στο χώρο του βιβλίου και αυτό το ξέρουν πολύ καλά όσοι με γνωρίζουν, αλλά δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τα σχόλιά τους, θετικά ή αρνητικά. Κοιτάζω πάντα μπροστά κι αυτό το σκεπτικό έχω μεταδώσει στα παιδιά μου και στους συνεργάτες μας.
Η προσοχή μας επικεντρώνεται πρωτίστως στους
συγγραφείς μας, στους βιβλιοπώλες και τους αναγνώστες μας. Οι πρώτοι με τα έργα τους , και οι άλλοι με την αγοραστική τους συμπεριφορά, μας έχουν τοποθετήσει στην πρώτη θέση της προτίμησής τους.
- Η άποψή σας για την ελληνική λογοτεχνία;
Υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες που γράφουν· αρκετοί απ’ αυτούς είναι αξιόλογοι και ορισμένοι πραγματικά σπουδαίοι λογοτέχνες, οι οποίοι τυγχάνουν μεγάλης υπόληψης και αποδοχής από τους αναγνώστες τους. Όμως, ο περιορισμός της ελληνικής γλώσσας δε διευκολύνει τη γνωριμία τους με το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Έτσι περιορίζονται στους αναγνώστες της Ελλάδας και της Κύπρου. Όσοι, δε, συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να δουν το έργο τους μεταφρασμένο, ως επί το πλείστον εκδόθηκαν από ήσσονος σημασίας εκδοτικούς οίκους, χωρίς τη δυνατότητα ιδιαίτερης προβολής και προώθησης. Ας ελπίσουμε ότι με τη χρήση των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο και συσκευές ανάγνωσης) η ελληνική πνευματική δημιουργία θα φτάσει και στον απόδημο ελληνισμό (που δεν είναι ευκαταφρόνητος). Επίσης θα δοθεί η δυνατότητα σ’ εμάς τους Έλληνες εκδότες να μεταφράσουμε τα βιβλία των συγγραφέων μας και να τα προωθήσουμε μέσω του διαδικτύου στην παγκόσμια κοινότητα.
- Η επιδίωξή σας η εκδοτική;
Να εκδίδουμε βιβλία σε όλο και περισσότερους τομείς του επιστητού που θα προσφέρουν στους αναγνώστες γνώση, πληροφόρηση, ψυχαγωγία, εσωτερική καλλιέργεια, και όχι μόνο.
- Να γυρίσουμε πίσω, ως παιδί, στο πρώτο βιβλίο. Που διαβάσατε, που σας σημάδεψε, που....
Το πρώτο βιβλίο μού το διάβασε η μητέρα μου όταν ήμουν πέντε ετών, στο αγροτόσπιτό μας, τα βράδια δίπλα στο τζάκι με το φως του λύχνου. Ήταν εφτά χριστιανικές ιστορίες με τον τίτλο Η δύναμη της Αγάπης. Μην ξεχνάτε ότι στα χωριά τη δεκαετία του ’50 ήταν δύσκολο να βρεθούν βιβλία. Η μητέρα μου ήταν μια θεοσεβούμενη γυναίκα και μαζί με τον πατέρα μου με βοήθησαν να δημιουργήσω γερές βάσεις, μου ενέπνευσαν αρχές και μου έδωσαν φτερά για να πετάξω.
- Αλήθεια, κύριε Ψυχογιέ, υπάρχει βιβλίο που να μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή;
Εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη, το θέμα του βιβλίου και την ηλικία κατά την οποία εκείνος το διαβάζει. Τα βιβλία που με επηρέασαν περισσότερο ήταν αυτά που διάβασα στην εφηβική μου ηλικία. Εκείνο που με χαλύβδωσε και με έκανε αποφασισμένο να ξεπεράσω όλα τα εμπόδια στη ζωή και να πετύχω ήταν το Μπορείς του Αντώνη Πισσάνου, εκδόσεις Μακρή. Από το εξαίρετο αυτό βιβλίο θυμάμαι ιδιαιτέρως τη φράση «οι άνθρωποι δε στερούνται δυνάμεως αλλά θελήσεως». Σήμερα υπάρχουν κι άλλα βιβλία με παρεμφερές περιεχόμενο που μπορούν να ωθήσουν τους νέους προς την επιτυχία.
- Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Όχι δικοί σας, για να μη σας φέρουμε και σε δύσκολη θέση, οι παλιοί, εκείνοι οι εφηβικοί, οι παιδικοί, οι νεανικοί....
Στα μαθητικά μου χρόνια διάβασα πολλά βιβλία στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου κι αυτό χάρη στη βιβλιοθήκη της Σχολής. Οι συγγραφείς που μου έδωσαν όραμα ήταν οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες (Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος ο Παλαμάς), ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Ουγκώ. Στα φοιτητικά μου χρόνια, με επηρέασαν ιδιαίτερα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι και θεολόγοι (Νικολάι Μπερντιάεφ, Σέρεν Κίρκεγκορ, Καρλ Γιάσπερς κ.ά.)
- Βιβλίο ή συγγραφέας στον οποίο επανερχόσαστε στα δύσκολα, που να αποτελεί για σας λιμανάκι, κέντρο ζωής;
Είναι τόσο πολλά τα βιβλία που θέλω να διαβάσω, που νομίζω και άλλη μια ζωή να είχα δε θα επαρκούσε. Έτσι, σπάνια επανέρχομαι στα παλιά μου διαβάσματα, κι αυτό μόνο για λίγο. Το μοναδικό βιβλίο στο οποίο καταφεύγω όταν θέλω να ηρεμήσω και να εμπνευστώ είναι η Καινή Διαθήκη. Είναι ο φάρος που με καθοδηγεί.
- Απόσπασμα που ποτέ δεν ξεχάσατε;
Όταν διαβάζω ένα βιβλίο που με συναρπάζει, πάντα κρατώ σημειώσεις ή υπογραμμίζω τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία για να επανέλθω. Έχω αρκετά τετράδια με αποσπάσματα-αποφθέγματα από βιβλία που με γοήτευσαν. Σ’ αυτά επανέρχομαι κατά καιρούς γιατί τα θεωρώ φωτεινά αστεράκια στην αχλή που μας περιβάλλει.
- Το εκδοτικό τι σημαίνει για σας: επάγγελμα, χρέος, επιχείρηση, μεράκι, ψυχαγωγία, απόλαυση, τρόπο ζωής...
Όλα αυτά και κάτι παραπάνω: αποστολή! Είμαστε εδώ, ως εταιρεία, για να συνεισφέρουμε στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη των συνανθρώπων μας, με τα βιβλία που εκδίδουμε. Είμαστε εδώ με έντονη την κοινωνική μας συνείδηση και το ενδιαφέρον για τους άλλους, και συνεισφέρουμε στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και σε κοινωφελείς οργανισμούς, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Το 2010 από κοινού με τη συγγραφέα μας Λένα Μαντά διαθέσαμε τα έσοδα (58.780€) απο το βιβλίο της Δεν μπορεί θα στρώσει στο ΚΕΘΕΑ-ΔΙΑΒΑΣΗ. Αυτό το ενδιαφέρον και η κοινωνική μας ευθύνη θα επιταθούν το 2011 αφού 10 λεπτά από κάθε πωληθέν βιβλίο μας θα διατεθούν με απόλυτη διαφάνεια σε διάφορους Μη Κερδοσκοπικούς Οργανισμούς.
Ελπίζουμε να συγκεντρώσουμε ένα ποσό της τάξεως των 150.000-200.000 €.
- Συγγραφείς ή βιβλία που αποτέλεσαν για σας εκδοτική έκπληξη;
Τα βιβλία του Χάρι Πότερ. Στην αρχή δεν πιστεύαμε ότι θα γνωρίσουν τέτοια μεγάλη επιτυχία. Επίσης, τα βιβλία των Ελλήνων συγγραφέων μας με τις πολύ υψηλές, για τα ελληνικά δεδομένα, πωλήσεις.
- Τι είναι εκείνο, αλήθεια, που μπορεί να κάνει ένα βιβλίο ν' αγαπηθεί;
Πολλά είναι τα στοιχεία που απαιτούνται για να αγαπηθεί ένα βιβλίο, αλλά, πάνω απ’ όλα, το μήνυμα που μεταδίδει.
- Παρότι όλοι “κατηγορούν” το θεσμό των ευπωλήτων, εντούτοις μανιωδώς αναζητούν και τον μηχανισμό, τη διαδικασία. Υπάρχει ή όλα είναι τυχαία;
Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Για να γίνει ένα βιβλίο ευπώλητο χρειάζεται, πέρα από το όνομα του συγγραφέα και το θέμα του έργου του, ένας δυνατός μηχανισμός υποστήριξης· μια ομάδα ανθρώπων που πιστεύει στην αξία του βιβλίου και είναι αποφασισμένη να εξαντλήσει όλα τα εργαλεία προώθησής του. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εκδοτική ομάδα μας μπορεί να φτάσει το βιβλίο στα ανώτατα όριά του.
- Υπήρξαν συγγραφείς ή βιβλία που ανακάλυψε ο αναγνώστης αργά;
Στο παρελθόν θα μπορούσε να συμβεί, σήμερα όχι. Τα μέσα πληροφόρησης είναι τόσο πολλά, ώστε κάθε συγγραφέας ή βιβλίο που αξίζουν αμέσως θα γίνουν γνωστά. Βεβαίως, όπως προανέφερα, το αν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο γνωστό ένα βιβλίο εξαρτάται από το μηχανισμό υποστήριξης του εκδότη.
- Κύριε Ψυχογιέ, εσείς τι πιστεύετε, ένα συγγραφικό ταλέντο μπορεί να πάει χαμένο;
Μια θετική απάντηση θα ικανοποιούσε αρκετούς που νομίζουν ότι είναι μεγάλα συγγραφικά ταλέντα αλλά δεν τους έχουμε ανακαλύψει. Όμως όχι· κανείς δεν πάει χαμένος. Όποιος έχει το χάρισμα του καλού συγγραφέα, αργά ή γρήγορα θα βρει το δρόμο της αναγνώρισης και της καταξίωσης, τουλάχιστον από τους αναγνώστες.
- Στις μέρες μας, το μεγάλο έργο μπορεί να γραφτεί;
Έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ δύσκολο να γραφτεί σήμερα ένα σπουδαίο έργο. Αν εξετάσουμε τα τελευταία πενήντα χρόνια, θα διαπιστώσουμε πως έχουν εκδοθεί σημαντικά βιβλία αλλά λείπει το μεγάλο έργο. Μετά τον Τόμας Μαν και το Μαγικό βουνό δεν έχω να αναφέρω άλλο. Αυτή είναι η άποψή μου και δεν εννοώ ότι σήμερα έχουν εκλείψει οι μεγάλοι συγγραφείς. Απλώς, αυτοί οι δημιουργοί δέχονται καταιγισμό ερεθισμάτων από το περιβάλλον τους και δεν προλαβαίνουν να τα ταξινομήσουν, να τα επεξεργαστούν και να τα αφομοιώσουν. Η κοινωνία βρίσκεται σε αποδόμηση και οι πνευματικοί δημιουργοί ζουν μέσα σ’ αυτή τη χαώδη κατάσταση. Δεν έχουν επομένως την ηρεμία και την καθαρότητα του πνεύματος να δουν και ν’ αποτυπώσουν την κοινωνία σε μνημειώδη έργα.
- Τα εκδοτικά σας σχέδια; Οι στόχοι οι προσεχείς;
Να συνεχίσουμε να εκδίδουμε βιβλία, τα οποία θα καλλιεργούν πνευματικά τους αναγνώστες μας και θα τους αφήνουν ευχαριστημένους. Θα τους ευχαριστούν, δε, τόσο πολύ, ώστε όχι μόνο να αναζητούν τις νέες εκδόσεις μας, αλλά και να συστήνουν στους φίλους τους τα βιβλία μας. Το αποτέλεσμα θα είναι η μεγάλη ικανοποίηση σε όλα τα επίπεδα – συγγραφείς, συνεργάτες, βιβλιοπώλες, αναγνώστες, ομάδα Εκδόσεων Ψυχογιός.
Όσο για τους στόχους μας, προσπαθούμε με πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αποστροφή προς κάθε τάση υπεροπτικής αυταρέσκειας, να προχωράμε μπροστά, πάντα μπροστά, σε ένα ταξίδι που δεν έχει τέλος αλλά μας γεμίζει ικανοποίηση και μας κάνει ευτυχισμένους.
Δρούμε ως υπεύθυνα μέλη του κοινωνικού συνόλου
έχοντας πάντα κατά νου την έννοια της αποστολής,
σε μια αέναη προσπάθεια συνεχούς βελτίωσης και εξέλιξης· θεμελιώδεις αρχές της εταιρείας μας ήταν, είναι και θα παραμείνουν η ακεραιότητα, η ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες μας και η κοινωνική μας συνεισφορά.
Μέρος της συνέντευξης, δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (5/6/2011)
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011
“Εκατοντάδες χιλιάδων κόσμου είναι η πόλη./ Κι εγώ, στην πόλη, είμαι εκατοντάδες χιλιάδων νεκροί”. Α.Πόρτσια
“ΜΑΝΧΑΤΑΝ- ΜΠΑΝΓΚΟΚ- Μεταβάσεις, μαρτυρίες” του Γιώργου Βέη. Εκδ. “Κέδρος”, σελ. 256, € 15
“Ανοίγω το παρελθόν των ταξιδιών, το φάκελο δηλαδή που περιέχει τα πιο στερεά αποσπάσματα ενός εξακολουθητικά φυγόκεντρου βίου”. “Φυγόκεντρος βίος” που άλλοτε γίνεται ποίηση βραβευμένη κι ακριβή και κάποιες άλλες φορές ιδιαίτερη ποιητική, ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο διπλωμάτης που είχε την σπάνια τύχη να υπάρξει και διπλωμάτης όντως πρωτίστως ποιητής, μέσα από τα μακρινά του ταξίδια και τις κατά καιρούς υπηρεσιακές του θέσεις, γνωρίζει σε βάθος την ανθρώπινη ύπαρξη, το υπαρξιακό αίνιγμα, το είναι και το φαίνεσθαι, την σοφία του χάους και την διαφορετική αναλόγως του ημισφαιρίου αλήθεια και γοητεία.
Στο καινούργιο του βιβλίο “μαρτυρίες – μεταβάσεις” με τον τίτλο “Μανχάταν – Μπανγκόκ” κατορθώνει να ρίξει γέφυρα σε Δύση κι Ανατολή, αποκαλύπτοντας τους αρμούς και εκείνες τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές όπου εφάπτονται ή βαδίζουν παράλληλα, νοοτροπίες, ήθη και έθιμα, καθημερινότητα, πνευματικότητα, οντολογική άποψη, ζωές, ξεναγώντας μας σε τόπους και πρόσωπα, μουσεία και ταπεινά σπίτια, σε εκείνο που φαίνεται, στο άλλο που κρύβεται ή υπαινίσσεται, ενώνοντας στο όλον τον χρόνο.
Κάνοντας ουσιαστικές “στάσεις” στην Ινδοκίνα, την Κίνα και την Ινδονησία, αρχικά, αφουγκράζεται τις εξομολογήσεις των ζώντων στο ευήκοον ους των νεκρών, στέκεται με ποιητικό σεβασμό στο μυστήριο της ύπαρξης και φωτίζει τα ολοφώτεινα τυφλά μάτια των μασέζ, αφουγκράζεται στο “μουσείο εξόντωσης”, σε “μια από τις εκατοντάδες κιβωτούς συλλογικού πένθους” στην Καμπότζη εκείνο το “ποτέ ξανά” που δηλώνουν οι άνθρωποι για να ξεχνούν τελικά, κάνει μεγάλη στάση στα βουνά που είναι στη φύση ό,τι πιο ο ιερό, ο Κομφούκιος μας υπενθυμίζει ήθελε να τον θεωρούν βουνό, και μέσα από τα κείμενα φιλοσόφων και ποιητών, ο Βέης ολοκληρώνει την ανθρωπογεωγραφία του χώρου.
Δεύτερη στάση μεγάλη στο Μανχάταν με το τοπίο να δεσπόζει “ως παιδαγωγός και ως αισθητική” και τους ανθρώπους να αναδύονται ανάγλυφα σε θεική και μια καθόλου τυχαία Συνάντηση. Ο Νικόλας Κάλας στο γραφείο του, του Μπόρχες η βαριά και σεπτή, ιερή μορφή, ο Άντι Γουόρχολ, ο Πόε, ο Ντίλαν... Ο χωροχρόνος που διανύεται σε βάθος και κυκλικά, οι εικόνες που χαράζουν ποιητική συνείδηση, τροποποιούν χαρακτήρα.
Το ανοιχτό τέλος (“συνεχίζεται”, ομολογεί ο συγγραφέας του βιβλίου και φιλοδοξεί), εξάλλου όλα είναι ταξίδι, μια ατέρμονη διαδρομή και η σεμνή ερωτηματική, τελική, παραδοχή:
“Κοντολογίς, άφησα το τοπίο να με κάνει, να με διαπλάσει. Είδα τους ανθρώπους σε διάφορα μέρη του πλανήτη ως δασκάλους, ως χορηγούς παιδείας. Ένιωσα και νιώθω δικός τους, Πώς αλλιώς θα τους εκπροσωπούσα στα βιβλία μου; Πώς αλλιώς θα μπορούσα να δηλώσω ταξινόμος και στύλος τους;”
Ποιητική ταξιδιωτική λογοτεχνία, ατμοσφαιρική, αυτοβιογραφική, οντολογική, απολαυστική, αποκαλυπτική. Άλλωστε, όπως εύστοχα επεσήμανε ο Ρουμί “Για πληροφορίες ρωτήστε τον ταξιδιώτη και όχι τον ντόπιο”. Και ο Φράνς Μπόας τον οποίο επιλέγει για το φινάλε του ο Γιώργος Βέης το σαφές: “Οι πανεπιστημιακές σπουδές μου ήταν ένας συμβιβασμός. Εξαιτίας του έντονου συναισθηματικού μου ενδιαφέροντος για τα φαινόμενα του κόσμου, μελέτησα γεωγραφία”.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαικές γλώσσες και στα κινέζικα. Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Υπηρετεί στο Διπλωματικό κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρντμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ- Πρίνσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουινέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Αμέσως μετά τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000 και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Χρονικού- Μαρτυρία το 2010. Η ποιητική του συλλογή “Λεπτομέρειες κόσμων” (εκδ. Ύψιλον) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2008.
Έργα του, μεταξύ άλλων και τα: “Ασία, Ασία” (1999), “Στην απαγορευμένη πόλη” (2004), “Με τις Μογγόλες” (2005), “Έρωτες τοπίων- Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταιλάνδη” (2007), “Από το Τόκιο στο Χαρτούμ” (2009), “Μανχάταν Μανγκόγκ- Μεταβάσεις, μαρτυρίες” (2011).
“Ανοίγω το παρελθόν των ταξιδιών, το φάκελο δηλαδή που περιέχει τα πιο στερεά αποσπάσματα ενός εξακολουθητικά φυγόκεντρου βίου”. “Φυγόκεντρος βίος” που άλλοτε γίνεται ποίηση βραβευμένη κι ακριβή και κάποιες άλλες φορές ιδιαίτερη ποιητική, ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο διπλωμάτης που είχε την σπάνια τύχη να υπάρξει και διπλωμάτης όντως πρωτίστως ποιητής, μέσα από τα μακρινά του ταξίδια και τις κατά καιρούς υπηρεσιακές του θέσεις, γνωρίζει σε βάθος την ανθρώπινη ύπαρξη, το υπαρξιακό αίνιγμα, το είναι και το φαίνεσθαι, την σοφία του χάους και την διαφορετική αναλόγως του ημισφαιρίου αλήθεια και γοητεία.
Στο καινούργιο του βιβλίο “μαρτυρίες – μεταβάσεις” με τον τίτλο “Μανχάταν – Μπανγκόκ” κατορθώνει να ρίξει γέφυρα σε Δύση κι Ανατολή, αποκαλύπτοντας τους αρμούς και εκείνες τις λεπτές διαχωριστικές γραμμές όπου εφάπτονται ή βαδίζουν παράλληλα, νοοτροπίες, ήθη και έθιμα, καθημερινότητα, πνευματικότητα, οντολογική άποψη, ζωές, ξεναγώντας μας σε τόπους και πρόσωπα, μουσεία και ταπεινά σπίτια, σε εκείνο που φαίνεται, στο άλλο που κρύβεται ή υπαινίσσεται, ενώνοντας στο όλον τον χρόνο.
Κάνοντας ουσιαστικές “στάσεις” στην Ινδοκίνα, την Κίνα και την Ινδονησία, αρχικά, αφουγκράζεται τις εξομολογήσεις των ζώντων στο ευήκοον ους των νεκρών, στέκεται με ποιητικό σεβασμό στο μυστήριο της ύπαρξης και φωτίζει τα ολοφώτεινα τυφλά μάτια των μασέζ, αφουγκράζεται στο “μουσείο εξόντωσης”, σε “μια από τις εκατοντάδες κιβωτούς συλλογικού πένθους” στην Καμπότζη εκείνο το “ποτέ ξανά” που δηλώνουν οι άνθρωποι για να ξεχνούν τελικά, κάνει μεγάλη στάση στα βουνά που είναι στη φύση ό,τι πιο ο ιερό, ο Κομφούκιος μας υπενθυμίζει ήθελε να τον θεωρούν βουνό, και μέσα από τα κείμενα φιλοσόφων και ποιητών, ο Βέης ολοκληρώνει την ανθρωπογεωγραφία του χώρου.
Δεύτερη στάση μεγάλη στο Μανχάταν με το τοπίο να δεσπόζει “ως παιδαγωγός και ως αισθητική” και τους ανθρώπους να αναδύονται ανάγλυφα σε θεική και μια καθόλου τυχαία Συνάντηση. Ο Νικόλας Κάλας στο γραφείο του, του Μπόρχες η βαριά και σεπτή, ιερή μορφή, ο Άντι Γουόρχολ, ο Πόε, ο Ντίλαν... Ο χωροχρόνος που διανύεται σε βάθος και κυκλικά, οι εικόνες που χαράζουν ποιητική συνείδηση, τροποποιούν χαρακτήρα.
Το ανοιχτό τέλος (“συνεχίζεται”, ομολογεί ο συγγραφέας του βιβλίου και φιλοδοξεί), εξάλλου όλα είναι ταξίδι, μια ατέρμονη διαδρομή και η σεμνή ερωτηματική, τελική, παραδοχή:
“Κοντολογίς, άφησα το τοπίο να με κάνει, να με διαπλάσει. Είδα τους ανθρώπους σε διάφορα μέρη του πλανήτη ως δασκάλους, ως χορηγούς παιδείας. Ένιωσα και νιώθω δικός τους, Πώς αλλιώς θα τους εκπροσωπούσα στα βιβλία μου; Πώς αλλιώς θα μπορούσα να δηλώσω ταξινόμος και στύλος τους;”
Ποιητική ταξιδιωτική λογοτεχνία, ατμοσφαιρική, αυτοβιογραφική, οντολογική, απολαυστική, αποκαλυπτική. Άλλωστε, όπως εύστοχα επεσήμανε ο Ρουμί “Για πληροφορίες ρωτήστε τον ταξιδιώτη και όχι τον ντόπιο”. Και ο Φράνς Μπόας τον οποίο επιλέγει για το φινάλε του ο Γιώργος Βέης το σαφές: “Οι πανεπιστημιακές σπουδές μου ήταν ένας συμβιβασμός. Εξαιτίας του έντονου συναισθηματικού μου ενδιαφέροντος για τα φαινόμενα του κόσμου, μελέτησα γεωγραφία”.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαικές γλώσσες και στα κινέζικα. Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Υπηρετεί στο Διπλωματικό κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρντμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ- Πρίνσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουινέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Αμέσως μετά τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000 και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Χρονικού- Μαρτυρία το 2010. Η ποιητική του συλλογή “Λεπτομέρειες κόσμων” (εκδ. Ύψιλον) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2008.
Έργα του, μεταξύ άλλων και τα: “Ασία, Ασία” (1999), “Στην απαγορευμένη πόλη” (2004), “Με τις Μογγόλες” (2005), “Έρωτες τοπίων- Κίνα, Ινδονησία, Ιαπωνία, Ταιλάνδη” (2007), “Από το Τόκιο στο Χαρτούμ” (2009), “Μανχάταν Μανγκόγκ- Μεταβάσεις, μαρτυρίες” (2011).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)