Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η Νεφέλη στο νησί του Παντός, Εκδ. Ψυχογιός.

Με τις κούκλες της και μέσα από τις ζωγραφιές της η Νεφέλη ταξιδεύει παντού. Από την Χώρα του Ποτέ ως το Νησί του Παντός. Εκεί, συναντά τους ήρωες των παραμυθιών, παίζει και ανακαλύπτει τον Αχιλλέα και τη δική της καλή νεράιδα, ανεβαίνει και κατεβαίνει βουνά, σχεδιάζει κι αλλάζει μαζί τους το μέλλον. Γιατί το Θαύμα της Τέχνης κάνει ως και αυτά τα γοβάκια της Σταχτοπούτας αληθινά.
Ένα παραμυθένιο ταξίδι στις ιστορίες, στο χρόνο και στα ζωγραφισμένα μας όνειρα, που επαληθεύονται πάντα. Αρκεί να τα πιστέψουμε εμείς!

Ευχαριστώ τον Θανάση Τσίτσικα για την μαγική του εικονογράφηση, την Πέννυ, την Δομινίκη, την Πόπη και την Αγγέλα, την Κλειώ μα πάνω απ' όλους τον κύριο και την κυρία Ψυχογιού για την φροντίδα και την αγάπη τους. Το Νεφελάκι μας φέτος στα βιβλιοπωλεία! Σας ευχαριστώ όλους, πολύ πολύ πολύ!

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Ονειρεύτηκε ότι κάποιος τον ονειρεύτηκε...

Για το βιβλίο του Νίκου Παργινού “Το Τάγμα της ελπίδας”

“Θα έλεγε κανείς πως παίζει με το φως αυτός ο πίνακας! Ανάλογα με το φως μορφοποιείται και αλλάζει η έκφραση του νέου!”...
“Μπορεί ακόμα και να χάθηκαν στο ατίθασο βλέμμα του αγοριού που έδειχνε τη θέλησή του να υποτάξει το μέλλον”.
“Είναι όντως ένα πολύ ζωντανό πορτρέτο, νομίζεις πως ο νεαρός θα γυρίσει και θα σε κοιτάξει στα μάτια”...

Κι αυτή τη φορά ο συγγραφέας Νίκος Παργινός ξεπέρασε τον εαυτό του. Δηλαδή από το πρώτο βιβλίο, με το πάθος του, την αφηγηματική ευκολία, την ταχυδακτυλουργική του ευχέρεια να παίζει στα δάκτυλα τις κατάλληλες ρήσεις μεγάλων ανδρών (κι εννοώ ανθρώπων), την γεωμετρική δομή του, είχε αφήσει να διαφανεί ότι είναι από την στόφα του γεννημένου συγγραφέα.

Ο Νίκος είναι λιγάκι και προσωπική μου υπόθεση. Είχα την αφάνταστη τύχη και την τιμή να πρωτοδώ τα χειρόγραφά του. Έζησα την δημιουργία της “Κρεμάλας” όπου με παιγνιώδη τρόπο ο Νίκος έκανε εύκολα τα δύσκολα της ζωής, παιχνίδι τον θάνατο, και την ζωή όνειρο μέσα στο όνειρο, κάτι που συνεχίζει, την έχει αυτή την ικανότητα, ακόμα να κάνει. Στο πρώτο του μυθιστόρημα με τον ευφυέστατο αυτό τίτλο μια παρέα έπαιζε σκάκι? Κρεμάλα? Όπως θέλετε πέστε το, με το αμετάκλητο της ζωής. Και από την ώρα που ο ένας, ο συγγραφέας, το έκανε αυτό έργο τέχνης, βιβλίο, το κέρδιζε κιόλας.

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του, σπονδυλωτό και ιδιαίτερο κι αυτό, “Με τον έρωτα περνάει ο καιρός/ με τον καιρό περνάει ο έρωτας” ο Νίκος επανέρχεται ως έμπειρος ψυχοανατόμος. Και μέσα από μια αλυσίδα με ιστορίες ερωτικής τρέλας ρίχνει άπλετο φως στην άβυσσο της ψυχής, εφόσον με τα πιο σκοτεινά μας βάθη και πάθη ερωτευόμαστε, πώς θα μπορούσε και να συμβαίνει αλλιώς.

Το καινούργιο του μυθιστόρημα είναι ένα πολύπλευρο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Με τον άκρως ιαματικό τίτλο “Το Τάγμα της Ελπίδας” ο Νίκος Παργινός αποδεικνύει ότι με αφάνταστη μαεστρία μπορεί ταυτοχρόνως να κάνει πολλά: ιστορικό μυθιστόρημα, ιστορία μυστηρίου, θρίλερ, επικό μυθιστόρημα, αλληγορική ή υπαρξιακή ιστορία.
Προτού αναφερθούμε, όμως στο βιβλίο θα ήθελα να πω ότι “Το Τάγμα της Ελπίδας” ευτύχησε τελικά και ως βιβλίο. Οι “Σύγχρονοι Ορίζοντες” αισθητικά έχουν κάνει μια εξαιρετική δουλειά και το βιβλίο ως αντικείμενο λειτουργεί περίπου σαν το... πορτρέτο της ιστορίας, σε βάζει θέλεις- δεν θέλεις στην ονειρική ατμόσφαιρα και τον γρίφο της ιστορίας.

Στην δομή του ο Νίκος, έχει κεντήσει λεπτοβελονιά! Πηγαινοέρχεται μέσα στον χρόνο ως πανταχού παρών Θεός- αφηγητής, συνομιλεί με τους ήρωες, τα αντικείμενα, ενημερώνει τον αναγνώστη του και αφουγκράζεται την ίδια την ιστορία του λες και κάπου την ανακαλύπτει στο σύμπαν αυτούσια και εκείνος ως άξιός της την ξεδιπλώνει.

Ξεκινώντας από το... μαγικό αντικείμενο, το πορτρέτο κι από την ώρα της γέννησής του είναι σα να υποδεικνύει με εύσχημο τρόπο το πώς η τέχνη κατορθώνει να δώσει, τελικά, μορφή στο χάος. Το πώς ένα έργο τέχνης κατορθώνει στη συνέχεια να επιζήσει του χώρου και του χρόνου. Το ότι ο χρόνος εν τέλει μπορεί και να μην είναι και τόσο γραμμικός αλλά όλα να είναι εδώ, στη Στιγμή, στο Αιώνιο Παρόν του Θεού για τους άξιους μύστες όπως επί τω προκειμένω οφείλει να είναι ο συγγραφέας.

Στην ιστορία του οι αιώνες πηγαινοέρχονται και παρακολουθούμε παράλληλες παρόμοιες ενέργειες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, την επανάληψη της ίδιας σκηνής με επίκεντρο ένα πορτρέτο που είναι ταυτόχρονα και το προσωπείο αλλά και το πρόσωπο.
Επαληθεύοντας για τους γνώστες την θεωρία του Πουανκαρέ (όλα είναι εδώ και, η ιστορία ή ένα γεγονός ή ένα... πορτρέτο ξαναδιαβάζεται πάλι και πάλι) και για τους λάτρεις της αναγνωστικής απόλαυσης, ένα γοητευτικό βιβλίο μυστηρίου. Με μυστικά Τάγματα και παράλληλους κόσμους, με πύλες που ενώνουν το πραγματικό με το φανταστικό, αποδεικνύοντας το σεξπηρικό εκείνο “είμαστε φτιαγμένοι από την ύλη των ονείρων”.

Τα μότος που επιλέγει, ενδεικτικά:
Στο πρώτο κεφάλαιο, που διαδραματίζεται στη Βενετία το 1535, όταν ποζάρει το αγόρι του μυστηριώδους πορτρέτου στον ζωγράφο, μια φράση του Πάμπλο Πικάσο, αναδεικνύει την αλήθεια της τέχνης:
“Κάποιοι ζωγράφοι μεταμορφώνουν τον ήλιο σε μια κίτρινη κουκίδα, άλλοι μεταμορφώνουν μια κίτρινη κουκίδα σε ήλιο”.

Ο Ορέστης του, κατόπιν, που ζει ανάμεσά μας, είναι ένας από μας, θα αναλάβει εκ μέρους μας να κάνει πράξη εκείνο που είπε, και ο συγγραφέας το επισημαίνει, ο Όσκαρ Ουάιλντ:
“Το μόνο καθήκον μας απέναντι στην Ιστορία είναι να την ξαναγράψουμε”. Όπως με τις αναμνήσεις μας, την τέχνη, την ψυχανάλυση, ξαναγράφουμε όλοι την ίδια τη ζωή μας.

Σ' αυτό το μυθιστόρημα που ξεδιπλώνεται σαν εικόνα μαγική, μπορεί να βρεί ό,τι ψάχνει κι ό,τι διαθέτει ο καθένας. Διατηρώντας αμείωτη από την πρώτη σελίδα του την απόλαυση της πλοκής, με ατμόσφαιρα που σε εντάσσει και σε καθηλώνει , λειτουργεί σαν καθρέφτης για τον καθένα, επιλύνοντας αυτό το παιχνίδι των κατόπτρων με αποκαλυπτικό τρόπο στο τέλος ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας που υπαινίσσεται εκείνο που είπε ο Μπόρχες πως “ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο” και ότι το ζήτημα είναι “ποιος απ' τους δυο μας ονειρεύτηκε τον άλλο”. Ποιος είναι, τελικά, εκείνος που επιλέγει ή επινοεί, ο συγγραφέας την ιστορία και τον ήρωά του ή η ιστορία τον συγγραφέα;
Δεν θα σας αποκαλύψω την ιστορία, θα την αδικήσω και θα σας στερήσω την ανυπομονησία και την ευδαιμονία που με κατείχε όταν την διάβαζα κι εγώ, ούτε θα σας κουράσω με την δική μου αμπελοφιλοσοφία. Εκείνο που θα ήθελα να επισημάνω το έχει κάνει ήδη ο Νίκος με τρόπο σχεδόν προφητικό, εδώ που φτάσαμε το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι το... Τάγμα της Ελπίδας. Και η γραφή του Νίκου και η υπέροχή του ζωή ε και μας μας το αποδεικνύει και μας το υποδεικνύει.
Είμαι ευτυχής που κάθομαι δίπλα στην Ελένη τη Ζιώγα που θαυμάζω πολύ κι εκτιμώ και είμαι πολύ τυχερή που κάποια στιγμή μπήκε ο Νίκος από το πουθενά στη ζωή μου. Τώρα έχω να τον χαίρομαι τριπλά τετραπλά, να τον βλέπω να ανθίζει συγγραφικά και να τον καμαρώνω.

Τελειώνοντας επιτρέψατέ μου να αναφερθώ με δυο λέξεις σε εκείνο το Μπορχεσικό “Κάποιος ονειρεύεται”. Από τη συλλογή του “Οι συνωμότες που κυκλοφόρησε το 1985:
“Τί άραγε ονειρεύτηκε ο Χρόνος μέχρι σήμερα που είναι, όπως κάθε σήμερα, η κορφή; Ονειρεύτηκε το σπαθί, που ιδεώδης θέση του είναι ο στίχος. Ονειρεύτηκε και κατεργάστηκε το απόφθεγμα που μπορεί να προσποιηθεί τη σοφία. Ονειρεύτηκε την πίστη, ονειρεύτηκε τις ανούσιες Σταυροφορίες. Ονειρεύτηκε τους Έλληνες που επινόησαν το διάλογο και την αμφιβολία... Ονειρεύτηκε τη λέξη, αυτό το άκαμπτο κι αδέξιο σύμβολο. Ονειρεύτηκε την ευτυχία που ζήσαμε ή που τώρα ονειρευόμαστε ότι τη ζήσαμε. Ονειρεύτηκε αυτά τα δύο περίεργα αδέλφια: την ηχώ και τον καθρέφτη. Ονειρεύτηκε το βιβλίο, αυτόν τον καθρέφτη που κάθε φορά μας αποκαλύπτει ένα άλλο πρόσωπο. Ονειρεύτηκε τα δυο πρόσωπα του Ιανού που ποτέ δε θα δει το ένα το άλλο... Ονειρεύτηκε τη ζωή των κατόπτρων. Ονειρεύτηκε χάρτες που ο Οδυσσέας δε θα τους καταλάβαινε. Ονειρεύτηκε τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα. Ονειρεύτηκε τον τοίχο του παραδείσου που αναχαίτισε τον Αλέξανδρο. Ονειρεύτηκε τη θάλασσα και το δάκρυ. Ονειρεύτηκε το κρύσταλλο. Ονειρεύτηκε πώς Κάποιος τον ονειρεύεται”.
Κάπως έτσι, λοιπόν, και ο Νίκος μας, υπέροχα ονειρεύτηκε “Το Τάγμα της ελπίδας”.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Από την εκδήλωση που έγινε στον Ιανό 29/11/2011 για το βιβλίο

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ερχόταν μια μέρα που δεν θα με φοβόταν ένα σπουργίτι...

Αντώνης Σουρούνης: Η ζωή με τα μυστικά της και το μεγάλο μυστήριο του έρωτα

"Οταν ήμουν μικρός, πολύ λίγα πράγματα είχαν αποκαλυφθεί πάνω στη Γη και ο κόσμος ήταν ακόμα γεμάτος μυστήριο. Υπήρχαν ελάχιστες χώρες κι ένα μόνο βιβλίο, η Μάσκα. Πολύ αργότερα γέμισε με βιβλία ο ντουνιάς. . . Κάθε μέρα όλο και κάποιος ανακάλυπτε κάτι και το έλεγε στους δικούς του. Αυτοί το έλεγαν στους άλλους, οι άλλοι στους άλλους δικούς τους, κι έτσι πληροφορούνταν πάνω στη Γη για τη νέα ανακάλυψη. . . ".
Ετσι αρχίζει ένα βιβλίο ζωής, ακριβώς όπως του αρμόζει με "Τα μυστήρια χρόνια". Ενα βιβλίο μπάμπουσκα που χωρά στις 115 σελίδες του μισόν αιώνα ζωής, προσφέροντάς μας μιαν άλλη μαγική εκδοχή στα ήδη υπάρχοντα όχι και τόσο δεδομένα και αυτονόητα πράγματα.

Ο μεγάλος γύρος του κόσμου
Ο Αντώνης Σουρούνης το έγραψε όταν συμπλήρωσε μισόν αιώνα, εξ ου και ο τίτλος "Μισόν αιώνα άνθρωπος". Κατορθώνοντας όμως μ' αυτόν τον τρόπο να ξαναδιαβάσει την ίδια του τη ζωή αλλά και τη Ζωή, τη ζωή με τα μυστικά της και το μεγάλο μυστήριο του έρωτα. Τη ζωή με τους φίλους, τη ρουλέτα, τον μεγάλο γύρο στον κόσμο. Τη ζωή με το γέλιο και με το κλάμα, τη ζωή με το διαρκές θαύμα.
Τη ζωή του που είναι και όλων μας η Ζωή, με έναν τρόπο μαγευτικά παιδικό, σαγηνευτικά αλήτικο, αυτοσαρκαστικό και υπερβατικό, με τον σουρουνικό τρόπο που ήδη λατρέψαμε.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1996 και επανεκδίδεται ειδικά για τους αναγνώστες της εφημερίδας από το "Εθνος της Κυριακής" και από τις εκδόσεις "Καστανιώτης". Αποτελώντας μια σπάνια ευκαιρία να ξαναδιαβάζει κανείς την ποίηση και το μυστήριο της Ζωής, τη μαγική καθημερινότητα.
Το βιβλίο ξεκινάει από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Θεσσαλονίκη και συνεχίζεται με επεισόδια από την ενήλικη ζωή σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη του κόσμου. Σαν παιδί που παίζει ο Σουρούνης αποκαλύπτει το γλυκόπικρο της ζωής με ειρωνεία και ευγένεια που βεβαίως σπανίζει.
"Μέσα απ' όλα τα χρόνια μου, απ' όλες τις δουλειές μου, απ' όλους τους τόπους και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, μέσα απ' όλες τις φιλίες μου και τους έρωτές μου, αναδυόταν συνέχεια όχι η μορφή αλλά το σουλούπι του πατέρα μου.
Για χρόνια ολόκληρα συναντιόμασταν σαν άγνωστοι, τόσο άγνωστοι, ώστε να με ρωτάει κάθε φορά τι δουλειά κάνω. Κι εγώ να γίνομαι ακόμα πιο άγνωστος, αναφέροντας κάθε φορά και μια άλλη. Κι εδώ όμως ήμουν τυχερός, γιατί ο πατέρας μου επέζησε των επαγγελμάτων μου κι είχαμε τον χρόνο να γνωριστούμε", επισημαίνει κάπου στο τέλος του βιβλίου ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς.
Ηδη θρύλος για τους νεότερους και σε μιαν εποχή που η χώρα και ο καθένας μας βολοδέρνει στο κύμα, επιμένει: "Αν ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για να πραγματοποιήσει την αποστολή του -ή τουλάχιστον να προσπαθήσει γι' αυτό- τότε εγώ έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου.
Πάντως πρέπει να βρίσκομαι σε καλό σημείο. Πριν από λίγες μέρες, ενώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου, ήρθε και κάθισε δίπλα απ' το πόδι μου ένα σπουργίτι. Εμεινε για ώρα εκεί αγγίζοντας το παπούτσι μου και χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ερχόταν μια μέρα που δεν θα με φοβόταν ένα σπουργίτι και θα στεκόταν πλάι μου κάνοντάς μου παρέα".

Ζωή σαν μυθιστόρημα
Από υπάλληλος και ναυτικός έως παίκτης ρουλέτας
Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942, και συγκεκριμένα "στη Μουσών, έχοντας δεξιά του την Ιωλκού, αριστερά του την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου".
Οι άνεμοι τον πήραν και τον σήκωσαν κι έτσι όταν τέλειωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Μετά μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας.
Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Από τη Β' δημοτικού
Και φυσικά, έγραψε. Εξάλλου το έλεγε από τη δευτέρα τάξη του δημοτικού αλλά κανείς δεν τον πίστευε ότι "μα εγώ είμαι συγγραφέας". Στη συνέχεια, τον είπαν "ξαδέλφι του Λόντον και του Μπλεζ Σαντράρ", Ελληνα Μπουκόφσκι και Κέρουακ, αλλά ο Αντώνης Σουρούνης είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα, εν τέλει, Σουρούνης.
Τα βιβλία του είναι τα εξής: το μυθιστόρημα "Οι συμπαίχτες" το 1977, τα διηγήματα "Μερόνυχτα Φραγκφούρτης" το 1982, τα διηγήματα "Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου" το 1983, το μυθιστόρημα "Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι" το 1989, τη νουβέλα "Πάσχα στο χωριό" το 1991, τα διηγήματα "Υπ' όψιν της Λίτσας" το 1992, το μυθιστόρημα "Ο χορός των Ρόδων" το 1994 για το οποίο τιμήθηκε με το "Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995", το παραμύθι "Το μπαστούνι" το 1996, τα αφηγήματα "Μισόν αιώνα άνθρωπος" το 1996, το μυθιστόρημα "Γκας ο γκάνγκστερ" το 2000, τα αφηγήματα "Κυριακάτικες ιστορίες" το 2002, το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι στη θάλασσα" το 2006, τα αφηγήματα "Νύχτες με ουρά" το 2010, συμμετείχε στο "Παιχνίδι των τεσσάρων" το 1998 και στον "Δρόμο για την Ομόνοια" το 2005. Και μεταφράστηκε ήδη στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και τσεχοσλοβάκικα.
Για το βιβλίο
"Μέσα απ' αυτό κατάλαβα ποιος είμαι και πού πάω"
Γι' αυτό το σοφό βιβλίο που αντικρίζει το σύμπαν ακριβώς σαν τα πετεινά του ουρανού, ο συγγραφέας του Αντώνης Σουρούνης επιμένει ότι σημαίνει για εκείνον "Τα πάντα": "Σ' αυτό το βιβλίο, και ειδικά στις πρώτες και στις τελευταίες σελίδες του όταν το έγραφα, έγραφα όλη μου τη ζωή. Κι αυτό το βιβλίο καθόρισε κι όλη μου τη ζωή. Μέσα απ' αυτό κατάλαβα ποιος είμαι, πού πάω, τί κάνω. . . Το διαβάζω και κλαίω σήμερα. Η παιδική μου ζωή, οι πρώτοι μου έρωτες, τα κορίτσια που με απέρριπταν, και τα κορίτσια των άλλων, ο πατέρας μου. . . ".
Αναγνωρίζει ότι γράφτηκε για χρόνια δύσκολα, και επανεκδίδεται σήμερα, σε χρόνια και πάλι δύσκολα. Αλλά με δυσκολία "άλλου είδους, τώρα. Τότε ήταν για να πετύχουμε κάτι", διευκρινίζει. "Τώρα μας έχουν πετύχει οι άλλοι και προσπαθούμε να γλιτώσουμε. Δεν νοιάζονται για τίποτε πια όσοι μας κυβερνούν, νοιάζονται μόνο για τη πάρτη τους. Βέβαια, θα δούμε τι θα βγει απ' αυτό το πράγμα. Ακόμα και λογοτεχνικά βιβλία, μόνο τα κορίτσια γράφουν, θα δούμε στο εγγύς μέλλον, πιστεύω ότι κάτι καλό θα βγει απ' όλο αυτό, δεν μπορεί. . . αλλά και πάλι, ποιος ξέρει".

Δημοσιεύθηκε στο Εθνος της Κυριακής (20/11/1011)

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

η αλήθεια γραμμένη στο πρόσωπό σου...

"... Εσύ θ' ακούσεις μόνο
ό,τι είσαι έτοιμος ν' ακούσεις.
Μην κουνάς το κεφάλι σου.
Μην προσπαθείς να με παραπλανήσεις-
Η αλήθεια αυτού που βλέπεις
είναι γραμμένη στο πρόσωπό σου!"

Τζ. Ρουμί "Στον κήπο του αγαπημένου", απόδοση Καδιώς Κολύμβα, Εκδ. Αρμός

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Πάμε να σωθούμε και βυθιζόμαστε κάθε τόσο και σε μεγαλύτερη απόγνωση...

Φωτεινή Τσαλίκογλου “Έρως Φαρμακοποιός”

Το μυθιστόρημα και η εποχή:

“Το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί το μυθιστόρημα της εμμονής. Όλα τα πρόσωπα βασανίζονται ανελέητα από εμμονές… Τελικά, δεν ξέρουμε τίποτε για τα πρόσωπα και τις πραγματικές προθέσεις τους. Και όσο προχωράει το μυθιστόρημα, ξέρουμε όλο και λιγότερα. Μεγάλη μαστοριά της συγγραφέως…” έγραφε για τον μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, όταν πρωτοκυκλοφορούσε από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” το 1997, κι έρχεται δεκατρία χρόνια μετά για να την δικαιώσει, σαν κινούμενη άμμος, η εποχή:
“Το μυθιστόρημα αυτό μου θυμίζει δύο συγκλονιστικά μυθιστορήματα: "The comfort of strangers" του Ιαν Μακ Γιούαν και "The driver's seat" της Μύριελ Σπαρκ. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου ίσως δεν τα έχει διαβάσει, άρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για επιρροές. Αλλά συγγένειες μεταξύ συγγραφέων υπάρχουν και ανά τους αιώνες και ανά την υφήλιο χωρίς να έχει διαβάσει ο ένας τον άλλον. Τα δύο αυτά μυθιστορήματα έχουν επίσης ήρωες διφορούμενους, γεμάτους εμμονές, όπου τα σύνορα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι αχνά. Έχουν ακόμη πολύ μεγάλη βία, εσωτερική βία. Τολμώ να πω ότι το μυθιστόρημα της Φωτεινής Τσαλίκογλου κρύβει μια μεγάλη βία και στη γραφή και στην ουσία. Μια βία κάθαρσης, όπως και η βία που υπάρχει στα δύο μυθιστορήματα των ξένων συγγραφέων…” ολοκλήρωνε η Μαργαρίτα Καραπάνου την συλλογιστική. Κι έρχεται για να την δικαιώσει, “μια μεγάλη βία” στην κοινωνία, την ουσία και την ψυχολογία της εποχής.
Ο “Έρως Φαρμακοποιός”, το δεύτερο μυθιστόρημα της συγγραφέως και Καθηγήτριας Ψυχολογίας Φωτεινής Τσαλίκογλου που επανεκδίδεται ειδικά για τους αναγνώστες του “Έθνους της Κυριακής” από την εφημερίδα και τις εκδόσεις “Καστανιώτη”, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αντιμετωπίστηκε όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Είχε ήδη εκδοθεί το μυθιστόρημά της “Η κόρης της Ανθής Αλκαίου” και η κριτική μιλούσε για ένα καινούργιο είδος λογοτεχνικής γραφής. Για την ψυχολογία που προσφέρεται δάνειο ακριβό στην μυθοπλασία.
“Ο έρως φαρμακοποιός είναι μια ιστορία απλή, θα έλεγες μονόχορδη. Σαν περιπέτεια ψυχής, ωστόσο, καθόλου απλή, διότι πρέπει να συμπέσουν αποφασιστικές απουσίες, πολλά κενά στη ζωή σου, ώστε ν' αρχίσεις να γεμίζεις τις τρύπες με καλπάζουσα φαντασίωση, παραλήρημα και ψευδαίσθηση”, υποστήριζε στην δική του κριτική ο Μάριος Μαρκίδης, επιμένοντας στο λυρικό πυρήνα του βιβλίου, εξάλλου πια δεν μιλάμε για ψυχανάλυση και ψυχιατρική, αλλά αμιγώς για ακριβή, καινούργια, λογοτεχνία: “Δεν πρόκειται φυσικά να αποπειραθώ να διαβάσω την φαρμακεία της Φ. Τσαλίκογλου με όρους τυπικής ψυχοπαθολογίας. Και θα ήταν λάθος να συγκαταλεχθεί στα "ψυχαναλυτικά μυθιστορήματα". Είναι, αν μπορεί να σταθεί στο μυθιστόρημα η χρήση όρων από άλλο είδος, ένα "λυρικό" πεζό που καθοδηγεί την ψυχολογία παρά καθοδηγείται απ' αυτήν. Ο ατομικός μύθος της ηρωίδας, της Ελένης, υποστυλώνεται σε μιαν ασταθή ισορροπία από δύο μόνο πρόσωπα, συν ένα "σχεδόν δικό της σπίτι", συν μια παιδική ηλικία που ίσως δεν υπήρξε, που εν πάση περιπτώσει δεν θυμάται. Και τα δύο πρόσωπα, μάνα και πατέρας, φευγάτα, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο: την απόδραση, το θάνατο ή την αξεπέραστη θλίψη, το σβησμένο βλέμμα, τη "φυσική φθίνουσα πορεία"…”

Η συγγραφέας για το μυθιστόρημα:

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, για τις προυποθέσεις κάτω από τις οποίες γράφτηκε ο “Έρως φαρμακοποιός”, θα μας πει:
“Άλλες εποχές, άλλες καταστάσεις. Τρομάζω να το ξαναδιαβάσω. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι δυο σημαντικά πρόσωπα που έγραψαν γιαυτό το βιβλίο, ο Μάριος Μαρκίδης και η Μαργαρίτα Καραπάνου, δεν είναι πια εδώ. Ο,τι έγραψαν με διακινεί βαθιά, αλλά και το βιβλίο αυτό με τρομάζει. Ίσως είναι το πιο σκοτεινό από όλα μου τα βιβλία. Νεώτερη κατά δεκαπέντε τότε χρόνια ίσως είχα πιο θάρρος, θράσος?, να διαπραγματευτώ την αρρώστια, την κατάρρευση, την άνοια, την εγκατάλειψη όχι μόνο των ψυχικών, αλλά και των σωματικών δυνάμεων. Ο πατέρας της Ελένης πάσχει από άνοια. Η μητέρα έχει εδώ και καιρό φύγει. Όμως η Ελένη θέλει να ζήσει, να ερωτευτεί, να αντιτάξει τον έρωτα στο θάνατο, τον πόθο, στην παρακμή, στην απουσία”.
Τώρα, για το κατά πόσο είναι ο έρωτας- φαρμακοποιός στις μέρες μας, η συγγραφέας, αποκωδικοποιεί. Και το συνδέει με την εποχή, αποδεικνύοντας το ότι, τελικά, η λογοτεχνία, δεν γίνεται παρά να ανήκει στο μέλλον:
“Ο έρωτας φαρμακοποιός είναι και μια κυριολεξία. Η Ελένη ερωτεύεται παράφορα τον Δημήτριο , τον φαρμακοποιό της γειτονιάς της. Το φάρμακο είναι δηλητήριο μαζί και γιατρειά. Ανέκαθεν αυτό που προτάσσεται ως γιατρειά ενδέχεται να είναι και αυτό που μας οδηγεί στο θάνατο. Η αναλογία με ότι συμβαίνει στην μνημονιακή πολυπαθή χώρα μας είναι νομίζω εμφανής. Πάμε να σωθούμε και βυθιζόμαστε κάθε τόσο και σε μεγαλύτερη απόγνωση….”
Αλλά “Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη”, όπως παρηγορητικά με το τελευταίο της δοκιμιακό βιβλίο ήδη μας έχει πει. Αυτό που μένει για μας διευκρινίσει είναι αν και ο έρωτας είναι έκπληξη κι αν μάς αφορά όλους:
‘’To love is nothing, to be loved is something, to love and beloved Is everything’’ O Σαίξπηρ επιμένει διαχρονικά να είναι πατέρας της σκέψης και των συναισθημάτων μας, Κι εμείς ριγμένοι –εδώ- σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς παλεύουμε ανάμεσα στο τίποτα και στα πάντα. Αλίμονο όμως αν τα παρατήσουμε. Οι δραματικοί καιροί είναι και οι πιο ενδιαφέροντες. Άλλωστε το πιστεύω ακράδαντα, αλίμονο μου αν δεν το πίστευα, ‘’το μέλλον ανήκει στην έκπληξη”.

Η συγγραφέας:

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Eίναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Έχει εκδώσει τα επιστημονικά έργα και δοκίμια: “Σχιζοφρένεια και φόνος (Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο)”, “Μυθολογίες βίας και καταστολής”, “Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή”, “Ψυχολογικά, Ψυχο-λογικά (Οι παγίδες του αυτονόητου)”, “Η ψυχολογία στην Ελλάδα σήμερα”, “Στην άλλη όχθη” (επιμ.) και “Μήπως;” (διάλογοι με τη Μαργαρίτα Καραπάνου). Επίσης το παραμύθι “Η νεράιδα της Γης” (με εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου).
Από τις Εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της “Η κόρη της Ανθής Αλκαίου”, “Έρως φαρμακοποιός”, “Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά”, “Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ” και “Tο χάρισμα της Bέρθας” (υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών 2010 του ΕΚΕΒΙ), η νουβέλα” Όλα τα ναι του κόσμου”, καθώς και τα βιβλία “Ψυχολογία της καθημερινής ζωής (Η κουλτούρα του εφήμερου)”, “Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων”, “Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς (Τα παράξενα της μητρικής αγάπης – Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου)” και “Το μέλλον ανήκει στην έκπληξη (34 σχόλια για την κρίση και ένα υστερόγραφο)”.

Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011 στο Έθνος της Κυριακής

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η λογοτεχνία, άσκηση στη δυνατότητα, στην πιθανότητα- και γι αυτό ένα είδος σωτηρίας

Ό,τι ξέραμε και αναγνωρίζαμε ως δικό μας φαντάζει πια ξένο...


Αμάντα Μιχαλοπούλου: "Όσες φορές αντέξεις”

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής (23 Οκτ. 2011)

“Ύστερα από μια ιλιγγιώδη ερωτική εβδομάδα που περνά στην Αθήνα με έναν Τσέχο τουριστικό πράκτορα, η ηρωίδα ξεκινά μιαν ατέλειωτη περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαικές πόλεις προκειμένου να τον βρει: Πράγα, Μόναχο, Γενεύη, Μαδέρα είναι οι σταθμοί της σε αυτή τη διαδρομή, στην οποία η ηρωίδα θα διαπιστώσει ότι αυτό που εν τέλει ψάχνει δεν είναι η φευγαλέα μορφή του αγαπημένου της, το ζητούμενο αντιθέτως φαίνεται να είναι η ίδια η περιπλάνηση...” έγραφε για το μυθιστόρημα “Όσες φορές αντέξεις” της Αμάντας Μιχαλοπούλου η Ελισσάβετ Κοτζιά όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1998 κι η συγγραφέας έχει πολλές φορές αλλάξει από τότε, παραμένοντας στα βασικά και ουσιαστικά της η ίδια.
Το ιδιαίτερο ύφος της, το καυστικό χιούμορ, η εσωτερική και εξωτερική έννοια της Περιπλάνησης, η ταυτότητα, η διεισδυτική οξυδέρκεια και η αφηγηματική της δεινότητα, εξακολουθούν να υφίστανται, να εξελίσσονται και να ξεπερνούν τα... χωρικά ύδατα, αποδεικνύοντας ότι στα βασικά, τα ανθρώπινα πάθη και λάθη, πέρα από γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτιστικά σύνορα και εμπόδια, παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια.
Για το μυθιστόρημα, “'Οσες φορές αντέξεις”, θα πει η συγγραφέας: “Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι ένα επίκαιρο σύνθημα στην Ελλάδα του Μνημονίου, η πλοκή επίσης: η ηρωίδα, μια απολυμένη υπάλληλος της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, αλυσοδένεται με τους υπόλοιπους απολυμένους συναδέλφους της έξω από το Υπουργείο Προεδρίας. Κι αφήνει τους δρόμους και τις πορείες για τον έρωτα του Ιβο, ενός μυστηριώδους Τσέχου που μιλάει σπαστά Γερμανικά και μοιάζει με τον Φράντς Κάφκα. Τον ακολουθεί από την πλατεία Ομονοίας ως την Πράγα και το Μόναχο, κι από εκεί στη Γενεύη και στη Μαδέρα, το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Η παθιασμένη ερωτική τους ιστορία διαβάζεται και ως αλληγορία της νεοελληνικής προσδοκίας από την Ευρώπη, της συλλογικής μας, ερωτικής σχεδόν, εμμονής με την ευρωπαική ολοκλήρωση. Τώρα που το σκέφτομαι ο όρος “ολοκλήρωση” παραπέμπει ευθέως στην ερωτική πράξη και στη δεκαετία του '90 η “ενωμένη” Ευρώπη ήταν για τους Έλληνες το πιο ισχυρό αφροδισιακό- το απόλυτο όνειρο οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης. Το ζοφερό ειδύλλιο της ηρωίδας μου με τον Ιβο αποδείχτηκε προφητικό. Η Ευρώπη δεν είναι μικρή, όπως μας έμαθαν. Είναι αχανής, γεμάτη από ταυτότητες που συγκρούονται λυσσαλέα”.

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου πρωτομπήκε στη ζωή μας με ένα βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού “Ρεύματα” και η συλλογή που ακολούθησε το 1994 μας υπενθύμιζε εκείνο που όλοι ξεχνούσαμε πως 'Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη”, με την συγγραφική της συνέχεια να παραμένει το ίδιο δυνατή και ενθουσιώδης. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Γιάντες” το 1996 απέσπασε το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού “Διαβάζω”. Ακολουθούν τα μυθιστορήματα “Παλιόκαιρος” (2001), “Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη” (2003), “Θα ήθελα” (2005) για το οποίο της απονεμήθηκε το Βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και υπήρξε υποψήφιο για το βραβείο Best Book in Translation του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, η συμμετοχή της στο “Ερωτικό των τεσσάρων”, τα μυθιστορήματα “Πριγκίπισσα Σαύρα” (2007), “Πώς να κρυφτείς” (2010), η συμμετοχή της στα “Ελληνικά εγκλήματα” (2008 και 2011), τα παιδικά βιβλία “Η εγγονή του Αι- Βασίλη” (2007), “Η εγγονή του Αι- Βασίλη και τα μπισκότα της αγάπης” (2009) και “Η εγγονή του Αι- Βασίλη και η εξαφάνιση των ξωτικών” (2011), όλα από τις εκδόσεις “Καστανιώτη”. Η σειρά “Οικογενειακή Πινακοθήκη”, επίσης, φέρει την υπογραφή της, καθώς και “Το σπίτι που πετάει”.
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε εννιά γλώσσες δικαιώνοντας όσον αφορά το σύνολο του έργου της αυτά που έγραφε το 1997 για το “Γιάντες” η Σώτη Τριανταφύλλου: “το μυθιστόρημα μοιάζει γραμμένο από κάποιον που διασχίζει τον κόσμο, τις γλώσσες, τις κουλτούρες και τις εποχές”.
“Με απασχολούσαν ανέκαθεν τα ζητήματα ταυτότητας: ποιοι είμαστε και πώς μάς διαμορφώνουν οι προσδοκίες των άλλων γύρω μας, ατομικά και συλλογικά”- υποστηρίζει η Αμάντα Μιχαλοπούλου. -“Αυτό που με ενδιαφέρει μυθοπλαστικά είναι κατά πόσο ο τρόπος που μάς μεγαλώνουν επηρεάζει τον χαρακτήρα μας και αντικατοπτρίζεται στη συλλογική μας συνείδηση. Τι σημαίνει δηλαδή να είσαι Έλληνας σήμερα, ή Ευρωπαίος. Ζούμε σε μια εποχή που οι ταυτότητες αλλάζουν άρδην ξανά. Ό,τι ξέραμε και αναγνωρίζαμε ως δικό μας φαντάζει πια ξένο”.
Η λογοτεχνία, κατά τη γνώμη της “άσκηση στη δυνατότητα, στην πιθανότητα- και γι αυτό ένα είδος σωτηρίας. Διαβάζουμε για ήρωες που μάς μοιάζουν, ή που δεν μάς μοιάζουν καθόλου, γινόμαστε πιο διαλλακτικοί και καταλαβαίνουμε καλύτερα τον κόσμο. Σαν ηθοποιοί ζούμε στο πετσί του ενός ή του άλλου ήρωα, της μιας ή της άλλης ενδύναμης κατάστασης. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μάθημα δημοκρατίας”, υποστηρίζει.
Αλλά και με το πλέον πρόσφατό της μυθιστόρημα “Πώς να κρυφτείς”, αυτό ακριβώς η Αμάντα Μιχαλοπούλου μάς υπενθυμίζει: “Στο “Πώς να κρυφτείς”, ο Στέφανος, δάσκαλος στο Ελληνικό Σχολείο του Βερολίνου, αναμετριέται με το σκοτεινό μυστικό της παιδικής του ηλικίας. Την απαγωγή του από ένα ζευγάρι Γερμανών που είχαν χάσει το παιδί τους, τη γερμανική του ανατροφή και την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα χρόνια της εφηβείας. Με το μετεωρισμό του ανάμεσα σε δύο χώρες προσπάθησα να περιγράψω το αίσθημα κάθε ανθρώπου που αναζητά την αλήθεια, την ταυτότητα, την έννοια της πατρίδας μέσα του”.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Η Νεφέλη στο νησί του Παντός

Με τις κούκλες της και μέσα από τις ζωγραφιές της η Νεφέλη ταξιδεύει παντού. Από την Χώρα του Ποτέ ως το Νησί του Παντός. Εκεί, συναντά τους ήρωες των παραμυθιών, παίζει και ανακαλύπτει τον Αχιλλέα και τη δική της καλή νεράιδα, ανεβαίνει και κατεβαίνει βουνά, σχεδιάζει κι αλλάζει μαζί τους το μέλλον. Γιατί το Θαύμα της Τέχνης κάνει ως και αυτά τα γοβάκια της Σταχτοπούτας αληθινά.
Ένα παραμυθένιο ταξίδι στις ιστορίες, στο χρόνο και στα ζωγραφισμένα μας όνειρα, που επαληθεύονται πάντα. Αρκεί να τα πιστέψουμε εμείς!

Το παραμύθι της Νεφέλης ετοιμάστηκε, ο Αθανάσιος Τσίτσικας το εικονογράφησε μαγικά και κυκλοφόρησε με την εκδοτική αγάπη του κυρίου Θάνου Ψυχογιού,
Πένυ, Αγγέλα, Δομινίκη, Θανάση, Κλειούλα, Πόπη, Λιζάκι... σας ευχαριστώ από καρδιάς. Αλλά την Νεφέλη πάνω απ΄όλους και όλα...

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Κάθε μου τραύμα, ένας καινούργιος οφθαλμός

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

Αναγνωρίζοντας ότι “το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας”, “υλικό ονείρων”, “κόσμος” αφ' εαυτού του, ο άνθρωπος που έγινε ψυχίατρος από τον Ντοστογιέφσκι και ποιητής από την θάλασσα του Λυβικού που τον ανάθρεψε, δέχθηκε να ξανακάνει μαζί μας τα βασικά βήματα της ζωής του. Ανακαλώντας εικόνες, αρώματα, φράσεις, λησμονημένες εμπειρίες και επιθυμίες που τον έφεραν – μετά από Κρατικά Βραβεία και πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές- στα “Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου”.
Κατόπιν τούτου θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστρέφοντας κάπως τα δεδομένα επιδιώξαμε και τελικά βρέθηκε ένας ψυχίατρος- ποιητής στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Πρόθυμος να απαντήσει σε όλα. Να αναζητήσει τραύματα και οράματα, εφόσον “Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός”.
Το αποτέλεσμα, ο πιο αποκαλυπτικός, ποιητικός κι ανθρώπινος, μαγεμένος και μαγικός Μανόλης Πρατικάκης.

Τι είναι εκείνο κ. Πρατικάκη που κάνει τελικά ένα ψυχίατρο ποιητή;

Είναι δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα. Γιατί πρωτίστως πρέπει να υπάρχει η συναισθηματική θερμοκρασία, ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο και προσπαθούμε να τον ερμηνεύσουμε αξιακά. Εργαλειακά, με νοησιαρχία, ή στο κάθε τι να βλέπουμε πως υπάρχει μια αύρα ενός παράλληλου άλλου. Ένα παλιό ψήγμα ονείρου. Μια ουτοπική νότα που υπονομεύει τα «συντελεσμένα» που αρνείται το Είναι γιατί βλέπει τον κόσμο ως ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ο ποιητής θέλει να βγάλει το φυτίλι από μια πέτρα ή έναν σπινθήρα που είναι το κρυμμένο άστρο του.
Όταν υπάρχει αυτή η υποδομή η ψυχιατρική, καθώς φωτίζει σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, απωθημένους φόβους, ενοχές, λησμονημένες τραυματικές εμπειρίες, ξεχασμένες ματαιώσεις, ένα τέλος πάντων υλικό έντονα φορτισμένο και άγνωστο, που συχνά ανεβάζει ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, άγνωστης προέλευσης, αλλάζει η εικόνα που είχαμε για τον εαυτό μας, απαλλασσόμαστε από συγκαλήψεις και νοσηρές άμυνες και η εικόνα του εαυτού μας γίνεται πιο γνήσια και αυθεντική. Αυτό το ασυνείδητο υλικό που έρχεται στο φως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο ως ποιητική ύλη. Είναι ένας άγνωστος ορυκτός πλούτος, που, γνωρίζοντάς τον μας μεταμορφώνει και παράλληλα ζητά να μπει σε μια αισθητική τάξη. Να αποκτήσει ρυθμό να μας κάνει να δούμε την έκπληξη ή τον θρίαμβο που κρύβει το ευτελές ή το τετριμμένο. Η ψυχιατρική λοιπόν από μόνη της δεν μπορεί να κάνει κάποιον ποιητή. Αλλά να δώσει βάθος αποκαλυπτικό και ευρύτητα στην εποπτεία του ορόντος νου.

Γεννηθήκατε στο Μύρτος, χωριό του Λιβυκού πελάγους, ποιόν μήνα; Η πρώτη εικόνα της ζωής.

Το πατρικό μου σπίτι ήταν χτισμένο πάνω στη θάλασσα του Λιβυκού. Η θάλασσα μπαινόβγαινε στο παιδικό μας δωμάτιο και τη μικρή αυλή. Γι’ αυτό αν θυμάστε η Παραλοϊσμένη αρχίζει: «Στο σπίτι πέφτανε τα κύματα. Στο σπίτι μπαίνανε τα φύκια κάτω απ’ το κρεβάτι. Κι ως τον ύπνο. κι ως τα όνειρα μια θάλασσα.» Κάθε πρωΐ η Μητέρα μου έβγαζε τους σωρούς την άμμο και τα φύκια με μια σκούπα από βούρλα του ποταμού. Γεννήθηκα 6 Σεπτεμβρίου. Η πρώτη εικόνα: Ανοίγοντας την πόρτα και παράθυρο να βλέπω τη θάλασσα ν’ αστράφτει σαν αιωνιότητα. Να λαμπυρίζει από χιλιάδες «καθρεφτάκια» κι εκεί να λικνίζονται ψαρόβαρκες και σφουγγαράδικα από την Κάλυμνο με υπέροχα λεπτά σκαριά σαν τριήρεις.

16 ποιητικές συλλογές. Η πρώτη; Πως είναι όταν έρχεται το ποίημα. Το πρώτο

Η πρώτη, πρέπει να σας αποκαλύψω, αν δεν το ξέρετε, είναι σαν πρόωρο παιδί. Ένα πρωτόλειο που παρασιωπώ. Λέγεται «θαλασσινές φωνές». Είναι τα πρώτα άγουρα ποιητικά σκιρτήματα ενός νέου που δεν έχει διαβάσει απολύτως τίποτα. Το πρώτο ποίημα που γράφτηκε λέγεται «το νησί της αβύσσου» Όταν έρχεται το ποίημα πηγαία είναι σαν μια διανοητική αύρα. Σαν αόριστη μουσική που αποκτά υπόσταση, την παρτιτούρα. Σαν πέτρες που ξαφνικά μπαίνουν σε τάξη και χτίζεται ο τοίχος του κειμένου.


Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να πείτε, “εγώ θ’ ακολουθήσω την ψυχιατρική”;

Το ανειρήνευτο πνεύμα μου, από κάποια περίοδο και μετά. Ίσως τα αντιφατικά παιδικά μου βιώματα: παραδείσιος χώρος του Λιβυκού από τη μια και ένας καμένος ερειπωμένος μετακατοχικός κόσμος από την άλλη. Το θαύμα και ο θάνατος. Ίσως μια θεία μου, που «παραληρούσε» από εγκεφαλικό τύφο, και μες στο παραλήρημά της έλεγε φωτεινές ανομολόγητες κουβέντες, χωρίς λογοκρισία, όταν ήμουν 3-4 ετών και έβλεπα με δέος «τις σκηνές» από το παράθυρο, μαζί με πολύ κόσμο. Αλλά περισσότερο η ανάγκη μου να κατέβω κάτω από το φαίνεσθαι. Στους ασυνείδητους μηχανισμούς που μας προσδιορίζουν, και φωτίζουν τις αυταπάτες μας και εξιδανικεύουν ανοήτως την εικόνα μας. Επίσης τα έργα του Ντοστογιέφσκι άσκησαν μια τεράστια γοητεία πάνω μου. Θεωρώ ότι είναι ο πρώτος μεγάλος ψυχαναλυτής.

«Η Συμφωνία της Ίασης», η ποίηση κ. Πρατικάκη, είναι Ιαματική;

Ασφαλώς θα αναφέρεστε στο σημερινό έργο που δημιούργησε ο μεγάλος μας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, πάνω στην ποίησή μου (εναρμονίζοντας Ήχο και Λόγο με εμπνευσμένο μεγαλόπνοο τρόπο) που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής. Ναι, κατά κάποιον τρόπο πιστεύω πως είναι για το μυημένο κοινό. Θα σας αναφέρω μια μικρή εμπειρία. Πριν χρόνια έλαβα ένα βάζο με πέτρες από τη Σάμο, και μια λεία επίπεδη πέτρα, που έγραφε πάνω ένα στίχο μου, με σινική μελάνι, που έλεγε: «Κάθε μου τραύμα ένας καινούργιος οφθαλμός».
Όλα αυτά από μια άγνωστη καθηγήτρια, που κάτω από το βάρος τραυματικών οικογενειακών εμπειριών είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει όπως μου έγραψε σε μακροσκελές γράμμα. Και όταν διάβασε τον παραπάνω στίχο άλλαξε γνώμη. Ήθελε από κάπου να πιαστεί. Και βρήκε αυτήν την αισιόδοξη σανίδα. Σήμερα διδάσκει και είναι ευτυχισμένη.
Γενικά η ποίηση, ακόμα και η απαισιόδοξη, όπως και η μουσική, κρούει χορδές και πιστεύω ξυπνάει αρμονία. κάποια χαμένη παιδική αθωότητα. Στερείται ιδιοτέλειας. Είναι γλωσσικά ανυπάκουη. Περνά πράγματα καθημερινά, πληκτικά, σε μια αισθητική τάξη. Ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί ν’ αποκτήσει οικουμενικότητα. Ή χτίζει μια ουτοπική ήπειρο, όπως τα όνειρα, που δεν είναι άσχετα από την πραγματική μας ζωή.

Ο ποιητής, δηλ. ψυχικά σώζεται απριόρι; Γιατί γνωρίζουμε ποιητές που έχουν καταστραφεί; Γιατί υπάρχει αυτοκαταστροφικότητα;

Σε καμιά περίπτωση δεν σώζεται ψυχικά και μάλιστα a priori. Αντιθέτως πιστεύω ότι είναι πιο ευάλωτος από τον κοινό μέσο άνθρωπο, και περισσότερο από τον πρακτικό άνθρωπο τον αφομοιωμένο απόλυτα στο σύστημα, το οποίο υπηρετεί ενσυνείδητα και αποτελεί χωρίς να το ξέρει γρανάζι του. Είναι σαν να έχει πάρει μια χρόνια δόση αναισθητικού, σαν άμυνα από τα τόσα γύρω του δεινά. Αντίθετα ο ποιητής συμμετέχει, έστω και μόνο συναισθηματικά, στα δρώμενα, στα κοινωνικά και υπαρξιακά αδιέξοδα, στη βαρβαρότητα, τον κυνισμό, την μοναξιά, την απώλειά της επαφής και την αποξένωση. Επίσης διαθέτει πιο αυστηρό Υπερεγώ (συνειδησιακό έλεγχο δηλ.), που σημαίνει τύψεις, ενοχές, αυτομομφές. Έχει μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία για την μηδαμινότητά του, την αδυναμία του. Στέκεται, μπροστά στην ύπαρξη και το εφήμερο, με τρόμο, με δέος, γιατί εκτός των άλλων έχει πολλά ναρκισσιστικά στοιχεία. Είναι πιο τρωτός. Και συχνά είναι πιο έντονη εκείνη η παράδοξη απέχθεια που έχουμε για τον εαυτό μας.

Ένας ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος; Υπάρχουν για σας γρίφοι ζωής, όσον αφορά τη δική σας

Εδώ τα πράγματα μπλέκονται λίγο, κυρία Γκίκα γιατί τυχαίνει να είμαι και ποιητής και ψυχίατρος. Και όλα όσα είπα για τους ποιητές ισχύουν στο ακέραιο και για τη δική μου περίπτωση. Ούτε ο ψυχίατρος είναι από χέρι σωσμένος, όταν μάλιστα τυχαίνει να συγκατοικεί με τον ποιητή. Αυτή η συνύπαρξη δημιουργεί μεγάλη φόρτιση, σπινθήρες, καυτή λάβα που χρειάζεται σωστή διαχείριση και οργάνωση. Εδώ θάλεγα πως η ψυχιατρική συχνά δρα ψυχοθεραπευτικά, στον μεγάλο ασθενή, που είναι ο ποιητής, όπως έχει λεχτεί. Γιατί ερμηνεύει, διαλύει, φωτίζει, αποκαλύπτει π.χ. ότι ένα λεπτό ηθικό μαρτύριο, οφείλεται συχνά σε έναν φανταστικό φόβο. Κάνει πιο οικείο τον φόβο, ελέγχει καλλίτερα τις παρορμήσεις, την άκρατη επιθετικότητα. Ξέρει πως από τις εκατό φορές που θυμώνουμε με κάποιον στην πραγματικότητα θυμώνουμε με τον εαυτό μας. Πως τα συμπλέγματα, τις μικρότητές μας, τις ματαιώσεις και τις αποτυχίες μας τα βιώνουν όλοι οι άνθρωποι. Ξέρει πως όλοι είναι τρωτοί και αδύναμοι, ανεξάρτητα τι παριστάνουν. Ο χρόνος, η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου είναι οικουμενικά και πανανθρώπινα. Ίσως ένας έμπειρος ψυχίατρος ξέρει να διαχειρίζεται με μικρότερο κόστος τις αναποδιές και τραυματικές εμπειρίες της ζωής. Αλλά για τα μεγάλα μεταφυσικά ή οντολογικά ζητήματα, θα σας απαντήσω με δύο στίχους του σπουδαίου φίλου ποιητή Ν. Καρούζου: «Τι να σου κάνουν τα βατραχοπέδιλα της επιστήμης όταν ανοίγεσαι στο πέλαγος της μεγάλης Αγωνίας»

Ποια από τις πέντε αισθήσεις θεωρείτε ότι είναι πιο αποκαλυπτική για την ανθρώπινη ψυχή. Πιο κοντά στην ποίηση;

Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η αφαίρεση έστω και μίας θα έμοιαζε σαν ακρωτηριασμός. Θα δημιουργούσε ένα ρήγμα στην επαφή μας με τον κόσμο. Αλλά πιστεύω ότι η όραση είναι η πιο αποκαλυπτική. Χωρίς αυτήν θα μας περιέβαλε το απόλυτο σκοτάδι. Θα μυρίζαμε θ’ ακούγαμε, θα θωπεύαμε, θα οσφριζόμασταν στα σκοτεινά. Και ο οπτικός μας φλοιός θα ήταν κενός από εικόνες. Δεν θα γνωρίζαμε τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα. Δεν θα υπήρχε η θεμελειώδης γνώση του «Ορόντος νου» Ο Ηράκλειτος έλεγε «Αψεδέστεροι μάρτυρες ώτων, οφθαλμοί»

Η έκτη αίσθηση; Υπάρχει για την ποίηση; Για την ψυχιατρική

Θα έλεγα πως είναι μια ακόμα ανεξερεύνητη, ήπειρος. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα απέραντο πολύπλοκο σύμπαν που έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Γίνονται σημαντικές έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων έχει πολύ ανεπτυγμένη την έκτη αίσθηση. Θυμάμαι μια καθ’ όλα σοβαρή και αξιόπιστη κυρία που «είδε» ότι καίγεται παραλιακή καφετέρια, κοντά στο εξοχικό τους. Τηλεφώνησε και όντως καιγόταν, και μια άλλη φορά είδε γνωστό της ηλικιωμένο γλύπτη να γέρνει και να πέφτει καταγής. Πήρε αμέσως ταξί και όντως ήταν νεκρός.
Για την ποίηση δεν ξέρω αν υπάρχει έκτη αίσθηση θα σας διηγηθώ όμως παρακάτω ένα περιστατικό και θα βγάλετε εσείς κ. Γκίκα τα συμπεράσματά σας. Όσο για την ψυχιατρική νομίζω ότι η μεγάλη εμπειρία, η ένταση της προσοχής στις λεπτομέρειες και η περιρρέουσα κατάσταση στην όλη εικόνα του ασθενούς, είναι εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν στο γιατρό να βλέπει παραπέρα. Ν’ ακούσει «τον ήχο των πλησιαζόντων γεγονότων (συμπτωμάτων) Είχα έναν τέτοιο δάσκαλο στην Παν/μιακή κλινική του Αιγινητείου.

Και μια και μιλάμε για αισθήσεις. Εικόνα που έχει για πάντα μέσα σας χαραχτεί, ο ήχος, η αφή.

Η ξαφνική εικόνα ενός τεράστιου δελφινιού που είχε ξεβράσει η θάλασσα μακριά από το χωριό, σε ηλικία τριών ετών. Τα μεγάλα τροπικά αποδημητικά πουλιά που έρχονταν κι έφευγαν με τις εποχές σε ένα παιδικό πτυσσόμενο σύμπαν. (Ακόμη φτερουγίζουν μέσα μου) Η αστραφτερή θάλασσα, ο ήλιος γεμάτος σταγόνες ν’ ανατέλλει μέσα από το πέλαγος. Τα φύκια και το αλάτι στο παιδικό δωμάτιο. Η φωνή του πατέρα μου που ανήγγειλε τηλεφωνικά από την Κρήτη, ότι φέρνουν τη Μητέρα μου στην Αθήνα βαριά άρρωστη.
Το άρωμα και ο ήχος: Οι ευωδιές του επιταφίου στον Άγιο Αντώνιο, όταν είμαστε παιδιά (από λεμονανθούς, ρόδα, δυόσμο, μαντζουράνα)
Και ο ήχος: Τα εγκώμια της Θεοτόκου από παιδική χορωδία. Το μητρικό χάδι και το πλατσούρισμα στο κυμοθάλασσο.

Υπάρχουν στίχοι που αποδεικνύονται προφητικοί;

Οι μεγάλοι διαχρονικοί, οικουμενικοί ποιητές έχουν γράψει τέτοιους στίχους, αφού αντέχουν στο χρόνο, εξακολουθούν να μας συγκινούν και τα έργα τους εξακολουθούν να διαβάζονται και να παίζονται μέσα στη σύγχρονη συνθήκη, ανέγγιχτα από τη φθορά. Προσωπικά δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη προφητικοί. Ο Δημόκριτος και ο Ηράκλειτος έγραψαν στίχους που επαλήθευσε η σύγχρονη Φυσική.

Ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται;

Οι μεγάλοι αυθεντικοί ποιητές νομίζω γεννιούνται. Όπως οι μεγάλοι εφευρέτες οι μεγάλοι συνθέτες, ζωγράφοι. Πρέπει μα συνδυάζεις πολλά προσόντα: όραμα, γλωσσικό πλούτο, ευφυΐα, ευαισθησία, ακουστική φαντασία, εκφραστική τόλμη, καινοτόμες συλλήψεις και πηγαία έμπνευση. Μπορεί κανείς να γίνει ποιητής αν συνδυάζει μερικά από τα παραπάνω προσόντα, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει Σολωμός ή Πάουντ. Φυσικά και οι μεγάλοι ποιητές χρειάζονται να διαθέτουν εργατικότητα και άοκνο Πάθος. Αλλά οι ιδιότητες αυτές ενυπάρχουν σ’ αυτούς τους προικισμένους δημιουργούς. Η ίδια η ποιητική ύλη τους σπρώχνει, τους βασανίζει τους παροτρύνει να σκάβουν, ακόμα και στον ύπνο τους. Το αγώϊ κινεί τον αγωγιάτη. Τελευταία η ψυχολογία διατείνεται ότι η θέληση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ευφυΐας. Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ατέλειωτα και με μεγάλο πάθος. Μπορεί να γίνουν μέτριοι ποιητές ποτέ μεγάλοι.

Ποιητής συνεπάγεται αναγκαστικά και ποιητική ζωή;

Όχι απαραίτητα. Γνωρίζω ποιητές που ζουν μια πεζή, τετριμμένη καθημερινή ζωή που δεν τους ξεχωρίζεις από τους άλλους αν δεν ξέρεις πως είναι ποιητές. Εσωτερικά όμως η ποιητική ουσία τους προσδιορίζει. Βασανίζονται για μία λέξη, μια μεταφορά για ένα σύμβολο, τη στιγμή π.χ. που ψωνίζουν από το Super Market ή βάφουν ένα παράθυρο. Υπάρχουν αρκετοί στους οποίους υπάρχει ταύτιση έργου και ζωής. Είναι ποιητές κάθε στιγμή. (Λειβαδίτης, Καρούζος, Σικελιανός, Σαραντάρης, Καζαντζάκης, και τόσοι άλλοι).
Παλιότερα οι ποιητές ξεχώριζαν περισσότερο. Στο ντύσιμο, στους τρόπους στην ομιλία, στα μακριά αχτένιστα μαλλιά. Ο παλιός εκείνος κομφορμισμός τείνει να εκλείψει.

«Το νερό» πανταχού παρόν στην ποίησή σας. Λόγω καταγωγής;

Πιστεύω πως ναι. Το σπίτι μας χτισμένο όπως σας είπα πάνω στο Λιβυκό. Ο ήχος των κυμάτων ήταν οι πρώτοι ρυθμοί. Τα πρώτα μουσικά σύνολα, κάθε ώρα και διαφορετικά. Αυτό το φλοίσβο, σαν απαλό τσέλο έως τα πνευστά με το σιρόκο πάνω στα καμπύλα κύματα και τα κρουστά με τα μεγάλα χαλίκια χτυπώντας το ένα στο άλλο, κατεβαίνοντας στην άμπωτη, και ως την φουρτούνα που με γέμιζε φόβο δέος. Ή Δίπλα η λίμνη ένα απάνεμο κοινόβιο αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης. Μια παραδείσια παιδική χαρά και πιο κει το ποτάμι που πάντα ρει πάντα χωρεί και ουδέν μένει. Αλλά πέρα από αυτά το νερό είναι οντολογικό στοιχείο. Πρωταρχική πηγή ζωής. Σύμβολο αδιάκοπης μεταμόρφωσης. Όλοι από εκεί ερχόμαστε.

Υπάρχουν εμμονές στη γραφή σας;

Πιστεύω πως ναι. Ορισμένα σύμβολα έρχονται κι επανέρχονται: Η μήτρα, η γέννα, η παιδική αμεριμνησία και ο τρόπος που αυτά τα τρυφερά πλάσματα μπαίνουν και χάνονται «μέσα σε σκοτεινούς και κουρασμένους άντρες». Ακόμα η εμμονή μου να κάνω ποίηση με τα φυσικά όντα, με την πρώτη πατημασιά, με κάθε τι αρχέγονο και ανεξερεύνητο. Προσεγγίζω τη γλώσσα ως πνευματικό οικοσύστημα και όχι ως απλό όχημα νοημάτων. Επιμένω να συνδυάζω το λυρισμό με τη στοχαστικότητα. Τους προσωκρατικούς με την ανατολική φιλοσοφία. την ψυχιατρική με το όνειρο και τη διασαλευμένη συμπεριφορά των «ασθενών» σε αντίστιξη με τη ζοφερή και απέραντη υποκρισία των λογικών ανθρώπων, των τόσο αφομοιωμένων στη σύγχρονη θεσμοθετημένη συνθήκη, που σχεδόν «απουσιάζουν δια της παρουσίας τους»

Υπάρχει κάτι που να φοβάται ένας ψυχίατρος;

Δεν υπάρχει κάποια πανοπλία που είναι προνόμιο των ψυχιάτρων. Μπορεί τις απλές καθημερινές νευρώσεις και αντιξοότητες να τις αντιμετωπίζει με μικρότερο κόστος και να τις ελέγχει καλύτερα, ξέροντας π.χ. ότι μια φοβία είναι φανταστική γιατί συχνά γνωρίζει το συμβολισμό που κρύβεται πίσω της. Αλλά στα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, έρωτας, θάνατος, χωρισμός, γηρατειά, αποξένωση, αλλοτρίωση, εικονική πραγματικότητα, κυνισμός, βία, κ.τ.λ. παραμένει το ίδιο ευάλωτος. Εδώ υπάρχει οικουμενική κοινοκτημοσύνη στον φόβο.

Πέντε σταθμοί ζωής;

1.Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας μου
2.Η δικτατορία των συνταγματαρχών
3.Η γέννηση του πρώτου μου παιδιού
4.Η εκπροσώπηση βιβλίου μου για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και το Κρατικό βραβείο ποίησης
5.Η δημιουργία Συμφωνητικού έργου από τον μεγάλο Συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, πάνω σε τρία μου βιβλία, που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με μεγάλη επιτυχία.


Μπορεί ένα βιβλίο να μας αλλάξει τη ζωή; Υπήρξε για σας τέτοιο βιβλίο; Συγγραφέας;

Μέχρι τα πρώτα φοιτητικά χρόνια, μέσα στο νωχελικό και ηδονικό τοπίο του Λιβυκού, δεν είχα διαβάσει σχεδόν κανένα βιβλίο. Και ξαφνικά πέφτει στα χέρια μου η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη. Ένοιωσα εκμηδενισμένος, κενός, κούφιος, ένα άθυρμα. Με συγκλόνισε τόσο που έκανα μέρες να κοιμηθώ. Αυτή ήταν η αρχή της περιπλάνησης. Αργότερα σε μεγαλύτερο εύρος και βάθος, παρ’ ότι ήμουν υποψιασμένος, με αναστάτωσε ο Ντοστογιέφσκι, και ειδικά το Έγκλημα και Τιμωρία, οι Δαιμονισμένοι και Αδερφοί Καραμαζώφ. Αυτός ο «ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής» με άφησε άφωνο, δηλ. με άλλαξε. Επίσης με επηρέασε να γίνω ψυχίατρος.

Ψυχιατρικό περιστατικό;

Μια παρατεταμένη ψυχική τύφλωση μηνών μετά από τραυματικό γεγονός (το περιστατικό αυτό έγινε αφήγημα και περιέχεται στα Αφηγήματα ενός Ψυχιάτρου).Ένα ψυχικό ραιβόκρανο. Μερικά «Αποκαλυπτικά» παραληρήματα με κοσμογονικό περιεχόμενο. Το καταθλιπτικό και το κατατονικό Stupor, με την κηρώδη ευκαμψία και «το κατατονικό προσκεφάλαιο».

Τα Αφηγήματα ή τα ποιήματα θεωρείτε ότι είναι πιο κοντά στην ψυχιατρική;

Τα αφηγήματα προσφέρονται περισσότερο γιατί χρειάζεται ανάλυση, πλοκή, εκτενέστερος αφηγηματικός λόγος, μεγαλύτερη ευκρίνεια για την πρόσληψη, πιο απλή γραφή χωρίς μεγάλες αφαιρέσεις και ελλειπτικότητες. Στην ποίηση συνήθως προσλαμβάνονται οι γενικές αρχές της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Στην πρόζα συνήθως οι συγκεκριμένες με χαλαρότερο αφηγηματικό ιστό.

Κάθε περιστατικό είναι για σας και μία συνάντηση;

Όχι. Εξαρτάται από το περιστατικό. Αν πρόκειται δηλ. για μια απλή κρίση άγχους, μια κλειστοφοβία, μια ελαφριά κατάθλιψη, ή μια αϋπνία. Αυτά είναι περιστατικά ρουτίνας, καθημερινά. Είναι η μεγάλη πλειοψηφία των περιστατικών. Είναι οι προβλεπόμενες καθημερινές συναντήσεις, χωρίς ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο. Αλλά μια ακραία κρίση πανικού με αίσθημα ασφυξίας και θανάτου, μια βαριά κατάθλιψη, μια παρανοϊκή σχιζοφρένεια με διέγερση ένα βαρύ στερητικό σύνδρομο ηρωϊνομανούς, ένα Delirium “tremens” ένα κακόηθες νευρολειωτικό σύνδρομο, ή μια εμβροντησία, είναι πραγματικές συναντήσεις που παρά τις εμπειρίες, μας γεμίζουν δέος, εγρήγορση. Είναι άτομα που βρίσκονται σε ακραία διασάλευση. Πρέπει να τα συγκρατήσουμε από το γκρεμό. Γιατί πέραν των άλλων ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι μεγάλος. κινητοποιείται όλος ο μηχανισμός της ομάδας, σωστή θεραπεία και αντιμετώπιση, περιφρούρηση και επαγρύπνηση. Οι περισσότεροι ψυχίατροι είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι.

Και τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» Τι είναι τελικά; Μια σειρά από τέτοιες συναντήσεις;

Τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου» είναι συνέχεια της ποίησής μου. Εξ’ άλλου προηγήθηκαν «Η Παραλοϊσμένη» (1980) και η «Γενεαλογία» (1984) που είναι συνθετικά κείμενα πρόζας και γράφτηκαν σε έναν ευρύ χρονικό ορίζοντα. Γι’ αυτό και τα εκφραστικά μέσα και το όλο ύφος δεν είναι ενιαία, όπως ήταν φυσικό, αλλά παρουσιάζουν τεράστιες γλωσσικές και υφολογικές διαφορές. Όλα όμως έχουν ένα ενιαίο άξονα: Είναι μια σειρά από τέτοιες «συναντήσεις» όπως λέτε. Είναι βιωμένες εμπειρίες που μεταπλάστηκαν σε αφηγήματα (καμία φορά θεραπεύεις ένα κείμενο όπως θεραπεύεις ένα άνθρωπο). Είναι πρόσωπα ποικίλλων ψυχικών εκτροπών που με τη στάση τους καταγράφουν μια αίρεση βίου, μια ανατροπή των κανόνων, που τα κάνει ελπίζω, ενδιαφέροντα. Μετά από τα συχνά φωτεινά τους παραληρήματα λάμπει ο υπαρξιακός τους πυρήνας, αυθεντικός και ανεπιτήδευτος, αβυσσαλέος ή τρυφερός, σπαρακτικός συχνά και ανθρώπινος μέσα στα πολύπλοκα διανοητικά και άλλα αδιέξοδα που δημιουργούν μια Σχάση. Έναν ανεξέλεγκτο τρόμο. Μπορεί να μοιάζουν παράλογα και εξωπραγματικά. Αλλά συμβαίνουν σε ανθρώπους σαν κι εμάς και ότι έχει συμβεί σ’ εκείνους μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σε εμάς, μια που όλοι είμαστε εν δυνάμει ασθενείς. Όπως στο περίφημο διήγημα του Τσέχωφ «θάλαμος 6», όπου ο αδιάφορος και υπεροπτικός θεράπων δεν φαντάζεται πως υπάρχουν θεμελιώδεις ανατροπές. Καθώς γίνεται αιφνίδια ο ίδιος δεσμώτης – θεραπευόμενος, για να αποκτήσει για πρώτη φορά συνείδηση της μοίρας των ασθενών του και τους κατανοήσει, κάτι που μέχρι τότε φάνταζε αδιανόητο, και γι’ αυτό τους φερόταν με τέτοια αδιαφορία.

Βλέπουμε λοιπόν κ. Πρατικάκη πως υπάρχουν κοινοί δεσμοί και κοινές ευαισθησίες ποίησης και ψυχιατρικής προς όφελος της δημιουργικής γραφής.

Πράγματι υπάρχει συνάφεια δεσμών. Είναι λειτουργίες παράλληλες. Και οι δυο δουλεύουν κυρίως με τα ασυνείδητα περιεχόμενα και τους άγνωστους μηχανισμούς. Παίζουν γλωσσικά ή διανοητικά με την παραδοξότητα. Τα υλικά αυτά μοιάζουν ξεκομμένα από την ανθρώπινη λογική, παρ’ ότι αυτά κυρίως μας προσδιορίζουν. Γιατί ο ανθρώπινος νους είναι υποχείριο του θεσμοθετημένου λόγου και του κυρίαρχου τρόπου σκέψης.. Έχουν στόχο έναν επαναπροσδιορισμό, μια ανανέωση, μια ανατροπή με νέους συνδυασμούς, από μια θεμελιώδη και παγιωμένη καθήλωση. Υπάρχει μια ολόκληρη εποποιΐα προβολών, απωθήσεων, μετουσιώσεων, εξιδανικεύσεων που συσκοτίζει την διάνοια και την όλη μας ύπαρξη. Και η ποίηση και η ψυχιατρική δουλεύουν, εν πολλοίς με τα όνειρα, τους απρόβλεπτους συνειρμούς, τις παραδρομές της γλώσσας, τα λάψους κ.τ.λ. που συχνά εκπέμπουν μια κρυμμένη αλήθεια ή έναν καινοφανή ποιητικό σπινθήρα (σύμφωνα με το «γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει»

Και με ποιο εργαλείο δουλεύουν. Που τέμνονται και που διαφέρουν.

Εργαλείο πρωταρχικό και για τις δυο είναι η γλώσσα που ανεβάζει στο φως της συνείδησης μπερδεμένα συναισθήματα. Και οι δύο λειτουργίες είναι ιαματικές. Η ποίηση βάζει μουσική στον τρόμο. Είναι «εγχειρίδιο ευθανασίας» τρόπος έκφρασης ότι βαθύτερο μας παιδεύει και μας συνιστά. Το ίδιο και η ψυχιατρική. Προσπαθεί να μας απαλλάξει από φοβίες και φανταστικές απειλές, το να αναλύσει με τους πιο πάνω μηχανισμούς άμυνας και μέσω αυτών να βρει τους κρυμμένους συμβολισμούς, απ’ όπου εκπορεύεται το παραλήρημα ή ο τρόμος. Κάπου γράφω: «Γιατί τα συμπτώματα είναι τα φυσιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων».

Ακούγεται παράξενο κ. Πρατικάκη, πως το εννοείτε;

Το σύμπτωμα είναι μια μεταγλώσσα του σώματος ή της ψυχής. Είναι ένα φυσικό ανθρώπινο ράγισμα, προς τη συνωμοσία της άκαμπτης και αδιάλλακτης «πανοπλίας του «Εγώ». Το σύμπτωμα είναι η κατακραυγή της απονενοημένης μας μέριμνας για εξιδανίκευση. Είναι η «αλήθεια» που διαφεύγει από τους ελεγκτικούς μας μηχανισμούς (εσωτερικούς και εξωτερικούς). Είναι η αποκάλυψη της πλαστογραφίας, του ψεύδους και της υποκρισίας του καθενός μας, για να χτίσουμε το θλιβερό μας πορτρέτο. Αυτά τα μικρά ραγίσματα φωτίζει η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση. Και από το φορτίο τους αυτό εμπνέεται η ποίηση. Το ποίημα είναι, κατά βάθος, το αυθεντικότερο, το δραστικότερο πρόσωπό μας. Είναι υλικό ονείρων. Εκεί που διαφέρουν οι δύο λειτουργίες είναι ότι η ψυχανάλυση αναλύει, ερμηνεύει, απομαγεύει. Τείνει στην επίγνωση, στην εναισθησία, για να βρει ο ασθενής τη συνοχή του, το βηματισμό του. Δεν την αφορά η αισθητική. Ενώ η ποίηση παραμένει μαγική, αρχέγονη, με πολυσημίες και ελειπτικότητες. Είναι αλλιώς ανατρεπτική. Απευθύνεται σε ολόκληρη την ύπαρξη, στην οντική της διάσταση και προβληματική και όχι μόνο στη γνώση. Προσπαθεί να αποσπάσει ένα μικρό κλαδάκι από το ανέκφραστο. Δεν είναι ενεργούμενο κανενός συστήματος. Δεν προσπαθεί να περιγράψει ή να αναλύσει τον κόσμο. Αποτελεί κόσμο. Ένα δικό της αισθητικό σύμπαν. Ο ποιητής συχνά από την πέτρα που του εμπιστεύθηκαν προσπαθεί να βγάλει το άστρο της. Από την κάθε δίψα το ποτάμι της. Από μια ανθρώπινη κραυγή τη νύχτα, την οικουμενική μοίρα του Ανθρώπου. Κάθε κραυγή κρύβει τη χαράδρα της..

Δημοσιεύθηκε στο Index

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω

Στο εργαστήρι του συγγραφέα: ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ

Έγινε συγγραφέας “από ένα στοίχημα” και από “το σύνδρομο διασκεδαστή” που τον κατείχε. Επειδή είχαν πάντα μεταμεσονύκτιους επισκέπτες και επιθυμούσε να γράψει κάτι μεγάλο, για να τους κρατά ξύπνιους, σαν την Χαλιμά.
Ε κάπως έτσι ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα για παιδιά, θέατρο και ταξιδιωτικά.
Το εργαστήρι- διαμέρισμά του στο Κέντρο της Αθήνας, διαθέτει ό,τι αγαπά. Το ιστορικό κέντρο που λάτρεψε όταν ήρθε από την Αλεξανδρούπολη με τη μία, βιβλία, μολύβια, μελάνια, φωτογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Τις ιστορίες του βασικά που αιωρούνται κάπου εκεί γύρω, παντού: “Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό”, αποκαλύπτει και μας αφήνει άναυδους όσους γνωρίζουμε εκείνο το-κοκαλάκι-της-νυχτερίδας, που διαθέτει στην επικοινωνία. Την ικανότητά του, κυριολεκτικά, να μαγεύει ως αφηγητής το κοινό.
“Στο μυθιστόρημα – επιμένει- οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση”.
Τα παιδικά του χρόνια, διάσπαρτα, σε όλα του τα βιβλία, αλλά και στο “Μενού των φαντασμάτων” που είναι και το κατ' εξοχήν αυτοβιογραφικό. Και μια σπαρακτική μνήμη συναισθημάτων, με το γνωστό του ξανθούλειο φλέγμα κι εκείνη την υπέροχη ειρωνεία:
“Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές...”
Κι όσο για εκείνο το “αυτοβιογραφικό”, “Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον ”Θείο Τάκη”.
Γράφει εύκολα, το ύφος του, εκείνο το γνωστό και ιδιαίτερο, περίτεχνο εν τέλει κι ας μοιάζει προφορικό. Αυτοσαρκασμός, ευστροφία και χιούμορ σχεδόν μαύρο κάποιες φορές, της ζωής οι αδιάκοπες φάρσες και ανατροπές, ειδικά στο τελευταίο του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Τόπος”, “Δεσποινίς Πελαγία”:
“Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη, διευκρινίζει. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…”
“Συλλέκτης ενοχών” όπως αναγνωρίζει, “Γράφω – εξομολογείται- για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ
“Τα “καλά” βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού, εκτός από τα κλασσικά εικονογραφημένα. Μου άρεσαν οι Αδελφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ' τον Άντερσεν με συγκινούσε η “βασίλισσα του χιονιού”, που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου “υποδοχής” του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ' τον Ιούλιο Βερν διασκεδάζω με το “Καίσαρ Κασκαμπέλ”. Πάνω απ' όλα ταυτιζόμουν με τους “Άθλιους” του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα “αστραπιαίο” βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. “Η Γιλού”. Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε!... Σκέψου!”


ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΜΜΟΝΕΣ
Αναγνωρίζει πως γράφουμε για τις εμμονές μας. Η βαριά σκιά είναι εκείνη που δημιουργεί έργο και καθορίζει την γραφή:
“Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη”, αποκαλύπτει. “Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση”. Γι' αυτό κι εκείνη η φράση “μνήμη μίλησε” που χρησιμοποίησε κατά κόρον: “Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ. Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι”.


Λεζάντες:
1)Μολύβια, κοντύλια, μεγάλη αδυναμία.
2)Ανάπαυλα. Εδώ μέσα, εξάλλου, ο Γιάννης Ξανθούλης περνά ώρες πολλές.
3)Τα χειρόγραφα που λατρεύει.
4)Και οι φωτό, επίσης.
5)Το γραφείο και... πανοραμικά.

Μότο:
“Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων”.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Επειδή “Ξεχνούν πολύ πιο εύκολα σήμερα οι άνθρωποι” και επειδή τον θυμάμαι να ταίζει τα περιστέρια...


Νίκος Θέμελης: “Η ήττα απογυμνώνει από εξωτερικά, κυρίως, στοιχεία δύναμης. Κι αν είναι και εσωτερικά, σίγουρα γονατίζει”

Γενναίος και γενναιόδωρος, δημιουργικός και σεμνός μέχρι το τέλος, ο Νίκος Θέμελης “έφυγε” το απόγευμα του Σαββάτου μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Ο συγγραφέας που έκανε την Ιστορία, λογοτεχνία, την αναζήτηση της ταυτότητας “κεντρικό υπαρξιακό θέμα”, ο αθόρυβος και ουσιαστικός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη όταν ήταν πρωθυπουργός, άφησε πίσω του επτά μυθιστορήματα και μια άλλη πολιτική και μυθιστορηματική νοοτροπία. Με επίκεντρο τη Μνήμη και την αέναη συνέχεια του Ελληνισμού σε κάθε του μυθιστόρημα, κάθε φορά.
Γεννημένος το 1947 στην Αθήνα, σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία σε θέματα Ευρωπαικών Κοινοτήτων.
Από το 1981 υπήρξε στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, σε όλη τη μετέπειτα πολιτική του πορεία - στα υπουργεία Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Παιδείας, Βιομηχανίας και τέλος στο Μέγαρο Μαξίμου κατά τη θητεία του ως πρωθυπουργού (1996-2004).
Εργάστηκε επίσης στην Αγροτική Τράπεζα, στο υπουργείο Οικονομικών και στη Νομική Υπηρεσία του συμβουλίου υπουργών στις Βρυξέλλες.
Για όσους τον γνώριζαν προσωπικά “υπόδειγμα σεμνότητας και πνευματικότητας” όπως ειπώθηκε, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1998 και υπήρξε για την ελληνική γραμματολογία μυθιστορηματικά μια διαφορετική, λογοτεχνική συμπεριφορά.
Έγραψε επτά μυθιστορήματα: «Η αναζήτηση», Εκδόσεις “Κέδρος” το 1998, «Η ανατροπή», Κέδρος, το 2000, «Η αναλαμπή», Κέδρος το 2003, «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», Κέδρος το 2005, «Μια ζωή, δυό ζωές» Κέδρος το 2007, «Οι αλήθειες των άλλων» Κέδρος το 2008 και «Η συμφωνία των ονείρων», Εκδόσεις “Μεταίχμιο” το 2010. Βιβλία που μεταφράστηκαν στα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά.
Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, με το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού "Διαβάζω" για το μυθιστόρημά του "Η ανατροπή" και με το βραβείο "πρωτοποριακής δημιουργίας - Γιάννος Κρανιδιώτης" στη Λευκωσία το 2009.


Ο λογοτέχνης Νίκος Θέμελης

Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε το 1998. Και κατόρθωσε, κατ' αρχάς, μέσα από μια μυθιστορηματική τριλογία, να σκιαγραφίσει την ιστορία του ελληνισμού των τριών τελευταίων αιώνων, ανατέμνοντας τις ιδιαιτερότητες, την διασπορά και το δαιμόνιο της φυλής.
“Καταλαβαίνετε τι σημαίνει να είμαστε μπροστάρηδες εδώ και διακόσια χρόνια στο εμπόριο και να τροφοδοτούμε εμείς… τη Στεφανόπολη… εμείς τη Πέστη;… Το γένος μας απλωμένο από την Ασία μέχρι την Ευρώπη, ν’ ανθεί μέσα από το εμπόριο και να ξεχωρίζει από τη λαλιά που ομιλούμε;… Ή μήπως υπάρχει κάτι πιο βαθύ, που μας κάνει όλους ένα… πέρα και πάνω από τη γλώσσα, την πίστη, τα ήθη και τα έθιμά μας;” (“Για μια συντροφιά ανάμεσά μας”, σελ. 91)
“Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι χαρακτήρες των βιβλίων μου είναι ήρωες που φεύγουν. Τουλάχιστον, στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Και οι δευτεραγωνιστές, ακόμα κι εκείνοι που δεν κάνουν μεγάλες επαναστάσεις. Κυνηγώντας αλλού οι ίδιοι τη θέση τους στην ιστορία. Κι αλλού, είναι η ίδια η ιστορία που θα τους αναγκάσει να πάρουν θέση.
Στις δικές μου μυθοπλασίες είναι έντονο το στοιχείο της κινητικότητας των Ελλήνων. Μιας κινητικότητας που προσδιορίζει την ανάγκη τους για περισσότερες δυνατότητες, για ελευθερία, για ανοιχτούς ορίζοντες, για υπέρβαση καταστάσεων...” σε συνέντευξή του έχει ο ίδιος ο συγγραφέας αποδεχθεί.
Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε για την ελληνική λογοτεχνία μια περίπτωση ιδιάζουσα και κεραυνοβόλα, ξαφνιάζοντας αρχικά τα εκδοτικά ύδατα με έναν διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης της Ιστορίας. Με τον αντίκτυπο και με τη δράση των απλών, καθημερινών ανθρώπων. Με την “Αναζήτηση” και την “Ανατροπή” όσον αφορά την ανθρώπινη περιπέτεια να είναι, εν τέλει, και η μυθιστορηματική του εμμονή. Με αφηγηματικό τρόπο που μας έφερνε ταυτοχρόνως
σε επαφή και με το κλασικό ευρωπαικό μυθιστόρημα, ένα είδος που στην χώρα μας, ουδέποτε ευδοκίμησε.

Στα μυθιστορήματά του, ιστορικά δεδομένα, ήρωες ολοζώντανοι, εποχές ατμοσφαιρικές, η τοιχογραφία ενός αιώνα που “αναζητούσε” πρώτα, και κατόπιν, συνεχίζοντας, βίωνε “ανατροπές”. Με την “αναλαμπή” του διαφωτισμού ίσα που να τον αγγίζει.
Στην “Αναζήτηση” η αφήγηση πήγαινε “σκυταλοδρομία”, μέσα από τρεις άντρες. Ξεκινώντας από τον “Νικολή εφέντη” (με ρίζες στην οικογενειακή ιστορία), συνέχιζε από πατέρα σε γιο και εγγονό.
Στην “Ανατροπή” το κεντρικό πρόσωπο ήταν μια γυναίκα, η Ελένη. Η οποία και ζώντας λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα, βίωνε μέσα απ' εκείνον όλες τις μεγάλες ανατροπές: βιομηχανική και σοσιαλιστική επανάσταση, τον αγώνα των γυναικών για φεμινισμό.
Στην “Αναλαμπή” όλα περιστρέφονταν γύρω από μια τυπικά αστική οικογένεια, στις αρχές του εικοστού αιώνα και φτάνοντας και μέχρι τον μεσοπόλεμο. Στις σελίδες της, η βιομηχανική επανάσταση και η αυγή του διαφωτισμού.
Η τριλογία και συγκεκριμένα το δεύτερό της βιβλίο η “Ανατροπή”, του χάρισε και το πρώτο Κρατικό Βραβείο. Συνηθίσαμε μαζί του να μετρούμε τους σφυγμούς της εποχής.
Έτσι όταν το 2005 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα “Για μια συντροφιά ανάμεσά μας” τα δεδομένα ελαφρώς τροποποιούνταν. Ο χρόνος γινόταν “ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης” και η δική μας η ελληνική που καραδοκούσε. Η ιστορία διαδραματιζόταν το 1794 στη Στεφανούπολη, και εμπεριείχε όλη την “αγωνία ενός εθνικού αυτοπροσδιορισμού” σε μια περίοδο και πάλι μεγάλων ανατροπών. Αλλά η οικογένεια ισχυρή, μοναδική συντροφιά, υποσχόταν ακόμα.
Το 2007 με το μυθιστόρημα “Μια ζωή δυο ζωές” ο συγγραφέας έθετε τα θεμέλια στο όνειρο. Στον παρόντα χρόνο πια και οι μεγάλες ανατροπές, εσωτερικής φύσης. Ο Οδυσσέας Πολίτης, συγγραφέας και πανεπιστημιακός, ανιχνεύοντας τον καιρό μας αρχίζει να γράφει. Η αφήγηση πρωτοπρόσωπη και τα διλήμματα, σισύφεια. Επιχειρώντας να χωρέσει με την γραφή, δυο ζωές μέσα σε μια ζωή.
Με τις “Αλήθειες των άλλων” το 2008 ο Νίκος Θέμελης κατά κάποιον τρόπο, επέστρεφε. Και μέσα από μια οικογενειακή σάγκα μιλούσε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για την μικρασιατική καταστροφή, και τις αλήθειες που αλλάζουν όψη κατά το δοκούν. Είναι και θέμα οπτικής και θέσης η αλήθεια. Θέτοντας, όμως, και πάλι επί τάπητος το ζήτημα της ταυτότητας και της αέναης συνέχειας του Ελληνισμού.
Με το τελευταίο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το Φθινόπωρο από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο”με τον τίτλο “Η Συμφωνία των ονείρων”, ο συγγραφέας Θέμελης μοιάζει ν' αλλάζει. Διατηρώντας τα βασικά- το ιστορικό πλάνο, τη σχέση της Ιστορίας με τις μικρές ιστορίες των ηρώων και το ζήτημα της ταυτότητας- προχωρεί ακόμα πιο πέρα. Στην πικρότατη αίσθηση ότι στην Μεταπολεμική Ελλάδα κάτι δεν πάει καλά με την απόδοση δικαιοσύνης.
Και πάλι, η Ιστορία, κυρίαρχος. Κι αυτή τη φορά, ο πυρήνας μια κλασική, ελληνική οικογένεια. Και με πλοκή που ξεκινά λίγο πριν απ' τον πόλεμο, συμπεριλαμβάνοντας μέσα, μαυραγορίτες, εμφύλιο, εσωτερικά οικογενειακά δράματα- αγγίζει την εποχή μας. Μοναξιά, οικογενειακή βία, ναρκωτικά, ψυχολογική καταπίεση, όλα στο μικροσκόπιο με ακρίβεια εντομολόγου.
Με διαφωτιστικό μότο την σαιξπηρική φράση “Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από υλικά ονείρων”, στο καινούργιο του σπονδυλωτό μυθιστόρημα αναδεικνύει και αποδεικνύει την διπλή όψη της ονειρικής μας φύσης που ενίοτε γίνεται και εφιαλτική. Φως και σκοτάδι.
Οι τέσσερις ιστορίες που αποτελούν, τελικά, την εκδοχή της μιας οικογένειας, η αφήγηση- οπτική πηγαίνει από τα μαντικά και χειριστικά όνειρα της γιαγιάς Μαριάνθης, στα μεσοαστικά όνειρα για προκοπή της κόρης της Νίκης και του εγγονού της Γιάννη, το ιδιοτελές όνειρο του γιου της Άγη και το συλλογικό όνειρο που επανέρχεται ως άγραφος νόμος στη ζωή της εγγονής της Μυρσίνης η οποία λειτουργεί και ως σύγχρονη Αντιγόνη.
Ντοστογιεφσκικής υπαρξιακής ηθικής το τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη, αναδεικνύει -όπως ο ίδιος χρίζει κι αναγνωρίζει- τον πλέον αθώο και έντιμο, τον παπά- Μιχάλη, ως άγγελο τιμωρό.
Με συγκίνηση τον θυμάμαι σε συνέντευξή μας στο γραφείο του να ταίζουμε τα περιστέρια στο μπαλκόνι. Να ξαναλέμε τα ίδια, για “το πόσο αποκαλυπτική είναι η ήττα για τον ήρωα, τελικά”:
“Η ήττα απογυμνώνει από εξωτερικά, κυρίως, στοιχεία δύναμης. Κι αν είναι και εσωτερικά, σίγουρα γονατίζει. Και το ερώτημα που γεννιέται είναι με τι δυνάμεις έχει την δυνατότητα κανείς να ξανασταθεί στα πόδια του. Τι μέσα έχει για να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την ήττα”. Σε μιαν εποχή που αναμφισβήτητα “οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευάλωτοι σε μια καθημερινότητα που καταβροχθίζει”. Θύματα και οι ίδιοι που “καταναλώνουν και αυτοκαταναλώνονται. Αλλά “όσο αυτοκαταναλώνονται, τόσο περισσότερο η μνήμη πάει περίπατο, μαζί και η ταυτότητα και ο πολιτισμός”.
Αφήνοντας για το τέλος, μια μυθιστορηματική φωτεινή μπουκίτσα αιώνια, από το σεφερικό μότο της δικής του "Αναλαμπής":
“Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε, αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει, ας μην μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στα ασφοδίλια. Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτα δεν είχαμε, θα τους διδάξουμε την γαλήνη”.
Και λίγο παρακάτω, επειδή ακριβώς στο μυθιστορηματικό σύμπαν τίποτε και ποτέ δεν τελειώνει: “Άλλοι θα διδάξουνε την γαλήνη κι άλλοι θα τραγουδήσουνε ένα μεγάλο, ατέλειωτο, πολύκλωνο τραγούδι, ψάχνοντας κάθε φορά αλλού κι αλλιώς για ομορφιά και δικαιοσύνη”.


Από συνεντεύξεις του:

ΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ και Ο ΣΚΟΠΟΣ που ΔΕΝ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ:
“Η ήττα απογυμνώνει από εξωτερικά, κυρίως, στοιχεία δύναμης. Κι αν είναι και εσωτερικά, σίγουρα γονατίζει. Και το ερώτημα που γεννιέται είναι με τι δυνάμεις έχει τη δυνατότητα κανείς να ξανασταθεί στα πόδια του. Τί μέσα έχει για να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την ήττα. Είναι τεράστιο ζήτημα ποια μέσα επιλέγει κανείς για να διαχειριστεί την ήττα. Πολλές φορές εντελώς διαφορετικά από εκείνα που επέλεγε όταν ήταν πανίσχυρος για να αντιμετωπίσει ένα οποιοδήποτε θέμα. Δεν θεωρώ κακό να επιζητά κανείς την κατάκτηση κάποιων στόχων. Το κρίσιμο, για μένα, είναι με τι μέσα επιδιώκεται αυτή η ανάβαση. Να είναι ανάβαση διαφανής και όχι αναρρίχηση θολή. Εχει τεράστια σημασία για μένα και για τους ήρωές μου και για την πολιτική το τι μέσα χρησιμοποιούμε στην επιδίωξη των στόχων”.
“Ο σκοπός επ’ ουδενί δεν αγιάζει τα μέσα! Είναι βαθιά μου πεποίθηση και σ’ όλη μου την ζωή πολέμησα τέτοιες συμπεριφορές και τέτοιες απλουστευτικές και κυνικές αρχές που ξεπερνούν προβλήματα ή επιδίωκαν στόχους με το κίβδηλο νόμισμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»!”


Ο ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ:
“Ένας έρωτας μπορεί να είναι η ακραία καταξίωση του είναι σου. Δηλαδή, μπορεί να είναι ακραία ανατρεπτικός, αλλά μπορεί να είναι και ακραία επιβεβαιωτικός. Να είναι η επιβεβαίωση ενός ψυχικού κόσμου που τον καλλιεργείς από την εφηβεία σου, με τις προτιμήσεις, το DNA σου και να μη βρίσκει την έκφρασή του. Και ξαφνικά, μια ωραία πρωία, μπορεί να συναντήσεις στον μπακάλη έναν άνθρωπο, να του πέσει το πορτοφόλι, να τον γνωρίσεις μπροστά στο ταμείο διότι άνοιξε η σακούλα και έπεσαν τα λεμόνια! Και να πάρουν τα πράγματα στην πορεία μια τέτοια διάσταση, που να μην ανατρέπουν τίποτα απ’ ό,τι έχεις οικοδομήσει, αλλά να επιβεβαιώνουν ότι πολύ σωστά επένδυσες σ’ αυτά! Πολύ σωστά επέμεινες σ’ αυτά, πολύ σωστά έμεινες πιστός σ’ αυτά, πολύ σωστά πόνεσες γι’ αυτά! Κι όλα αυτά να βγουν στο δέλτα ενός Δούναβη και να μην έχουν σχέση με ανατροπή αλλά με επιβεβαίωση του είναι σου για μια ολόκληρη ζωή ως αυτή τη στιγμή. Το λέω με βαθιά πεποίθηση ότι μπορεί να είναι και έτσι”.


ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ:
“Με έχει βασανίσει πάρα πολύ αυτή η σκέψη. Μου την είχε πει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σε μια συζήτηση που του την είχε πει ο Λουί Μαλ ή ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. « Μια ταινία γυρίζουμε, Τεό, σε όλη μας την ζωή» Οι δύο τίτλοι των δύο πρώτων βιβλίων, η «Αναζήτηση», και η «Ανατροπή», έρχονται και επανέρχονται. Και φυσικά μπολιάζουν κάθε μου μυθιστόρημα”.


ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ:
“Ξεχνούν πολύ πιο εύκολα σήμερα οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευάλωτοι σε μια καθημερινότητα που καταβροχθίζει. Όσο αναβαθμίζουν τον καταναλωτισμό σε αξία και σε αρχή του δικού τους μικρόκοσμου, τόσο και οι ίδιοι γίνονται θύμα και αυτοκαταναλώνονται. Όσο αυτοκαταναλώνονται, τόσο περισσότερο η μνήμη πάει περίπατο, μαζί και η ταυτότητα και ο πολιτισμός της”.

Μέρος αυτού, δημοσιεύθηκε στο Έθνος



Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Ρυθμική, ασθμαίνουσα πρόζα

Γράφει η συγγραφέας Τίτσα Πιπίνου,
στο περιοδικό Index του Καλοκαιριού

«Αιώνια Επιστροφή». Τι γοητευτική ιδέα! Ερώτηση ή μοίρα; Αφού μετά τις δύο αυτές λέξεις βαλμένες η μια δίπλα στην άλλη δεν υπάρχει ερωτηματικό, σίγουρα δεν είναι ερώτηση. Μήπως λοιπόν «μοίρα» που οι δυτικές ευαισθησίες μας αδυνατούν να συλλάβουν με μια πρώτη σκέψη;
Ένα πεζογράφημα που κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το δοκίμιο, τη γλώσσα και τις αισθήσεις.
Με φράσεις μικρές, καμιά φορά μονολεκτικές, απογυμνωμένες από περιττά άρθρα και αντωνυμίες η Ελένη Γκίκα μας οδηγεί σιγά σιγά όλο και πιο βαθιά στη ρυθμική, συχνά ασθμαίνουσα πρόζα της. Φράσεις που για να φθάσεις στο βυθό τους τις διαβάζεις και τις ξαναδιαβάζεις. Και σε κάθε επανάληψη καταλαβαίνεις κι άλλα, όλο και κάτι ακόμη, όπως συμβαίνει με τα πολυεπίπεδα, με τα πυκνά αναγνώσματα.
Και μια συνομιλία σε όλο το βιβλίο με τις αγαπημένες ταινίες και τα αγαπημένα της βιβλία όλα σχολιασμένα με ένα πολύ ξεχωριστό, αισθαντικό τρόπο και μια κρυστάλλινη εσωτερικότητα όπως έκανε και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της. Μια περιήγηση σε ταινίες και σε βιβλία με ματιά διεισδυτική που πάντα με κάνει κατόπιν να τα αναζητώ να τα διαβάσω. Όπως συνέβη με την Ογκάουα, όπως συνέβη με τον Μουρακάμι, με τη Μπαρθελό. Ποτέ δεν με απογοήτευσαν.
Έτσι γίνονται άθελα σου αγαπημένες ταινίες και βιβλία σου.
Όσα τη σημάδεψαν, όσα την έκαναν αυτό που είναι, αυτό με το οποίο πορεύεται στη ζωή και στη γραφή. Μικρά δοκίμια περί τέχνης ενταγμένα στο μυθιστόρημα που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σκέψη και τη δράση των ηρώων. Ένα παιχνίδι ανάμεσα στη συγγραφέα τα όνειρα και τους εφιάλτες της.
Η Ελένη ζει σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία σε κάθε ράφι, σε κάθε γωνιά, στο πάτωμα, παντού. Το μυαλό της είναι γεμάτο βιβλία που έχει διαβάσει, που έχει γράψει γι αυτά, που έχει μιλήσει, έτσι και το βιβλίο της δεν θα μπορούσε να μην είναι γεμάτο από αναφορές σε αγαπημένα της αναγνώσματα. Δεν θα μπορούσε, να γίνει αλλιώς.
Δεν έχει τη μεγαλύτερη σημασία η ιστορία που αφηγείται όσο η απόλαυση να το διαβάζεις, όπως σου αρέσει να βλέπεις ένα ζωγραφικό πίνακα με όμορφα χρώματα και με κρυμμένες εικόνες που κάθε τόσο σου αποκαλύπτονται ανάλογα με την ψυχική σου διάθεση και τη στιγμή. Απλά σου αρέσει. Αυτό το «απλά μου αρέσει» ίσως να είναι αρκετό και να μη χρειάζεται άλλες λέξεις να το εξηγήσω. Αυτό είναι η τέχνη.
Ένα βιβλίο μακρά διαφορετικό από όσα έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια με το προβλέψιμο τέλος, όλα τόσο σαφή και προκαθορισμένα να κινούνται στην επιφάνεια μιας αναλώσιμης «λογοτεχνίας». Είναι σαν οι περισσότεροι συγγραφείς να αποποιούνται την πραγματικότητα, ένας τρόπος να μας κάνει να μην σκεπτόμαστε, που στο τέλος γίνεται απλά φλυαρία.
Η Ελένη Γκίκα είναι από αυτούς που εισχωρεί βαθιά στην ουσία των πραγμάτων. Δεν αναζητά τα ηχηρά εφέ, ή την κολακεία του αναγνώστη αλλά τον κάνει να ανακαλύπτει ξανά τον υπαινιγμό, το αίνιγμα, την ποίηση, τις πολλές εκδοχές του αποτελέσματος της ίδιας πράξης
Στην «Αιώνια Επιστροφή» όλα κινούνται γύρω από αυτή την ιδέα, της επιστροφής, της επανάληψης, μια ιδέα παράδοξη αλλά όχι παράλογη σύμφωνα με τους μεγάλους μαθηματικούς και φιλόσοφους. Το τυχαίο ή το μοιραίο; Οι ήρωες της δείχνουν να το υποψιάζονται, ή βαθιά να το γνωρίζουν.
Κάθε φορά που διαβάζω βιβλίο της ξεχνώ ή καλύτερα με κάνει να ξεχνώ ότι την ξέρω, ότι έχουμε μιλήσει ατέλειωτες ώρες, ότι είναι φίλη μου γιατί η Ελένη στα βιβλία της είναι μια άλλη, μια καινούργια κάθε φορά που υπερβαίνει την εικόνα της ή αυτό που νομίζεις ότι ξέρεις γι αυτήν.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Στο δάσος του Πουθενά

Αυτό που επιτρέπεται να είσαι'
Τίποτε.
Τον κοιτά' σαν δέντρο
Ο άνθρωπος – δέντρο
μια ξεραμένη βελανιδιά
“ο πατέρας μου”,
θα ψελλίσει ίσα για να τ' ακούσει η ίδια
με λαχτάρα,
“ο πατέρας μου, μια
γερασμένη βελανιδιά”.
Ακούει τα βήματά του
εκείνο το χαρακτηριστικό σούρσιμο
πάνω κάτω, πάνω κάτω στο δωμάτιο
σε λίγο, την ανάσα του'
κοιμήθηκε, σκέφτεται,
βαριά.
Αυτό που επιτρέπεται να είσαι'
Τα πάντα.
Εκείνος, o πατέρας της.
Μια γερασμένη βελανιδιά.
Κι αυτή,
η κόρη του
ν' ακούει τα βήματά να θροίζουν
την ανάσα του
στο δάσος του Πουθενά,
βαριά.

Κυριακή 17 Ιουλίου, Αγίας Μαρίνας

Σαν σήμερα,
στα 15 με δάγκωσε ένα σκυλί,
στα 21 παντρεύτηκα
στα όχι -δεν- θα- τα- μετρήσω, αμήχανα γράφω την 22η... σοκολάτα, ναι, “Σοκολάτες” ήταν ο τίτλος σαν τέτοια μέρα πριν από τέσσερα χρόνια, αρχικά...

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Ιστορίες με Καλό Τέλος

Για το “Ωραίο μυστήριο του αύριο” γράφει η Μάρω Βαμβουνάκη, “Θεσσαλονίκη μου” ξαναθυμάται πιάνοντας το νήμα από την αρχή ο Αντώνης Σουρούνης, “Μια ιστορία αγάπης” υπογράφει ο Βασίλης Βασιλικός, το “Ψαροχώρι” ο Αλέξης Σταμάτης, ο Θανάσης Χειμωνάς μια “Αληθινή Ιστορία” και η Μαρία Γαβαλά “Ο γύρος του κόσμου”, αποτελώντας τους πρώτους συγγραφείς οι οποίοι θα ξετυλίξουν καθημερινά και αποκλειστικά για το Έθνος, από την Δευτέρα στις 11 Ιουλίου “Μια Ιστορία με καλό τέλος”, αποδεικνύοντας το πόσο ανοιχτή στο αναπάντεχο και στο ενδεχόμενο είναι η ίδια μας η ζωή.
Θ' ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, οι: Μανώλης Πρατικάκης, Μάνος Κοντολέων, Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη, Ανδρέας Μήτσου, Λένα Διβάνη, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Λένα Μαντά, Μιχάλης Φακίνος, Γιάννης Καλπούζος, Μάκης Πανώριος, Πέρσα Κουμούτση, Μιχάλης Γενάρης, Δημήτρης Στεφανάκης, Μαρία Λαμπαδαρίδου, Στέφανος Δάνδολος, Πασχάλης Λαμπαρδής, Γιώργος Γλυκοφρύδης, Μαρία Ξυλούρη, και πολλοί άλλοι, υπογράφοντας ως Ιστορία με Καλό Τέλος την ίδια μας τη ζωή.

“Όταν ξέρει κανείς να παρατηρεί, ανακαλύπτει το πνεύμα ενός αιώνα και τη φυσιογνωμία ενός βασιλιά ακόμα και στο χερούλι μιας πόρτας” είπε κάποτε ο Βίκτωρ Ουγκώ και η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης, αποδεικνύει ότι πάντοτε προηγείται των γεγονότων εφόσον θέλοντας και μη – ο Πούσκιν σε ποίημα το έγραψε όπου προείδε το τέλος του- ο συγγραφέας και ο ποιητής είναι θέλει δεν θέλει προφήτης και ο Χρόνος της Ιστορίας του προηγείται πάντοτε από αυτόν της Ιστορίας και της Ζωής. Κάπως έτσι ο Ταρκόφσκι στη “Θυσία” του προείδε την δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε, εφόσον έσπευσε η... ζωή σε ακριβή αντιγραφή ενός ονείρου που έβλεπε στην ταινία ο Καθηγητής και πρωταγωνιστής!
Επιθυμώντας, λοιπόν, να είμαστε ανοιχτοί στο ενδεχόμενο, αμήχανοι όπως όλοι από την διαφορετική όψη της όντως ζωής, ζητήσαμε από σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, μια... Ιστορία με Καλό Τέλος!
Το αποτέλεσμα, έκπληξη! “Σαν έτοιμοι από καιρό” αποδέχθηκαν την πρόταση με μεγάλη χαρά. Καταφεύγοντας κάποιοι στο “ωραίο μυστήριο του αύριο”, κάποιοι άλλοι σε ό,τι πια πέρασε και μας έχει αποδείξει το πόσο πολύ είμαστε ανθεκτικοί, επινοητικοί και εκείνοι που θα δημιουργήσουν το απρόσμενο, και κάποιοι στον παράδεισο των παιδικών τους χρόνων, όπου το άφατο ήταν πια ολοφάνερο και το άδηλο αποκτούσε την δική του μυστηριώδη φωνή. Το αποτέλεσμα, Το Ωραίο Μυστήριο του Αύριο μέσα από Ιστορίες με Καλό Τέλος που υπογράφουν μεγαλύτεροι και νεότεροι, Αθηναίοι και της περιφέρειας, γνωστοί και αγαπημένοι συγγραφείς.
Ο Νίτσε δεν το 'πε; Ευτυχώς που υπάρχει η Τέχνη για να μη μας σκοτώνει η ζωή; Ε το μυστικό είναι ότι η Λογοτεχνία γνωρίζει το πόσο αισιόδοξη, δυνατή, σοφά νομοτελειακή είναι στον πυρήνα της η Ζωή...
Καλές αναγνώσεις!

Δημοσιεύθηκε στο Εθνος του Σαββάτου και οι ιστορίες ξεκίνησαν...

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα;

Μάρω Βαμβουνάκη: Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό

αντί προλόγου:
Μόλις Κυκλοφόρησε ο “Ερωτευμένος Πολωνός” της από τον Ψυχογιό. Εικόνες ζωής από μια προηγούμενη μας συνέντευξη που είχε δημοσιευθεί στις Εικόνες. Για τον Ερωτευμένος Πολωνό, σε λίγες μέρες, ναι?

Η συγγραφέας που βάζει το μαχαιράκι της μνήμης όσο πιο μέσα γίνεται. Με χρώμα και μουσική, με ήχους όπως τα βήματα σε ξύλινο πάτωμα. Απαλά, απαλά σαν βηματάκια σε ύφασμα βελούδο. Μας πήρε από το χέρι κι από τον έρωτα μας οδήγησε στον Θείο Έρωτα. Από την αναζήτηση του ενός στην Αναζήτηση των πάντων. Με όλα τα μέσα: γράφοντας και ζωγραφίζοντας, τώρα φωτογραφίζοντας. Βαθύτατα ψυχαναλυτική, ξυπνά μνήμες και χαμένους παράδεισους στον καθένα. Με περισσότερα από τριάντα βιβλία της στις προθήκες (Ντούλια, Χρόνια πολλά γλυκιά μου, Ο αντίπαλος εραστής, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, Η μοναξιά είναι από χώμα, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό κ.α.) κρατά ένα κομματάκι όντως ζωής για τον καθένα. Η Μάρω Βαμβουνάκη στη συνέντευξη που ακολουθεί μας χαρίζει γενναιόδωρα και τις εικόνες της. Εικόνες ζωής που ξετυλίγοντας από τα Χανιά, στην Ρόδο και στην Αθήνα κι ενώνουν το παρόν με το άχρονο. Διότι <είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα>. Και επειδή <δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται>. <Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε>, παραδέχεται. Να αναβιώσει, να κατανοήσει τι έγινε, ποια είναι: <Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή>.

- Οι πρώτες εικόνες ζωής σας; Τι είναι τα Χανιά για σας, κυρία Βαμβουνάκη; Και κατά πόσο υπάρχουν ή επανέρχονται στο έργο σας;

- Κάτι σαν ομίχλη, από τούλι, μάλλον η κουνουπιέρα στην κούνια μου. ΄Ηχος βροχής έξω, ίσως γιατί γεννήθηκα φθινόπωρο. Τρίξιμο βημάτων στο ξύλινο πάτωμα ή στην ξύλινη σκάλα μας. Κάποιος έρχεται, ο μπαμπάς μου μάλλον που όλο έλειπε...Βλέπετε ως εικόνες σας λέω ήχους τελικά. Πάντα τα μπερδεύω αυτά. Για το τι είναι για μένα τα Χανιά δεν γίνεται να σας πω. Δεν το χωράω κάτι τέτοιο και με κομματιάζει. Μου είναι αδύνατον να ξεπεράσω μια τέτοια χαρμολύπη.

- Ισχύει αυτό που λέγεται για την <πατρίδα> των παιδικών μας χρόνων; Και κατά πόσο είναι ασφαλής ή επισφαλής; Αληθινή ή ψευδαισθησιακή;

- Άλλο κόσμος φανταστικών κι άλλο κόσμος αοράτων. Τα αόρατα και τα νοούμενα είναι στη ζωή μας τα πιο υπαρκτά και δραστικά. Και βέβαια ισχύει η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων! Πού θα βαδίζαμε αλλιώς, ποια χαρτογραφία θα μας προσανατόλιζε; Εμπνέει και αναστατώνει η νοσταλγία της διότι-μια και τα παιδιά ζουν μεταφυσικά-πάει πολύ πίσω, ριζώνει στην αρχή μας, στον παράδεισό μας, τον χαμένο και τον ερχόμενο.

- Το πρώτο σας ραντεβού με την λογοτεχνία; Ως ανάγνωσμα αλλά και ως γράψιμο…

- Πάντα στα Χανιά. Στην τετάρτη δημοτικού διάβαζα το ''΄Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν'' της Μπέτυ Σμίθ, σε συνέχειες στη Διάπλαση των Παίδων. Επί μήνες ζούσα μ΄ αυτό. Πρώτη φορά ένιωσα πόσο σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου ένα λογοτέχνημα και γλυκάθηκα. Το πρώτο μου γράψιμο ήταν με την πρώτη-πρώτη έκθεση στο σχολείο. Μόλις βρέθηκα μπρος την άδεια λευκή σελίδα του τετραδίου ένιωσα ό,τι και τώρα νιώθω:Ηδονικό ίλιγγο για άλμα στο κενό. Τον ίδιο φόβο και μαγνήτη μιας δημιουργικής αβύσσου.

- Πόσο χρονών φύγατε απ’ τα Χανιά; Οι πρώτες εικόνες απ’ την Αθήνα;

- Έφυγα όταν έμπαινα στην έκτη δημοτικού. ΄Εφυγα με απερίγραπτη θλίψη, γιατί εκεί ήμουν ευτυχισμένη και το ήξερα ότι ήμουν ευτυχισμένη, δεν είναι συνηθισμένο αυτό. Την τελευταία μέρα, κι όπως όλα μας τα πράγματα ήταν αμπαλαρισμένα για τη μετακόμιση, ορκίστηκα μέσα μου με πείσμα:Θα ξαναγυρίσω να ζήσω εδώ! Ακόμα δεν το τήρησα.. ΄Εφυγαν ή πέθαναν και τόσοι δικοί μου εκεί...Με ματώνουν όλο και πιο πολύ οι επιστροφές μου. Περισσότερο πόλη-μνήμη παρά παρόν. Κι εγώ σαν μνήμη κυκλοφορώ στους δρόμους όταν πηγαίνω.
Ζηλεύω εκείνους που ζουν και τελειώνουν στα χώματα που γεννήθηκαν. Δεν θα είναι τυχαίο το ότι ο Θεός μας γεννά σ΄ ένα συγκεκριμένο τόπο τον καθένα. Ισως να είναι ανοησία που απομακρυνόμαστε, το πληρώνουμε με διαρκή εξορία μετά. Ισως και πουθενά αλλού να μην μπορεί κανείς να βρει τον πιο αληθινό εαυτό του.
Η πρώτη εικόνα μου απ΄ την Αθήνα ήταν όπως μπαίναμε χαράματα στον Πειραιά με το πλοίο, το ''Αγγέλικα'' ίσως, απ΄ τη Σούδα. Ομίχλη και κάτι πολύ μακριά, ψηλά, κοντά στον ουρανό, σαν τεράστιο ρολόι μέσα στην πάχνη. Ηταν ο Παρθενώνας. Θυμάμαι και τον κινηματογράφο ΄Εσπερο στη Σταδίου όταν μας πήγε ο πατέρας μου να δούμε μια υπέροχη ταινία:''Η ωραιότερη μέρα της ζωής μου'' με την Παιδική χορωδία της Βιέννης.

- Η Αθήνα πέρασε κάπως στο έργο σας; Και πώς;

- Η Αθήνα-και παρά τη βασανιστική σύγκριση με τα Χανιά-με κέρδισε. Πάντα-και παράλληλα με κάθε απώλεια-εμένα το ''εδώ και τώρα'' με κερδίζει. ΄Οπου κι αν βρεθώ, η περιέργεια και ο μαγνητισμός του καινούργιου είναι πολύ ισχυρά. Είναι αδύνατον να εντοπίσω τις επιδράσεις της Αθήνας σ΄ αυτό που είμαι και κάνω, είναι αμέτρητες και μυστικές. Στο ''΄Οχι άλλη αναβολή, Μιχάλη'', που είναι αυτοβιογραφικό της εφηβείας μου, η παρουσία της Αθήνας είναι διαβρωτική. Οταν το έγραφα ξαναταξίδεψα σ΄ εκείνο το μυθικό τότε πέλαγος της οδού Πατησίων.

- Η Ρόδος σίγουρα σας σημάδεψε. Τι ήταν εκείνο που πρωτοείδατε όταν βρεθήκατε στο νησί;

- Η Ρόδος-μια και δεν μπορούσα να γυρίσω στα Χανιά-στάθηκε η πατρίδα της επιλογής μου. Πρωτοέφτασα με καράβι και η εικόνα της απίστευτα ωραίας προκυμαίας της ,μόλις στρίψουμε τη βενετσιάνικη νομαρχία, μ΄ όλη τη μουσειακή παράθεση της ιστορίας στη σειρά, με άφησε άναυδη. Μα υπάρχει τέτοια πόλη; απορούσα! Και δεν την είχα δει ακόμα νύχτα με φεγγάρι ή χειμωνιάτικη και έρημη από τουρίστες ,με τα εκεί πρόσωπα της ζωής μου, άγνωστα ακόμα, έτσι όπως την ερωτεύτηκα και ρίζωσα μετά. Με αιχμαλώτισε, με σημαδεύει και πηγαινοέρχομαι.

- Επηρεάζουν οι τόποι το έργο; Τον χαρακτήρα μας;

- Οι τόποι είναι πλασμένοι από χώμα, νερό και πνοές, όπως κι εμείς. Είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα. Εγώ κι από μια γειτονιά της Αθήνας να περνώ, κατακλύζομαι αυτόματα από συναισθηματικούς συνειρμούς ανάλογα με το ποιος δικός μου έζησε ή ζει εκεί, τι θυμίζει. Δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται. Αμα πάθει κάποιος αμνησία, η έκφραση του προσώπου του μεταμορφώνεται. Γίνεται τρομαχτικά άγνωστος και για τους πιο κοντινούς του.

- Εν τέλει, είμαστε οι επιλογές μας ή οι καταβολές μας;

- Αχ το μέγα μυστήριο της ελεύθερης επιλογής!...΄Εχουν χυθεί ωκεανοί μελάνης στους αιώνες για το πόσο ελεύθεροι είμαστε. Πιστεύω πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τρία κομμάτια του:Την κληρονομικότητά του. Την αγωγή και το περιβάλλον του. Και την ελευθερία του. Την τρομερή ελευθερία του που μπορεί να φέρει τούμπα και τα δύο προηγούμενα. Φοβόμαστε όμως να είμαστε ελεύθεροι γιατί η ελευθερία απαιτεί δουλειά κι ευθύνη. Προτιμούμε να ζαρώνουμε σε μια ''ξεκούραστη'' δυστυχία, σε μια ηδονική γκρίνια, από τους ανοιχτούς ορίζοντες. Αν δεν μπορούσαμε να διαλέγουμε ελεύθερα δεν θα είχε νόημα να έρθει ο Χριστός να μας καλέσει να τον διαλέξουμε. Ολα θα ήταν καλουπωμένα και ακίνητα ερήμην μας. Μου φαίνεται πολύ άνοστη και γελοία η θεωρία του ντετερμινισμού. Δυστυχώς ή ευτυχώς είμαστε ελεύθεροι ακόμα και να μην είμαστε ελεύθεροι. Πόσο μ΄ αρέσει η φράση:Γεννηθήκαμε με το πρόσωπο που μας χάρισε ο Θεός και με τα χρόνια αποκτούμε το πρόσωπο που μας αξίζει!

- Υπάρχουν πρόσωπα που σας καθόρισαν; Και δίχως αυτά θα ήσασταν άλλη, αλλιώς θα γράφατε;

- Ρωτάτε για πρόσωπα;...Μα οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισός μας. Το αλωνάκι που αλέθεται ο εγωκεντρισμός μας. Οι άλλοι είναι οι μάρτυρες πως υπάρχουμε. Ο καθρέφτης που ψάχνουμε το ποιοί είμαστε ή πώς δείχνουμε. Η ανταλλαγή της σχέσης και μόνο μας πλάθει. ΄Αλλοι, πάρα πολλοί άλλοι είμαι εγώ και ό,τι κάνω. Μέσα μου γίνεται συνωστισμός! Ζωντανοί άλλοι και κάποιοι νεκροί περισσότερο ζωντανοί από κάποιους που ζουν ακόμα. Νεκροί που όσο περνά ο καιρός και η αγάπη τους αποσαφηνίζεται, με πλησιάζουν πιο κοντά. Μόνο ό,τι αγαπάμε γνωρίζουμε, δεν υπάρχει άλλο σχολειό. 'Ολα τα’ άλλα, φαντασιώσεις εγωισμού και σκιές ονείρων, στιγμιαίες.

- Αυτά τα περί εμμονών, ότι δηλαδή, ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, αληθεύουν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει οι εμμονές σας;

- Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Κάθε βιβλίο είναι ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε. Να αναβιώσω, να κατανοήσω τι έγινε, ποια είμαι. Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει και λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή.

- Ξανακοιτάζοντας το παρελθόν, το βλέπετε άλλο;

- Το πιο γοητευτικό ίσως στοιχείο της ψυχανάλυσης-τρομαχτικό για κάποιους-είναι ότι σε βάζει να υποψιάζεσαι ότι αυτό που πιστεύεις για παρελθόν σου δεν είναι το αληθινό παρελθόν σου. Πως οι απωθήσεις όσων σε φόβισαν ή απαγορεύεται να ποθείς σε έκαναν να παραμορφώσεις στη συνείδησή σου όσα έζησες. Η εξιδανίκευση του παρελθόντος μας είναι ένας επικίνδυνος αμυντικός μηχανισμός. ΄Οσο τολμάς να ξεσκεπάσεις, τόσο ξαναδιαβάζεις τα παλιά αλλιώς. Τι ενδιαφέρουσα που είναι η όντως μνήμη και η αναβίωση! Τόσα στρώματα σενάριων, τόσοι λαβύρινθοι μέχρι την αλήθεια που σώζει!

- Και ζωγραφίσατε. Και φωτογραφίζετε. Τι είναι εκείνο που σας κάνει να θέλετε να εκφραστείτε με εικόνες;

- Παλιά ζωγράφιζα πολύ. Μετά φωτογράφιζα και φωτογραφίζω. Από ενθουσιασμό για μια ωραιότητα μπρος μου, αλλά και από πανικό να διασώσω κάτι απ΄ το τώρα που διαρκώς φεύγει. Με τον καιρό γίνομαι πιο ψύχραιμη. Καταλαβαίνω πως η φωτογραφία δεν συλλαμβάνει εντέλει αυτό που ζητάς. Πάλι φεύγει. Καλύτερα η μνήμη. Εκείνη ξέρει πώς θα τακτοποιήσει την εμπειρία μας, έχει άλλη σοφία στην κατάταξη και την ανακατάταξη, άλλη ζωντάνια απ΄ την ακινησία της φωτογραφίας που ψοφάει με τον χρόνο σαν καρφιτσωμένη νεκρή πεταλούδα.

- Αν σας ζητούσα να αφηγηθείτε τα βασικά της ζωής σας με εικόνες, ποιες θα επιλέγατε;

- Δύσκολη τόση αυτογνωσία που μου ζητάτε...Οι φωτογραφίες όμως που διάλεξα να σας δώσω είναι μερικές απ’ αυτές τις εικόνες ζωής. Για τον χρόνο τους, για τον τόπο τους, για το αίσθημα στον αέρα τους, κάπου και για εκείνον που με φωτογράφισε και δεν φαίνεται στη φωτογραφία, η σκιά του μόνο...

- Σε χρώμα;

- Πάντα με γοητεύει η μαυρόασπρη φωτογραφία. Είναι πιο υπαινικτική. Σου επιτρέπει να θυμάσαι και να επιστρέφεις καλύτερα.

- Στο οικογενειακό σας πάνθεον, βλέπουμε Ντοστογιέφσκι και Φρόιντ, τοπία γκρίζα, εικόνες αγίων και μάσκες… Ακόμα και η μάσκα (η επιλογή της) είναι αποκαλυπτική της εικόνας μας; Υπάρχουν εικόνες – καταφύγιο για σας;

- Ναι, υπάρχουν πάντα τα προσωπικά μας εικονοστάσια. Μορφές που λαχταρούμε κοντά μας, είτε πρόσωπο με πρόσωπο, είτε πίσω από μάσκα. Η κορυφαία όμως εικόνα μου είναι ο Χριστός της Μονής Χιλανδαρίου. Είναι το ΄Αλεφ μου.

- Αλλά και στα βιβλία σας οι εικόνες είναι καθοριστικές: Το αλωνάκι της Ντούλιας (Ντούλια), το νησί όπου κατέφυγε ο άντρας της Μοναξιάς (Η μοναξιά είναι από χώμα), τα δωμάτια όπου βασανίζονται οι εραστές (Ο αντίπαλος εραστής), το ξενοδοχείο χωρίς όνομα στο τελευταίο σας βιβλίο (Τα πράγματα που ζουν απ’ τον Χαμό), αυτή η γυναίκα που επιστρέφει στις παλιές αγάπες (Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο), το σπιτικό της γυναίκας στη μοιχεία… ως εικόνες τις βλέπετε πρώτα τα ιστορίες σας;

- Εικόνες, νοήματα, ήχοι, αισθήματα, αρώματα, συνεργάζονται για να ''δεις''. Κάθε αίσθηση αναζητά τις υπόλοιπες για να λειτουργήσει. Παλιά ήθελα να γίνω ζωγράφος, ανάγκη που μου ικανοποιήθηκε όταν άρχισα να γράφω ιστορίες. Και η μουσική!...Τι κόσμοι! Τι κλίμα!...΄Οταν έγραφα το τελευταίο μου,'' Τα πράγματα που ζουν απ΄ τον χαμό'' άκουγα ασταμάτητα το σάουντρακ της ταινίας ''2046''.

- Ποια θεωρείτε σημαντικότερη εποχή; Το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον; Και η νοσταλγία από πού έρχεται; Απ’ ό,τι χάσαμε ή απ’ αυτό που ψάχνουμε να βρούμε;

- Σίγουρα το παρόν μόνο υπάρχει. Επειδή ακριβώς περιέχει απ΄ όλα. Πάντα από όλα:Παρελθόν και μέλλον. Είναι ενιαίος ο χρόνος μας, επειδή ακριβώς ποθεί να βγει στο άχρονο. Εκεί που αιώνια εκβάλλουν όλα. Η νοσταλγία προέρχεται απ΄ όσα δεν χάσαμε. Τίποτα αληθινό δεν χάνεται. Πάντα το διαισθανόμουν αυτό αλλά εντέλει μου επιβεβαιώθηκε όταν πέθαναν κάποιοι πολύ αγαπημένοι μου.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Ζαριά που καταλύει το τυχαίο

“Οι εραστές της γραφής” της Πασχαλίας Τραυλού, Εκδ. “Ψυχογιός”

“Ομολογώ ότι φοβάμαι κάθε φορά που γράφω. Όπως φοβάμαι και κάθε φορά που ερωτεύομαι. Φοβάμαι την αρχή του πάθους, το χρόνο που φθείρει, το τέλος που κάποτε έρχεται αναπόφευκτα. Φοβάμαι τις μάχες που πρέπει να δώσω με τις σκέψεις, με τις λέξεις και με τις σιωπές, επειδή ξέρω πόσο θα αλλάξω και τί θα μάθω από κάθε καινούργια “θυελλώδη σχέση” που αναπτύσσω με τη γραφή”.
Με την Πασχαλία- για λόγους που το... σύμπαν γνωρίζει, ή μάλλον η σοφή γραφή ή το πάνσοφο υποσυνείδητό μας γνωρίζει, συγγραφικά, συναντιόμαστε συχνά τελευταία.
Παρουσίασε την αιώνια επιστροφή μου, αναφέρεται στο δοκιμιακό της βιβλίο σ' αυτήν, με τιμά με την πρόσκλησή της απόψε στο πάνελ, ενθουσιάστηκα με το ειλικρινές, τολμηρό, και γοητευτικό της καινούργιο βιβλίο.
Με συγκινούν πάντοτε οι συγγραφείς που μας ανοίγουν το εργαστήρι τους. Απολαμβάνω βουλιμικά οτιδήποτε έχει να κάνει με τους αρμούς της γραφής, το γιατί και το πώς δεν έχει πάψει ποτέ να με απασχολεί, και το κίνητρο είναι εκείνο που σε εξαντλεί ή και σε σώζει.
Η Πασχαλία, υπογράφοντας αυτό το βιβλίο, αποδεικνύει πως φλέγεται. Εξάλλου το δηλώνει ήδη απ' τον τίτλο “Οι εραστές της γραφής”, η λογοτεχνία είναι έρωτας.
Ξεκινά ήδη απ' το μότο, με Εμπειρίκο, επίσης φλεγόμενο: “πάρε τη λέξη μου, δώσ' μου το χέρι σου...”, αναζητά στις σελίδες όλα εκείνα τα ορατά και αόρατα συστατικά, φανερά και άδηλα που δημιουργούν και συντηρούν αυτό το ασίγαστο, αφύσικο πάθος: γιατί γράφουμε, πού έχει τις ρίζες η ιστορία, πώς μεγαλώνουν κι ανθίζουν μετά τα κλαδιά. Πόσο είναι έμπνευση και πόσο χειρωνακτική, πειθαρχημένη εργασία. Πόσο υπάρχει η προσωπική μας αλήθεια μας και πόσο ακολουθούμε ή δεν ακολουθούμε τους χάρτινες ήρωες υποτασσόμενοι σοφά. Ποιος ο ρόλος των συνειρμών ως ζωτικό νήμα στο έργο. Ποιος ο ρόλος της μόδας, του βιβλίου ως πολιτισμικό προιόν, οι αγκυλώσεις της κριτικής και της αναγνωστικής ηθικής, η παθογένεια του συγγραφέα εσαεί αυτοαναλυόμενου.
Υπαινισσόμενη αυτό που όλοι ψυχανεμιζόμαστε ότι το μεγάλο έργο – όπως έχει πει ο Ντοστογιέφσκι προσεγγίζεται με ταπείνωση, όπως και κάθε τι αληθές έξω από τον μικρόκοσμό μας, η Πασχαλία Τραυλού, αναζητά το λογοτεχνικό νήμα στα κείμενά της αλλά και στους άλλους. Αποδεικνύοντας ό,τι με ό,τι είμαστε γράφουμε και διαβάζουμε, και ότι ναι μεν οι κανόνες υπάρχουν για να τους καταλύουμε, με την διαφορά ό,τι θα πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε αυτούς τους κανόνες.
Στις σελίδες της, φυσικά ο Εκο ο οποίος πρώτος ισχυρίστηκε ότι το αληθινό έργο τέχνης πρέπει πρωτίστως να παράγει συγκίνηση, ο Μονταίν, ο Μπρετόν, ο Λεβί στρως, ο Βερνάν, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ και η Σέλλει. Αλλά και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Ι Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Καρυωτάκης, η Φακίνου, ο Ξανθούλης και η Πόλυ Μηλιώρη. Τα μεγάλα έργα που άντεξαν στον χρόνο και οι συγγραφείς που υπερέβησαν τον δικό τους σκοτεινό εαυτό με ένα ολόφωτο έργο. Υπενθυμίζοντάς μας ότι “η τέχνη δεν είναι ούτε ερασιτεχνική ούτε επαγγελματική ενασχόληση, αλλά αποτελεί ζωτική ανάγκη”.
Εξάλλου, κάθε γνήσιο έργο τέχνης όπως υπογραμμίζει από κάποιο σημείο και μετά κάνει τα του εαυτού, παραπέμποντάς με στην Κατά Κούντερα άποψη που αφορά του Τολστόι το αριστούργημα την Άννα Καρένινα:
“Η τελική μορφή του μυθιστορήματος είναι πολύ διαφορετική, αλλά δεν πιστεύω πως ο Τολστόι είχε στο μεταξύ αναθεωρήσει τις ιδέες του περί ηθικής. Θα έλεγα μάλλον ότι, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, άκουγε μιαν άλλη φωνή κι όχι εκείνη της προσωπικής του πεποίθησης περί ηθικής. Άκουγε αυτό που θα ονόμαζα σοφία του μυθιστορήματος”.

Με οικονομία σοφή και δομή μαθηματική, αλλά με γλώσσα άκρως λογοτεχνική η συγγραφέας φωτίζει την δική της γραφή αλλά και την γραφή εν γένει. Υπενθυμίζοντάς μας εκείνο που όλοι γνωρίζουμε αναγνωστικά, το ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου αποτελεί, τελικά, μια συνάντηση. Κι εμείς, έτοιμοι ή ανέτιμοι γι' αυτήν. Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πόσοι συγγραφείς έχουν συναντηθεί με το αναγνωστικό τους κοινό πολύ κατόπιν εορτής. Όπως και νάχει, εκείνο που παραμένει είναι ότι μια μεγάλη ιστορία είναι δυνατόν και να αποτελεί “την ζαριά που καταλύει το τυχαίο”: «Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιο οδυνηρή συμφορά, σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ».
Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης», και ξέρω τι θα μου πείτε, δεν ζούμε σ' αυτή την εποχή, αλλά ένα λογοτεχνικό έργο δεν έχει εποχή, κι όπως σοφά έχει πει ο Μπόρχες μπορεί και η ιστορία να μην είναι καν μέσα μας, αλλά κάπου εκεί στο σύμπαν και να μας περιμένει.

Αλλ’ ούτε λόγος, αναγνωστικά, συγγραφικά και κριτικά, θα πρέπει να είσαι σε θέση να ρισκάρεις τα πάντα, ν’ ανοιχτείς ακόμα και σε μη οικείες αλλ' εν τούτοις σ’ αληθινές (γι’ αυτό και επικίνδυνες ή λυτρωτικές) αναγνώσεις. Το άγνωστο απαιτεί ρίσκο, και οι αναγνώσεις. Μύηση και ανοιχτή ψυχή. Στο σίδερο ο πέλεκυς θα πέσει αδίκως. Για να μας συμβεί κάτι, θα πρέπει να το θελήσουμε κι εμείς, για να μας συγκινήσει, να είμαστε ήδη ανοιχτοί. «Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει» (Πορφύριος), έτσι κι ένα βιβλίο, κι ας είναι όλη η σοφία του κόσμου εκεί!
Προτού ευχαριστήσω την Πασχαλία για την υπέροχη μελέτη της και την μεγάλη τιμή, επιτρέψατέ μου- επειδή ακριβώς ανήκω στο μεταίχμιο του ανθρώπου που κρίνει και κρίνεται- να αναφερθώ κάπως επιγραμματικά σ' αυτό που μας καίει, το κίνητρο.
Εξάλλου, σ' όλους φαντάζομαι είναι και γνωστό και κατανοητό.
Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Έτσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.

Κι η Πασχαλία Τραυλού, λοιπόν, μ' αυτό το εξαιρετικό της βιβλίο φωτίζει διπλά και το συγγραφικό και το αναγνωστικό κίνητρο. Πασχαλία μου, σ' ευχαριστώ για την αναγνωστική απόλαυση και την τιμή, καλοτάξιδη και σου εύχομαι καλοτάξιδες ιστορίες για την ψυχή σου, τους αναγνώστες για για τον χρόνο.
Σας ευχαριστώ όλους.

Από την παρουσίαση του δοκιμίου “Οι εραστές της γραφής” της Πασχαλίας Τραυλού στο Καφέ Έναστρον

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Υποθηκευμένες ζωές

“Στην ιστορία μιας ζωής, δεν έχουμε παρά ένα πρόβλημα να λύσουμε: το πρόβλημα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και επιβάλλει ένα στιλ στις σχέσεις μας”.
Ο Χόρχε Σεμπρούν, η ζωή και η αποδημία του στάθηκε η αφορμή να ξαναθυμηθούμε τον “υποθηκευμένο εαυτό” και όλους εκείνους που έζησαν τα παιδικά και τα εφηβικά τους χρόνια σε καιρούς επικίνδυνα χαλεπούς, αναγκασμένοι ν' αλλάξουν πατρίδα, πλευρό, όνειρο, δρόμο, σκοπό... Και κόντρα σε όλους τους οιωνούς να αποδείξουν πως όχι μονάχα δεν υπάρχουν “υποθηκευμένες ζωές” (δυστυχώς ή ευτυχώς, ούτε στην δυστυχία αλλά ούτε στη δυστυχία), αλλ' αντιθέτως επάνω στο δύσκολο και στον όλεθρο θα κτίσει μετά ο καθένας τη δική μου μεγάλη, σπουδαία, μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορία. Υπάρχει ένα βιβλίο “Ο ευαίσθητος εαυτός”.
Το υπογράφει ο ψυχαναλυτής και νευροψυχίατρος Μπόρις Σιρούλνικ, με την ίδια του τη ζωή (κυριολεκτικά, παιδί από ίδρυμα). Στις σελίδες του, μεταξύ άλλων, ο δανός Χαν Κρίστιαν Άντερσεν που έκανε παραμύθι την δική του ζωή, οι Πρίμο Λέβι, Μαρία Κάλλας και Χόρχε Σεμπρούν, επιβιώσαντες όλοι, με το σωσίβιο της τέχνης. Αλλά και η Μέριλιν Μονρόε, πορσελάνινη κούκλα- φάντασμα, απ' εκείνους που δεν τα κατάφεραν, τελικά. Το κλειδί, είπαμε, είναι στο νόημα.